Την Τρίτη εκδικάστηκε από το ΣΤ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου η αναίρεση που άσκησε ο αντεισαγελέας του ΑΠ, Αχιλλέας Zήσης, που ζητά την ακύρωση της απόφασης 462/2023 του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία αθωώθηκαν οι 11 αγωνιστές πολιτικοί πρόσφυγες από την Τουρκία.
Στην υπόθεση έχουμε αναφερθεί αναλυτικά. Εδώ θα παραθέσουμε τα βασικά σημεία από τις αγορεύσεις των συνηγόρων υπεράσπισης των αγωνιστών, Ιωάννας Κούρτοβικ και Θανάση Καμπαγιάννη, που ξετίναξαν την αναίρεση του αντεισαγγελέα Ζήση. Οι αγορεύσεις στο ακροατήριο των Τμημάτων του Αρείου Πάγου είναι πάντοτε περιληπτικές. Οι συνήγοροι αναπτύσσουν εν συντομία τα βασικά σημεία, ενώ αναλυτικά εκθέτουν τις νομικές απόψεις και τον υπερασπιστικό λόγο στα υπομνήματα που συντάσσουν και καταθέτουν, σε αντίκρουση των ισχυρισμών εκείνου ή εκείνης που άσκησε την αναίρεση. Τα υπομνήματα αυτά αποτελούν το υλικό που παίρνει υπόψη του το Τμήμα του ανώτατου δικαστήριου για να εκδώσει την απόφασή του (αυτό γίνεται εν καιρώ).
Τα βασικά σημεία της αγόρευσης της Ιωάννας Κούρτοβικ
Τα δικαστήρια είναι φειδωλά στην αποδοχή εισαγγελικών αιτήσεων αναίρεσης κατά αθωωτικών αποφάσεων και σταθερά επισημαίνεται με τη νομολογία, ότι η αναίρεση δεν μπορεί να πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων.
Και στην παρούσα περίπτωση έχουμε μία αίτηση αναίρεσης που σχεδόν αποκλειστικά αφορά ζητήματα που ανάγονται στην κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης, στην κυριαρχική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων.
Το κρίσιμο πεδίο της εισαγγελικής παρέμβασης είναι αυτό της κατηγορίας που αφορά την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης με τα στοιχεία του 187Α ΠΚ, δηλαδή η κατηγορία για συγκρότηση και ένταξη σε τρομοκρατική ομάδα και διεύθυνση αυτής κατά τις διατάξεις του, καθώς και η κακουργηματική διάσταση της κατοχής οπλισμού του άρθρου 15 του νόμου περί όπλων, 2168/93, ως τρομοκρατικό αδίκημα.
Η πρώτη αιτίαση κατά της πληττόμενης απόφασης είναι αυτή της υπέρβασης εξουσίας κατά το άρθρο 510, 1 Θ, ΚΠΔ και η δεύτερη η έλλειψη της κατά το νόμο εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά το στοιχ. Δ του άνω άρθρου.
Στην πρώτη περίπτωση η εισαγγελική παρέμβαση στρέφεται κατά της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου, με την οποία έγινε δεκτή ένσταση μη ανάγνωσης των παρατύπως και παρανόμως συνταχθεισών εκθέσεων DNA των κατηγορούμενων, χρεώνοντας στο Δικαστήριο την πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας για την μη ανάγνωση τους .
Κατά την εισαγγελική αίτηση η σχετική ένσταση, αφορώντας την ακυρότητα πράξεων της προδικασίας, μπορούσε να προταθεί μόνον κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 174 ΚΠΔ.
Όμως η ένσταση της μη ανάγνωσης δεν συνιστούσε ένσταση ακυρότητας πράξεων της προδικασίας, αλλά αντιρρήσεις περί την ανάγνωση εγγράφων που δεν έχουν συνταχθεί με τους νόμιμους τύπους κατά το άρθρο 362 ΚΠΔ, δικαίωμα που ασκείται στα πλαίσια της προφορικότητας της ποινικής δίκης και της αρχής της ισότητας των όπλων.
Στην προκείμενη περίπτωση οι εκθέσεις DNA συντάχθηκαν χωρίς ποτέ να έχει ληφθεί γενετικό υλικό από τους συλληφθέντες και χωρις ποτέ να έχει διαταχθεί η λήψη από αρμόδιο εισαγγελέα ή ανακριτή, όπως ο νόμος απαιτεί, αλλά με βάση παρελθούσες εκθέσεις των εργαστηρίων της αστυνομίας, προηγούμενων ετών, και ουδέποτε τους γνωστοποιήθηκε το αποτέλεσμα της ανάλυσης, το πόρισμα του οποίου συντάχθηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2021.
Οι κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση αυτού μόνον με την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, το οποίο ηταν κατά το νόμο αμετάκλητο. Ως εκ τούτου, δεν τους δόθηκε ποτέ η δυνατότητα να προτείνουν την ακυρότητα και να προσβάλουν το κύρος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.
Έχει ενδιαφέρον δε, ότι, και κατά την εισαγγελική πρόταση, οι εκθέσεις αυτές πράγματι δεν τηρούσαν τον νόμιμο τύπο κατά την έκδοση τους, αλλά το σχετικό άρθρο του νόμου (201 ΚΠΔ) τροποποιήθηκε, εν συνεχεία, με το ν. 4855/21 και εξαιρέθηκαν από τις προστατευτικές για τους κατηγορούμενους διατάξεις του τα αυτόφωρα εγκλήματα. Οι διατάξεις αυτές, κατά την εισαγγελική πρόταση, ως πολιτικοδικονομικού χαρακτήρα, έπρεπε να εφαρμοστούν αναδρομικά και στην παρούσα υπόθεση, καταλαμβάνοντας και τις εκκρεμείς υποθέσεις.
Πέραν του προβληματισμού ως προς την εγκυρότητα μιας τέτοιας άποψης, η δυσμενής αυτή τροποποίηση που έγινε με τον άνω νόμο, δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021, όταν δηλαδή η ανάκριση είχε περαιωθεί, οι κατηγορούμενοι είχαν αμετάκλητα παραπεμφθεί στο ακροατήριο, και η δίκη τους είχε ολοκληρωθεί.
Είναι δε στο φάσμα του παραλόγου να ζητείται από έναν εισαγγελέα να θεωρείται νόμιμο και να μπορεί να νομιμοποιείται εκ των υστέρων, και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, με παρέμβαση στο νομοθετικό πλαίσιο, παράλειψη του νόμιμου τύπου που κατά τον χρόνο της εκτέλεσης της πράξης ήταν επιβεβλημένος και αφορά τα κρίσιμα δικαιώματα της υπεράσπισης του κατηγορούμενου.
Η δεύτερη βασική αιτίαση της εισαγγελικής αίτησης είναι η έλλειψη της απαιτουμένης από το νόμο και το Σύνταγμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, που επικεντρώνεται, όπως είπα, στην κατηγορία περί τρομοκρατικής οργάνωσης με μέλη τους κατηγορούμενους και διευθυντή τον πρώτο από αυτούς.
Οπως κρίνεται από το ανώτατο δικαστήριο, με σταθερή νομολογία εδώ και δεκαετίες, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα των αποδεικτικών μέσων, ούτε μπορούν να αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η αξιολόγηση από το δικαστήριο της ουσίας της αποδεικτικής σημασίας και βαρύτητας συγκεκριμένων εγγράφων και καταθέσεων ή η αμφισβήτηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο από τη λειτουργική συσχέτιση και συναξιολόγηση του περιεχομένου των αποδεικτικών μέσων, γιατί στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση για την κατάφαση της συνδρομής των στοιχείων των εγκλημάτων που περιγράφονται στο άρθρο 187Α ΠΚ απαιτείται η συνδρομή
α) ενός αντικειμενικού στοιχείου, που αφορά το περιγραφόμενο έγκλημα το οποίο απαιτεί να τελείται «με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα» και
β) ενός υποκειμενικού στοιχείου που αφορά τον σκοπό (υπερχειλής δόλος) και είναι αυτό του «σοβαρού εκφοβισμού του πληθυσμού ή ιι) παράνομου εξαναγκασμού δημόσιας αρχής σε εκτέλεση ή αποχή πράξης ή ιιι) σοβαρής βλάβης ή καταστροφής των θεμελιωδών, πολιτικών, οικονομικών, δομών μιας χώρας.
Καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις και στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης δεν προέκυψε και δεν προκύπτει από το σύνολο της δικογραφίας και της διαδικασίας της πληττόμενης απόφασης, πολύ περισσότερο που να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, κανένα από τα ποιοτικά, ποσοτικά και χρονικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας οργάνωσης, όπως ιεραρχική δομή, πολυμελής συγκρότηση, με διακριτούς και αλληλένδετους ρόλους των μελών της, που επιδίωκαν κοινό εγκληματικό σκοπό και με στόχο τη διαρκή δράση, με αρχηγό τον πρώτο κατηγορούμενο που έδινε γενικές κατευθύνσεις αναφορικά με την επιχειρησιακή δράση των άλλων μελών της ομάδας, δεν προέκυψε .
Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε τις κατηγορίες αυτές σε βάρος των 11 προσφύγων κρίνοντάς τες αβάσιμες και αναπόδεικτες.
Για την επίδικη οργάνωση την οποία αποδίδεται στους κατηγορούμενους ότι συγκρότησαν το 2018 και στον πρώτο ότι την διεύθυνε, αυτή του DHKPC, κανένα στοιχείο δεν εισφέρθηκε κατά τη διαδικασία. Ο μάρτυρας αστυνομικός δεν είχε κανένα στοιχείο να καταθέσει περί αυτής και περί του τρομοκρατικού της χαρακτήρα, πέραν της καταχώρησής της στον σχετικό κατάλογο της ΕΕ, το 2012. Κανένα περιστατικό έκνομης δράσης, και μάλιστα με τα χαρακτηριστικά της τρομοκρατικής δράσης, δεν προέκυψε και δεν εισφέρθηκε στη διαδικασία.
Κανένα στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ενεργούσε ως διευθυντής, κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει οποιαδήποτε οργανική, δική του σχέση με την οργάνωση αυτή που δρα στην Τουρκία (επικοινωνία, σχέσεις με μέλη, συμμετοχή ή αναφορά σε δράσεις, είτε οποιαδήποτε άλλο στοιχείο οργανικής σχέσης), καμία πρόθεση δράσης εχθρικής προς τη χώρα μας δεν αναφέρθηκε ποτέ κατά τη διαδικασία, ούτε με οποιοδήποτε τρόπο, οποτεδήποτε και οπουδήποτε ,και ούτε φυσικά ο οποιοσδήποτε και ούτε ο μάρτυρας αστυνομικός κατέθεσε ποτέ ή υπονόησε πρόθεση τυχόν ή σχέδια και σχεδιασμούς εχθρικούς προς τον πληθυσμό της χώρας και προς εκφοβισμό του πληθυσμού της χώρας μας είτε οποιασδήποτε άλλης χώρας.
Επομένως κανένα στοιχείο αντικειμενικής ή υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων που περιγράφονται στις διατάξεις του άρθρου 187Α ΠΚ περί τρομοκρατικού εγκλήματος δεν προέκυψε και το μόνο στοιχείο υποστήριξης της κατηγορίας που εισφέρθηκε από τον μάρτυρα αστυνομικό ήταν η αυθαίρετη και αόριστη γνώμη του στο ακροατήριο «εγώ έτσι νομίζω»!
Οι εικασίες όμως του μάρτυρα δεν επαρκούν και δεν μπορούν να αιτιολογούν μια καταδικαστική απόφαση.
Κανένα στοιχείο, εξάλλου, δεν εισέφερε ο μάρτυρας και ούτε προέκυψε από την διαδικασία σε σχέση με τον υποτιθέμενο τρομοκρατικό χαρακτήρα που αποδίδει η κατηγορία στο σακίδιο με όπλα που ο πρώτος κατηγορούμενος δέχθηκε ότι κατά παράκληση άλλου πρόσφυγα μετέφερε και απέκρυψε προς φύλαξη στο ξενώνα διαμονής των προσφύγων το βράδυ πριν τη σύλληψη, με σκοπό να του τα αποδώσει στη συνέχεια μετά από λίγες μέρες.
Κανένα στοιχείο δεν εισέφερε ο μάρτυρας και δεν προέκυψε από την διαδικασία που να μπορεί να στηρίξει τον κακουργηματικό χαρακτήρα αυτής της μεταφοράς, πολύ περισσότερο τον τρομοκρατικό χαρακτήρα κατά τις διατάξεις του 187Α.
Κατά την παγία θέση της νομολογίας ο σκοπός διάθεσης σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος ή ο σκοπός παρανόμου εφοδιασμού ομάδων, οργανώσεων κλπ, πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού, για την κατάφαση της κατηγορίας, αλλιώς εφαρμόζεται η πλημμεληματική μορφή της αξιόποινης πράξης της κατοχής και διάθεσης όπλου.
Το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, αιτιολογώντας πλήρως την απόφασή του, απέρριψε μια τέτοια εκδοχή και καταδίκασε τον πρώτο κατηγορούμενο και μόνον, με τις διατάξεις της απλής κατοχής για τον οπλισμό αυτό που μετέφερε με σακίδιο εκείνο το βράδυ πριν τη σύλληψη.
Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε αιτιολογημένα την υπόθεση ότι υπάρχει και δρα στην Ελλάδα μια οργάνωση που η δράση της αφορά την Τουρκία, αρνούμενο να στηρίξει μια άποψη που συνιστά αποδοχή της ρητορικής του τουρκικού καθεστώτος εναντίον της χώρας μας. Και όπως στην απόφαση επισημαίνεται, ποτέ μέχρι σήμερα δικαστήριο στη χώρα δεν απάντησε καταφατικά σε μία τέτοια υπόθεση. Μια διαφορετική παραδοχή θα αποτελούσε ένα πολύτιμο δώρο για τις πολιτικές του καθεστώτος της γείτονος και εξαιρετικά επικίνδυνη εξέλιξη για εμάς.
Η αγόρευση του Θανάση Καμπαγιάννη
Με την αίτηση αναίρεσης του κυρίου εισαγγελέα καλείστε να κρίνετε το περιεχόμενο της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που κατά τη γνώμη μας διόρθωσε μια καταφανή περίπτωση κακοδικίας στα ποινικά μας χρονικά, που είχε λάβει χώρα με την πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Η βασική αρετή της απόφασης του Πενταμελούς είναι ότι ξήλωσε την αρχή της συλλογικής ευθύνης, την αρχή “όλοι για όλα”, που είχε εμφιλοχωρήσει στην απόφαση του Τριμελούς Εφετείου.
Με λύπη μας διαπιστώνουμε ότι η αρχή αυτή επανέρχεται στην αίτηση αναίρεσης του κυρίου Εισαγγελέα. Γράφει ο κύριος εισαγγελέας: “Η απόφαση του Β Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών κήρυξε αθώους κατά πλειοψηφία τους ως άνω κατηγορούμενους για τις πράξεις της ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ο δε πρώτος ως ηγετικό στέλεχος αυτής με ρόλο της διεύθυνσης” (σελ. 37 της αίτησης αναίρεσης).
Όχι κυρία Πρόεδρε, δεν είναι έτσι. Οι 10 από τους 11 κατηγορηθέντες δεν αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία, αθωώθηκαν ομόφωνα και μάλιστα με απαλλακτική εισαγγελική πρόταση. Το γεγονός ότι άλλες αποφάσεις του Πενταμελούς ελήφθησαν κατά περίπτωση με πλειοψηφία και μειοψηφία δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στην ομόφωνη απαλλακτική απόφαση που έλαβε το Πενταμελές Εφετείο όσον αφορά τους 10 κατηγορουμένους.
Το ότι ο κύριος εισαγγελέας δεν διακρίνει τις αποφάσεις που ελήφθησαν για έκαστο τον κατηγορουμένων αποτελεί μια ιδιαίτερα προβληματική πτυχή της αιτήσεώς του. Σε περίπτωση μάλιστα που το δικαστήριο σας αποφασίσει να κάνει δεκτή την αίτηση αναίρεσης και για την συμπροσβαλλόμενη απόφαση αναστολής της ποινής θα σημάνει ότι κατηγορούμενοι που αθωώθηκαν ομόφωνα στο πλαίσιο μιας μακράς και πολυτελούς αποδεικτικής διαδικασίας με σύμφωνη εισαγγελική πρόταση, θα πρέπει να επιστρέψουν στη φυλακή, κάτι το οποίο εμείς ως υπερασπιστές τους θεωρούμε αδιανόητο.
Όσον αφορά την έλλειψη σαφούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (462/2023)
Κάποιες σκέψεις για τους λόγους που παραθέτει ο κύριος εισαγγελέας υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή των κατηγορούμενων, χαρακτηρίζοντας την αιτιολογία επιλεκτική.
Γράφει ο κύριος εισαγγελέας ότι το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψιν του ένορκες εξετάσεις μαρτύρων που περιέχονται στα αναγνωστέα έγγραφα της απόφασης, Μια ανάγνωση ωστόσο των συγκεκριμένων μαρτυρικών καταθέσεων αποδεικνύει ότι αυτές ουδόλως κρίσιμες είναι για την υπό εκτίμηση υπόθεση. Μάλιστα η ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων αποδεικνύει ότι ούτε εκεί αναφέρονται στο σκεπτικό οι συγκεκριμένες μαρτυρικές καταθέσεις …
Γράφει περαιτέρω ο κύριος εισαγγελέας ότι η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου δεν έλαβε υπόψιν της τη μαρτυρική κατάθεση του αστυνομικού Λαμπρόπουλου Φώτιου. Ωστόσο από μία επισκόπηση του σκεπτικού της απόφασης του Πενταμελούς προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε σοβαρά υπόψιν της τη συγκεκριμένη κατάθεση, κατέληξε ωστόσο στο συμπέρασμα ότι αυτή – όσον αφορά τη μείζονα κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης – βασίζεται σε κρίσεις και σε εκτιμήσεις, όχι όμως σε γεγονότα και αποδείξεις που είναι απαραίτητα στην διαδικασία στο ακροατήριο, και μάλιστα του δευτέρου βαθμού. Για παράδειγμα, όσον αφορά τη σήραγγα κάτω από την διώροφη οικία, ο αστυνομικός ουδέν στοιχείο προσκομίζει για το πότε αυτή ανοίχθηκε και από ποιους, παρά μόνο δηλώνει την πεποίθησή του ότι αυτή ανοίχθηκε από τους κατηγορούμενους, με μόνο στοιχείο ότι αυτοί βρέθηκαν εντός της οικίας κατά την αστυνομική επιχείρηση.
Εντοπίζει ο κύριος εισαγγελέας αντίφαση στο σκεπτικό της απόφασης του Πενταμελούς ανάμεσα στα συμπεράσματα των αστυνομικών αρχών κατά την αστυνομική επιχείρηση και την μη απόδειξη του κατηγορητηρίου στο ακροατήριο. Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, δεν πρόκειται για αντίφαση αλλά για υπόδειξη της αυτονόητης διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στις ενδείξεις της προδικασίας και την αναγκαιότητα πλήρους απόδειξης για να καταδικαστεί κάποιος κατηγορούμενος στο ακροατήριο.
Συμπερασματικά κυρία Πρόεδρε, αν ο οποιοσδήποτε δικηγόρος έγραφε μια αίτηση αναίρεσης με το περιεχόμενο της αίτησης του κυρίου Εισαγγελέα, είναι αυτονόητο ότι το Δικαστήριό σας θα την απέρριπτε επικαλούμενο την αρχή της ηθικής απόδειξης. Τις αποφάσεις αυτές του Δικαστηρίου σας θα τις επικαλεστούμε στο υπόμνημά μας.
Όσον αφορά το DNA (40/2023)
Όσον αφορά την αίτηση αναίρεσης για τη μη ανάγνωση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης για το DNA, θα αναφερθούμε με πληρότητα στο υπόμνημά μας, θέλω ομως να πω το εξής.
Λέει ο κύριος εισαγγελέας ότι τυγχάνει εφαρμογής η νέα διάταξη του άρθρου 201 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όπως τροποποιήθηκε με το α. 116 του νόμου 4855/2021, σύμφωνα με την οποία εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα από τις εγγυητικές διατάξεις των άρθρων 204 έως 208.
Και ναι μεν η αναδρομική ισχύς του νέου δικονομικού κανόνα καταλαμβάνει και εκκρεμείς υποθέσεις, ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ μόνον ως προς το ατέλεστο μέρος τους. Ο νέος δικονομικός κανόνας καταλαμβάνει το διαδικαστικό μέρος της δίκης που συντελείται μετά την θέσπισή του, όχι όμως και τις διαδικαστικές πράξεις που είχαν τελεστεί μέχρι την έναρξη ισχύος του. Όταν η νέα δικονομική διάταξη θίγει ουσιώδη συμφέροντα και δικαιώματα και οδηγεί σε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορούμενου, ο δυσμενέστερος δικονομικός νόμος δεν μπορεί να έχει εφαρμογή για πράξεις πριν την έναρξη ισχύος του ούτε μπορεί να κριθούν τετελεσμένες διαδικαστικές πράξεις υπό το πρίσμα του νεότερου δυσμενέστερου δικονομικού κανόνα.
Εν προκειμένω, μάλιστα, η λήψη DNA των κατηγορούμενων δεν έλαβε χώρα δυνάμει της επίδικης δικογραφίας. Είχε λάβει χώρα τα έτη 2016 και 2018, έγγραφα δε για τη νομότυπη λήψη του DNA δεν υπάρχουν στη δικογραφία. Οι μόνες εκθέσεις που υπήρχαν ήταν η αντιπαραβολή του DNA των κατηγορούμενων με υλικό που συνελέγη στην διώροφη κατοικία, εκθέσεις που διεξήχθησαν και παρεδόθησαν τον Φεβρουάριο του 2021, ένα έτος μετά την αστυνομική επιχείρηση. Κατά τη διεξαγωγή αυτής της έκθεσης, οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν τα δικονομικά τους δικαιώματα και για τον λόγο αυτό ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε να μην αναγνώσει τις επίμαχες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης.
Όσον αφορά την απόφαση αναστολής (29/2023)
Η απόφαση αναστολής δεν ήταν μόνο μια σύννομη απόφαση, επαρκώς αιτιολογημένη, αναφερόμενη στην κατάθεση της μάρτυρα γιατρού που εξέτασε τους κατηγορούμενους που βρίσκονταν τότε ήδη σε πολυήμερη απεργία πείνας. Ηταν μια σοφή απόφαση και τούτο γιατί η Διοίκηση του Συμβουλίου Εφετών, αν και το επιθυμούσε, αδυνατούσε για πρακτικούς λόγους να δώσει περισσότερες δικασίμους ώστε να ολοκληρωθεί η δίκη εντός του μηνός Ιανουαρίου (όπως είδατε η δίκη τελικά ολοκληρώθηκε την 10η Μαρτίου 2023). Ήρθε λοιπόν το δικαστήριο αντιμέτωπο με το δίλημμα να διακινδυνεύσει την υγεία των κατηγορούμενων εν επιδικία ή να χορηγήσει την αναστολή. Έπραξε το δεύτερο και δικαιώθηκε καθώς οι κατηγορούμενοι ήταν άπαντες παρόντες και παρούσες μέχρι και κατά την ανακοίνωση της απόφασής του.
Κυρία Πρόεδρε,
Το Πενταμελές Εφετείο δίκασε τη συγκεκριμένη υπόθεση επί 10 δικασίμους, από τον Νοέμβριο του 2022 μέχρι τον Μάρτιο του 2023, σε περίοδο που ο Πρόεδρος Ερντογάν δήλωνε σε καθημερινές δηλώσεις του ότι θα βομβαρδίσει με πυραύλους την Αθήνα. Μια βδομάδα μετά την αστυνομική επιχείρηση το 2020, υπουργός του Ερντογάν πανηγύριζε στα τουρκικά ΜΜΕ ότι η επιχείρηση έγινε κατόπιν απαίτησης της τουρκικής κυβέρνησης. Το γεγονός ότι οι δικαστές που δίκασαν αυτή την υπόθεση αγνόησαν αυτές τις πιέσεις, τους περιποιεί τιμή. Οι εντολείς μας αναμένουν ότι και το δικαστήριο σας θα κάνει το ίδιο.