Τον έσπασαν στο ξύλο μαζί με άλλους συναδέλφους του, του άνοιξαν το κεφάλι, τον έδεσαν με χειροπέδες και τον κουβάλησαν στη ΓΑΔΑ, ενώ είχε άμεση ανάγκη από νοσοκομειακή περίθαλψη. Για να τον πάνε στο νοσοκομείο, του είπαν να δηλώσει ότι δεν επιθυμεί τη δίωξη κανενός αστυνομικού για τα τραύματα που του είχαν επιφέρει. Ενα εικοσάχρονο παιδί είναι ο φοιτητής Ομηρος Πρώιος, που δεν είχε βρεθεί ξανά σ’ αυτή τη θέση: αιμόφυρτος, ζαλισμένος, απειλούμενος με βαριές κατηγορίες (ενώ ήξερε ότι δεν είχε κάνει τίποτα). Τους είπε ότι δεν επιθυμεί τη δίωξη αυτών που τον χτύπησαν. Τότε τον πήραν με περιπολικό και τον πήγαν στο νοσοκομείο για να του ράψουν οι γιατροί τα τραύματα. Κι εκεί, στο νοσοκομείο, στο ενδιάμεσο από δυο διαδοχικές επισκέψεις στους γιατρούς, του έδωσαν μια κατάθεση και του είπαν να την υπογράψει. Δεν τη διάβασε καν. Υπέγραψε για να ξεμπλέξει και να πάει σπίτι του. Τι υπέγραψε; Ιδού το κείμενο της κατάθεσής του:
«Είμαι φοιτητής στο Φυσικό Τμήμα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Σήμερα συμμετείχα ως ομάδα περιφρούρησης στο μπλοκ της Νομικής Σχολής Αθηνών κατά την προγραμματισμένη πορεία των φοιτητών στο κέντρο της Αθήνας. Περί ώρα 15:50 και ενώ βρισκόμασταν στο ύψος του ξενοδοχείου «ΤΙΤΑΝΙΑ» έσπασε το μπλοκ περιφρούρησης καθώς δεχθήκαμε χημικά από τους Αστυνομικούς. Στη συνέχεια τραπήκαμε όλοι σε φυγή, προς την πλατεία Ομονοίας. Επειδή εγώ δεν μπορούσα νε τρέξω λόγω αδυναμίας στην αναπνοή με πρόλαβε ένας Αστυνομικός ο οποίος με χτύπησε με το γκλομπ στο κεφάλι. Επειτα με χτύπησε στα πλευρά και με κλότσησε στο δεξί πόδι όπου έπεσα κάτω. Ετσι με ακινητοποίησε και μου πέρασε χειροπέδες. Στη συνέχεια με περιπολικό με οδήγησαν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Θεωρώ ότι η ανωτέρω ενέργεια έγινε κατόπιν εντάσεως και λόγω των επεισοδίων που έγιναν από άτομα που δεν ανήκαν στο μπλοκ της Νομικής αλλά από άτομα του αναρχικού χώρου που παρείσφρυσαν με τη βία στην πορεία που εμείς πραγματοποιούσαμε και φυσικό επακόλουθο είναι οι Αστυνομικοί να μη μπορούν να ξεχωρίσουν ποια άτομα ανήκαν στους διαδηλωτές και ποια στους ταραχοποιούς. Για το λόγο αυτό δικαιολογώ οτιδήποτε συνέβη και δεν επιθυμώ την τιμωρία κανενός Αστυνομικού και πόσο μάλλον την ποινική δίωξη οποιουδήποτε Αστυνομικού. Επίσης δεν έχω οποιαδήποτε οικονομική ή πάσης φύσεως άλλη διεκδίκηση και απαίτηση από κανέναν. Ως μέλος της ομάδας περιφρούρησης στην πορεία κατανοώ απόλυτα τη δύσκολη θέση των Αστυνομικών και συμπάσχω μαζί τους. Τίποτε άλλο δεν έχω να προσθέσω και υπογράφω».
Περιττεύει να πούμε ότι αυτά δεν είναι λόγια ενός εικοσάχρονου φοιτητή. Ακόμα και η γλώσσα και η φρασεολογία είναι γλώσσα μπάτσου. Γλώσσα μπάτσου που προσπαθεί να «καθαρίσει» συναδέλφους του από ποινικές ευθύνες και να δημιουργήσει ένα μάρτυρα υπεράσπισής τους από τις κατηγορίες που ήδη εκτοξεύονταν απ’ όλα τα ΜΜΕ.
Ο εισαγγελέας που πήρε όλο το υλικό της δικογραφίας κάλεσε τον φοιτητή ως μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη των τεσσάρων συναδέλφων του, που συνελήφθησαν όπως αυτός και παραπέμφθηκαν με βαριές κατηγορίες. Δεν ήθελε απ’ αυτόν να πει τίποτα σε βάρος των συναδέλφων του. Να βγάλει λάδι μπάτσους ήθελε. Να χρησιμοποιήσει τον φοιτητή σαν ασπίδα για τα πυρά που θα δέχονταν τα ανθρωποειδή στο δικαστήριο από κατηγορούμενους, μάρτυρες και συνηγόρους υπεράσπισης.
Ετσι έμαθε και ο Ομηρος τι «είχε καταθέσει». Και φυσικά οργίστηκε. Και μίλησε και κατήγγειλε. «Το μόνο που τους είπα είναι ότι δεν επιθυμώ την ποινική δίωξη του αστυνομικού. Οχι,όμως να με εμφανίζουν ότι συμπάσχω κιόλας με τις αστυνομικές δυνάμεις», μας είπε. Και συνέχισε: «Βρισκόμουν υπό το κράτος ψυχολογικής βίας,ήμουν τραυματισμένος και δεν είχα μιλήσει με δικό μου άνθρωπο έξι ώρες. Δεν γνώριζα τα δικαιώματά μου, ήμουν ζαλισμένος, ήταν άλλωστε μόλις η δεύτερη πορεία στην οποία πήγαινα. Είπα τι έγινε και όταν με ρώτησαν αν επιθυμώ την ποινική δίωξη του αστυνομικού απάντησα όχι. Τίποτ’ άλλο». Κατηγορηματικός ήταν και για το πού υπέγραψε. «Δεν ξέρω που την έγραψαν την κατάθεση, εγώ πάντως την υπέγραψα στο νοσοκομείο»!
Εχει σημασία αυτό; Φυσικά και έχει. Γι’ αυτό και αποκρύβουν το γεγονός. Στο έντυπο της κατάθεσης, την οποία πήραν ο υπαστυνόμος Β’ Γεωργίου Κων/νος και ο υπαστυνόμος Α’ Βασιλακόπουλος Μάριος αναφέρεται ότι αυτή δόθηκε στη ΓΑΔΑ (Λ. Αλεξάνδρας 173) μεταξύ 20.50’ και 21,15’. Ο φοιτητής δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί ακριβώς την ώρα που τον πήγαν στο νοσοκομείο, εμείς όμως υποψιαζόμαστε ότι και η ώρα είναι ψεύτικη. Αισθάνονταν τόσο σίγουροι για το μαγείρεμα που δεν έδωσαν καμιά σημασία σε τέτοιες… λεπτομέρειες.
Αυτά είναι τα «στρατιωτάκια ακίνητα κι αμίλητα» του Πολύδωρα. Δεν διστάζουν να οργανώσουν ακόμα και τόσο χοντροκομμένες σκευωρίες, νομίζοντας ότι το θύμα τους θα είναι εσαεί τρομοκρατημένο, όπως ήταν όταν το είχαν στο έλεός τους. Φυσικά, εδώ έχουμε και μια σειρά από καραμπινάτα αδικήματα. Ομως αυτό είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει εμάς. Η πολιτική πλευρά του πράγματος είναι που μας ενδιαφέρει κι αυτή καταγγέλλουμε.