«Δυνατότητα παρέμβασης στην τιμή δεν έχουμε, η αγορανομική διάταξη ισχύει μόνο για ενημέρωση του υπουργείου». Αυτή την αφοπλιστική απάντηση έδωσε ο αρμόδιος για το εμπόριο υφυπουργός Ανάπτυξης Ι. Παπαθανασίου, συζητώντας με τους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του υπουργείου. Θέμα της συζήτησης η τροποποίηση της αγορανομικής διάταξης, βάσει της οποίας οι παραγωγοί, εισαγωγείς και έμποροι υποχρεώνονται να ενημερώνουν την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου για τις αλλαγές στους τιμοκαταλόγους τους.
Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο υφυπουργός ικανοποιούν αιτήματα των καπιταλιστών και προβλέπουν: Ενημέρωση για αλλαγή στους τιμοκαταλόγους δέκα μέρες πριν και όχι τριάντα από την έναρξη ισχύος των νέων τιμών. Εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής των χαλυβουργικών προϊόντων, των καλωδίων και των σχολικών βιβλίων. Προσθήκη 26 επιπλέον ειδών διατροφής στη συγκεκριμένη υποχρέωση. Και το πιο σημαντικό: κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής κοστολογικών στοιχείων μαζί με τους τιμοκαταλόγους.
Πάνω σ’ αυτό δημιουργήθηκαν οι ενστάσεις και εκεί έδωσε την αφοπλιστική απάντηση ο υπουργός. Τί είπε; Οτι τα κοστολογικά στοιχεία που υποβάλλονταν ήταν μόνο για ενημέρωση των υπηρεσιών. Δεν είχαν καμιά πρακτική δυνατότητα, αφού η αγορά είναι ελεύθερη και η κυβέρνηση δεν έχει καμιά δυνατότητα παρέμβασης στη διαμόρφωση των τιμών.
Φυσικά, αυτό το φωνάζουμε εμείς (και όχι μόνο εμείς) εδώ και χρόνια. Οι κυβερνήσεις, όμως, έκαναν το κορόιδο. Παραμύθιαζαν τον κοσμάκη πότε με «συμφωνίες κυρίων» και πότε με πύρινες ανακοινώσεις για την «πάταξη της αισχροκέρδειας». Της αισχροκέρδειας που είναι μια καλή προπαγανδιστική λεξούλα, αλλά δεν έχει κανένα νομικό περιεχόμενο. Ουδείς μπορεί να ορίσει τί είναι αισχροκέρδεια. Πότε μια ανατίμηση θεωρείται δικαιολογημένη και πότε όχι; Γιατί αν μπορούσε αυτό να οριστεί, τότε θα υπήρχε και η δυνατότητα επιβολής αγορανομικών διατάξεων, την οποία όμως το ελληνικό αστικό κράτος έχει απεμπολήσει εδώ και χρόνια.
Πιπιλάνε, βέβαια, μια άλλη καραμέλα τα τελευταία χρόνια. Οτι ο ελεύθερος ανταγωνισμός στην αγορά συγκρατεί τις τιμές. «Ξεχνούν», όμως, ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός έχει τελειώσει με το τέλειωμα του προμονοπωλιακού καπιταλισμού. Οι τιμές πλέον επιβάλλονται μονοπωλιακά από εκείνα τα μονοπώλια που ελέγχουν τους παραγωγικούς κλάδους. Ειδικά σε οικονομίες σαν την ελληνική, χωρίς αναπτυγμένη παραγωγή μέσων παραγωγής και απόλυτα εξαρτημένη από τις εισαγωγές.
Εδώ φαινόμενα δημιουργίας καρτέλ, που συμφωνούν τις τιμές, αποκαλύπτονται ακόμα και στο λιανικό εμπόριο. Δημοσιογραφικές έρευνες σε μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες τις τελευταίες μέρες μιλούν για «καρτέλ τιμών στα ράφια των σούπερ μάρκετ». Πόσο μάλλον στις βιομηχανίες, που καθορίζουν τις τιμές και δίνουν το έναυσμα για τις ανατιμήσεις.
Ας μην παραμυθιάζονται, λοιπόν, οι εργαζόμενοι. Οι κυβερνήσεις δεν θέλουν και δεν μπορούν να ελέγξουν την κερδοσκοπία με τις τιμές. Αυτή καθορίζεται από τους καπιταλιστές, με ανταγωνισμό και με συμφωνίες, πάντα πάνω στη βάση των μονοπωλιακών τιμών. Ο εργαζόμενος πρέπει να φροντίσει μόνο για την τιμή του δικού του εμπορεύματος. Της εργατικής του δύναμης. Να διεκδικήσει αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα, που είναι το μόνο εμπόρευμα σε διατίμηση και το μόνο που δεν έχει καμιά επίπτωση στον πληθωρισμό, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα.