Δημοσιεύουμε άρθρο που μας έστειλε η Πόλα Ρούπα, πολιτική κρατούμενη, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, στο οποίο, απ’ αφορμή τη μεταχείριση του συντρόφου της Νίκου Μαζιώτη, στον οποίο αρνούνται στοιχειώδη δικαιώματα, όπως η χορήγηση της κανονικής άδειας που δικαιούται, αναφέρεται στα γενικότερα ζητήματα της «αντιτρομοκρατικής» καταστολής και στην απο-πολιτικοποίηση του φαινομένου της βίαιης αντικαθεστωτικής δράσης, την οποία τα αστικά συστήματα εξουσίας αναγνώριζαν παλαιότερα ως πολιτικό «έγκλημα».
Η άρνηση χορήγησης άδειας στον σύντροφο Νίκο Μαζιώτη για δεύτερη φορά είναι μια πράξη πολιτικής εκδίκησης και μόνο, αφού κανένας νομικός ή σωφρονιστικός κανόνας δεν τη δικαιολογεί. Η επίκληση πειθαρχικών από την εισαγγελέα της φυλακής, που έχουν λήξει πριν από ένα και πλέον χρόνο και που είχαν γίνει πριν από 4 χρόνια, παραβιάζει και τον ίδιο τον σωφρονιστικό κώδικα που προβλέπει την παραγραφή των πειθαρχικών από τη στιγμή που παύει η ισχύς τους και συνεπώς δεν προβλέπεται η χρησιμοποίησή τους ως αιτιολόγηση μιας τέτοιας απόφασης. Ακόμα και για τη χορήγηση της υφ’ όρον αποφυλάκισης κρατουμένων, σύμφωνα με το νέο ποινικό κώδικα, η επίκληση και μόνο πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγησή της (άρθρο 106 παρ. 1 ΠΚ).
Oπως και να έχει όμως, όποια αιτιολόγηση και αν επικαλείται το συμβούλιο της φυλακής για τον σύντροφο Ν. Μαζιώτη, είναι δεδομένο πως πρόκειται για μια απόφαση με πολιτικό υπόβαθρο που εκκινείται από την εικόνα που παρουσιάζει η εκτελεστική εξουσία και τις κατά καιρούς δημόσιες παρεμβάσεις εκπροσώπων της για εμάς και ειδικά για τον σύντροφο. Χαρακτηριστική είναι η δημόσια δήλωση του τέως υπουργού «Προστασίας του Πολίτη» Β. Κικίλια, ο οποίος προχώρησε την άνοιξη του 2019 σε ωμή δημόσια παρέμβαση για την δικαστική απόφαση του εφετείου που εκδίκαζε την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στο κτίριο της ΤτΕ (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ, για το γεγονός ότι δε καταδικάστηκε ο σύντροφος σε ισόβια κάθειρξη, όπως έγινε πρωτοδίκως, και για την προοπτική ότι θα αποφυλακιζόταν… «μετά από… δύο χρόνια».
Δεν μπορούμε παρά να δούμε ως κίνηση συμμόρφωσης του συμβουλίου, και ειδικά της εισαγγελέως, προς την κυβερνητική επιθυμία, την άρνηση για δεύτερη φορά χορήγησης άδειας στον Ν. Μαζιώτη. Και μάλιστα, όταν ο ίδιος έχει παραμείνει στη φυλακή 8,5 χρόνια έχοντας υπερβεί εδώ και καιρό το όριο της καθαρής κράτησης για τις ποινές που του έχουν επιβληθεί με βάση το νέο ποινικό κώδικα (6 χρόνια και 8 μήνες), ενώ τον Ιανουάριο του 2022 και αφού έχει εκτίσει 9 χρόνια στη φυλακή, θα έχει συμπληρώσει τα προβλεπόμενα 3/5 της συνολικής ποινής κράτησης με οποιονδήποτε τρόπο (πρόκειται για τον συνυπολογισμό που σήμερα προβλέπεται στην περίπτωσή μας, στα 12 χρόνια). Στον σωφρονιστικό κώδικα πριν τις πρόσφατες αλλαγές προβλεπόταν χορήγηση άδειας σε κρατούμενους εφόσον είχαν εκτίσει το 1/5 της ποινής τους. Δηλαδή στα 20 χρόνια κατά συγχώνευση που είναι η ποινή του συντρόφου (και η δική μου), το δικαίωμα άδειας ίσχυε για τα 4 έτη φυλάκισης. Δηλαδή, για τον Μαζιώτη, τεσσεράμισι χρόνια πριν!
Με βάση τον παλιό ποινικό κώδικα που ανώτερη ποινή ήταν τα 25 έτη, το δικαίωμά του αυτό θα ίσχυε στα 5 έτη παραμονής στη φυλακή, δηλαδή πριν 3,5 χρόνια. Η αλλαγή του ορίου στο οποίο επιτρέπεται να χορηγηθεί άδεια από το 1/5 στα 3/10, που έκανε αυτή η κυβέρνηση με τις τροποποιήσεις (προς το αυστηρότερο, πάντα) του σωφρονιστικού κώδικα, προβλέπει για την περίπτωση του συντρόφου, δικαίωμα άδειας στα 6 έτη, δηλαδή πριν 2,5 χρόνια. Δεδομένου όμως ότι εκκρεμούσαν αποφάσεις δικαστηρίων (σε ένα απ’ αυτά αθωώθηκε), δεν είχε την δυνατότητα να αιτηθεί άδεια νωρίτερα.
Τι ακριβώς ζητάνε από τον σύντροφο; Γιατί παραβιάζουν σε τέτοιο βαθμό ένα τέτοιο δικαίωμά του και μάλιστα ενώ έχει υπερβεί κατά πολύ ακόμα και το αυστηρότερο πλαίσιο χορήγησης άδειας που είναι το ισχύον και ενώ τελειώνει συνολικά την ποινή του σε λίγους μήνες;
Θα ήταν λάθος να εξηγήσουμε αυτή τη συμπεριφορά περιοριζόμενοι στις «ιδιομορφίες» των προσώπων που αποφασίζουν, αν και στην προκειμένη περίπτωση η αναλγησία που δείχνουν υπερβαίνει τη λογική όλης της προϊστορίας χορήγησης αδειών και της μεθοδολογίας που εφαρμόζεται. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται η «ακαταμάχητη» τάση των αρμόδιων κρατικών οργάνων να μην παρεκκλίνουν από τις προσταγές και τις επιθυμίες της εκτελεστικής εξουσίας, αφού σε αυτήν βρίσκονται οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι. Και αυτό, παρ’ όλο που είναι κατανοητό ευρέως και σε όλους τους αρμόδιους και μη, πως ο σύντροφος έχει υπερβεί κατά πολύ τα όρια παραμονής στη φυλακή που ο νόμος ορίζει ως απαραίτητα για να ασκήσει το δικαίωμά του να πάρει άδεια.
Είναι σαφές πως η κυβέρνηση αυτή της ΝΔ βασιζόμενη στο δόγμα «νόμος και τάξη» προχωρά συνεχώς σε όλο και πιο αυστηρά μέτρα τόσο στο ζήτημα του κοινωνικού ελέγχου και της καταστολής όσο και στην αντιμετώπιση των παραβατών του νόμου και το πλαίσιο εκτέλεσης των ποινών. Με το δόγμα αυτό επιχειρεί και ευελπιστεί να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω σε μια κοινωνία που βράζει από την καταπίεση, την εκμετάλλευση, την αύξηση της φτώχειας, τη ραγδαία περιθωριοποίηση. Σε μια κοινωνία που παράλληλα βυθίζεται στον ανταγωνισμό, όπως έχει εκπαιδευτεί από το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Συνδυασμός των παραπάνω είναι να αυξάνονται οι αντικοινωνικές συμπεριφορές, αφού όμως θέριεψαν πρώτα οι αντικοινωνικές, βάρβαρες και βίαιες πολιτικές από την εκτελεστική εξουσία, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Η κοινωνική αλληλεγγύη έχει ενταφιαστεί με τον θρίαμβο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και το πρώτο παράδειγμα το δίνει το κράτος με τα μέτρα και τις πολιτικές που επιβάλλει σε όλα τα επίπεδα (βλ. ασφαλιστικό, εργασιακό, εκπαιδευτικό κλπ). Αφού εκπαιδεύτηκε η κοινωνία στον άκρατο κοινωνικό ανταγωνισμό και το δαρβινισμό, την επιβίωση του ισχυρού και τον αφανισμό του αδύνατου, με την «πάταξη της εγκληματικότητας» η κυβέρνηση της ΝΔ δείχνει να επιδιώκει την εφαρμογή ενός ακραίου –έως σήμερα– ολοκληρωτισμού στον κοινωνικό έλεγχο.
Ο Ι. Μανωλεδάκης στο «Ασφάλεια και ελευθερία», συνδυάζοντας το ζήτημα της ποινικής καταστολής και της κρατικής πολιτικής, στην αντιμετώπιση της δράσης των δυναμικών αντιπάλων του καθεστώτος που στην ποινική φρασεολογία χαρακτηρίζεται «τρομοκρατία» έλεγε:
«Σε μια εποχή όπου η διακίνηση ανθρώπων και αγαθών έχει υπερπολλαπλασιαστεί, η τεχνολογία και τα έξυπνα μηχανήματα έχουν υποκαταστήσει την ανθρώπινη εργασία, αλλά και το “άνοιγμα της ψαλίδας“ ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, αναπτυγμένους, αναπτυσσόμενους ή υπανάπτυκτους δραματικά μεγαλώνει, η ασφάλεια του κοινωνικού χώρου δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται στα προηγούμενα επίπεδα, όσα μέτρα καταστολής και αν ληφθούν. Βιώνουμε μια κοινωνία κινδύνου, ιδίως οι προηγμένες χώρες της Δύσης, και αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση πως οφείλεται στο ίδιο το κοινωνικό μας σύστημα και, συνεπώς, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μέτρα ποινικής καταστολής, σε αποφασιστικό τουλάχιστον βαθμό. Αν τα μέτρα αυτά αυξηθούν υπερβολικά, θα οδηγήσουν σε αλλοίωση του συστήματος και μακροπρόθεσμα στην ανατροπή του. Καμία σιδερένια εξουσία δεν άντεξε ιστορικά. Αν πάλι επιδιώξουμε την ασφάλεια (σε απόλυτο πάντα βαθμό) χωρίς δραματική σκλήρυνση της εξουσίας, τότε είναι βέβαιο πως θα κινηθούμε προς τη λύση της ανατροπής του συστήματος πάλι, κάτι βέβαια που με ειρηνικά, “φυσιολογικά“ μέσα δεν μπορεί να επιτευχθεί, αφού ιστορική παλινδρόμηση με φυσιολογική εξέλιξη δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στη λογική της ιστορίας. Πρέπει λοιπόν (εκτός βέβαια από την περίπτωση επαναστατικής μεταβολής του συστήματος, και στα πλαίσια της υπάρχουσας δικαιικής τάξης) να συμβιβαστούμε με την ιδέα της σχετικής ασφάλειας του κοινωνικού χώρου, με παράλληλη διατήρηση της σχετικής ελευθερίας μας. Οποιος κινείται έξω από το σχήμα αυτό είτε σκέπτεται εντελώς αφηρημένα είτε έχει άλλες επιδιώξεις και όχι αυτές που προβάλλει. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ιστορικά, στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, η ποινική καταστολή –πέρα από την πραγματική αντιμετώπιση του εγκλήματος– έχει και έναν άλλο (μη ομολογούμενο επίσημα) προορισμό: Την ιδεολογική χειραγώγηση και τον αποφασιστικό έλεγχο των μαζών, τη δημιουργία “αποδιοπομπαίων τράγων“ του κοινωνικού χώρου για την περιθωριοποίηση και τελική εξόντωση των στοιχείων που την απειλούν “εκ των έσω“ (του εσωτερικού δηλαδή, εχθρού) και τον εκφοβισμό των δυσαρεστημένων ή των μη φρόνιμων πολιτών. ….Αν, τώρα, μεταφέρουμε το φαινόμενο αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου η εσωτερική εξουσία αντικαθίσταται ή μάλλον προστατεύεται και ποδηγετείται από μια παγκόσμια εξουσία –ή σε επιμέρους χώρους όπως η Ευρώπη, και από μια διεθνή εξουσία, που και αυτή ποδηγετείται από την παγκόσμια– τότε μπορούμε να εξηγήσουμε αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας και σε διεθνές επίπεδο σχετικά με την ποινική καταστολή του οργανωμένου εγκλήματος και ιδίως της τρομοκρατίας» (Ι. Μανωλεδάκης, «Ασφάλεια και ελευθερία», σελίδα 196-197-198, σημ. 1).
Τα παραπάνω ο Ι. Μανωλεδάκης τα έγραψε στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι επιστημονικοί αναλυτές του ποινικού δικαίου στηλίτευαν την πολιτική απόφαση της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να επιβάλει τον 187, το νόμο για την «αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και την τρομοκρατία». Παράλληλα, τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι αναλυτές του ποινικού δικαίου προάσπιζαν το δικαίωμα όσων διώκονται για «τρομοκρατική» δράση να αναγνωρίζονται –και να αντιμετωπίζονται από το νόμο– ως πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ υπεραμυνόταν της μη καταπάτησης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στο όνομα της ασφάλειας και της «πάταξης του εγκλήματος», αυτά δηλαδή που σήμερα γίνονται κορωνίδα της κρατικής πολιτικής από την εκτελεστική εξουσία.
Η απολυταρχία στην καταστολή είναι αδιαχώριστη και μάλιστα έπεται χρονικά της όλο και πιο σκληρής αντιμετώπισης των δυναμικών πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος και βαδίζει παράλληλα με τη μακρά ιστορία της αποξένωσής τους από την πολιτική –της βίαιης αποπολιτικοποίησής τους– που το κράτος επιβάλλει.
Κάποτε η συζήτηση-αντιπαράθεση για την αναγνώρισή τους ως πολιτικούς κρατούμενους ήταν ανοιχτή και αυτή η συζήτηση-αντιπαράθεση αφορούσε και τους ευνοϊκότερους όρους που αντιμετωπίζονταν από τα δικαστήρια αλλά και τις συνθήκες εκτέλεσης των ποινών. Τα άρθρα του Συντάγματος για το πολιτικό «έγκλημα», άρθρο 5 Σ. για τη μη έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράσης του, αρ. 97 Σ. για την εκδίκαση των πολιτικών «εγκλημάτων» από μικτά ορκωτά, άρθρα 3-4 Σ. που παρέχουν τη δυνατότητα χορήγησης αμνηστίας για τα πολιτικά «εγκλήματα» – και τα άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 29 Κ.Ποι.Δ. που παρέχει τη δυνατότητα στον υπουργό Δικαιοσύνης, ύστερα από απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, να αναβάλει την έναρξη της ποινικής δίωξης και να αναστείλει την ποινική δίωξη επ’ αόριστον για τα πολιτικά «εγκλήματα», αρ. 109 Κ.Ποιν.Δ που ορίζει τα μικτά ορκωτά ως αρμόδια για τα πολιτικά «εγκλήματα», αρ. 438 Κ.Ποιν.Δ για τη μη έκδοση διωκόμενου για πολιτικά «εγκλήματα») δείχνουν πως το πολιτικό «έγκλημα» εξακολουθεί να υπάρχει «εν υπνώσει» στο σύνταγμα και τους ποινικούς κώδικες για να θυμίζει πως κάποτε το κράτος όφειλε ευνοϊκότερη αντιμετώπιση για τους πολιτικούς κρατούμενους, τόσο στην ποινική αντιμετώπισή τους, –που έφτανε ως την απαλλαγή τους– όσο και στους όρους εκτέλεσης των ποινών.
Σε αυτή την ιστορία εντάσσεται και ο Νίκος Μαζιώτης, καθώς και το ζήτημα της άδειας που του αρνούνται πεισματικά να του χορηγήσουν, αλλά και η προαποφασισμένη επιλογή τους να μην του επιτρέψουν την υφ’ όρον απόλυση τη στιγμή που θα τη δικαιούται, η οποία επιλογή ενυπάρχει και διαφαίνεται μέσα στις δυο απορριπτικές αποφάσεις σχετικά με την άδεια. Αντί, δηλαδή, να αντιμετωπιζόμαστε ευνοϊκότερα λόγω της πολιτικής φύσης της δράσης μας, αντιμετωπιζόμαστε με τη μεγαλύτερη δυνατή σκληρότητα και εξαιρούμαστε ακόμα και από δικαιώματα που για τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων, είναι αυτονόητη η εφαρμογή τους.
«Η παραδοχή του πολιτικού χαρακτήρα ορισμένων εγκλημάτων έχει σκοπό την ευνοϊκότερη μεταχείριση του πολιτικού εγκληματία, σε σχέση με αυτόν του κοινού Ποινικού Δικαίου», έγραφε πριν 35 χρόνια ο Α. Λοβέρδος («Για την τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα», σελ.129). Και συμπλήρωνε πως «ένα πολιτικό υποκείμενο διατηρεί τη φυσιογνωμία του και στον χώρο του Δικαίου. Κατά τη φάση της απονομής δικαιοσύνης ή και κατά την έκτιση της ποινής, ο κατηγορούμενος ή κρατούμενος αντιστοίχως διατηρεί την πολιτική του ιδιότητα, με συνέπεια την ηθική του καταξίωση» (ό.π., σελ. 185, σημ. 147). Η αυστηρότερη αντιμετώπιση των δυναμικών πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος που προϋπέθετε αρχικά τη βίαιη «εξ’ εφόδου» (ό.π.) αποπολιτικοποίηση της δράσης τους, ορίζοντάς τη ως –μη πολιτική– τρομοκρατία. Ωθούν τους δυναμικούς αντιπάλους του καθεστώτος στις πιο ακραίες θέσεις της ποινικής «λίστας» τους, ανάγοντας τις «τρομοκρατικές» πράξεις τους ως τις πλέον ειδεχθείς από όλα τα «εγκλήματα» γιατί στρέφονται κατά της πολιτειακής εξουσίας. Δηλαδή, ακριβώς γιατί πρόκειται για πολιτικές πράξεις!.
Στην εποχή μας οι πολιτικοί κρατούμενοι εξαιρούνται ως «τρομοκράτες» από τις όποιες ευνοϊκές ρυθμίσεις υπήρχαν (και υπάρχουν) για το πολιτικό «έγκλημα», το οποίο τελικά απαξιώνεται, ενώ εξακολουθεί να φιγουράρει ως απολίθωμα στο σύνταγμα και τους ποινικούς κώδικες. Γιατί σήμερα –τουλάχιστον αυτή την «σκοτεινή» για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα περίοδο – το δίλημμα που είχε θέσει ο Ι. Μανωλεδάκης με το οποίο «ή θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το ενδεχόμενο (μερικής) ταύτισης της τρομοκρατίας με το πολιτικό “έγκλημα“… ή θα πρέπει να εγκαταλείψουμε και να τελειώνουμε με την έννοια του πολιτικού “εγκληματία“ θέτοντάς τη ως ιστορικά ξεπερασμένη έννοια στο χρονοντούλαπο της ιστορίας», φαίνεται ότι έχει απαντηθεί. Το πολιτικό «έγκλημα» είναι μια «παλιά», «αναχρονιστική» έννοια, «ασυμβίβαστη» με το σύγχρονο καθεστώς εξουσίας.
Η πρώτη οργανωμένη διακρατική προσπάθεια, που ξεκίνησε το 1977 με την σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την «καταστολή της τρομοκρατίας» και που αρχικά ναυάγησε γιατί πολλά κράτη αρνήθηκαν να την εντάξουν στο νομικό τους πλαίσιο, αφορούσε μια πολιτική επιταγή, επιβεβλημένη στη νομοθετική και δικαστική εξουσία: «Η χωρίς προηγούμενη οντολογική ανάλυση του φαινομένου “τρομοκρατία“ (και) αποπολιτικοποίησή του… έτσι όπως διατυπώθηκε στο άρθρο 1 της Σύμβασης … είναι σαφές ότι κινήθηκε στα όρια της πολιτικής επιταγής “να κατασταλεί με κάθε τρόπο η τρομοκρατία“, μιας επιταγής που απαιτούσε άμεσα να παρακαμφθούν όλα τα ειδικότερα ζητήματα που έθετε η επιστήμη του Ποινικού Δικαίου· πρόκειται δηλαδή, για περίπτωση αυταρχικής “αποπολιτικοποίησης“» (Α. Λοβέρδος, ό. π., σελ. 114, σημ. 2) … «Επιθυμία της συνδιάσκεψης είναι να στερηθεί η τρομοκρατία τα προνόμια του πολιτικού εγκλήματος και να τιμωρούνται οι δράστες της αυστηρότερα απ’ ό, τι οι δράστες των πολιτικών εγκλημάτων» (ό. π., σελ. 219). Και τελικά, με την πάροδο των χρόνων, όχι μόνο κατάφερε η εκτελεστική εξουσία να εξορίσει τη δράση των δυναμικών αντιπάλων του συστήματος εξουσίας από το πολιτικό της πλαίσιο «για να τιμωρούνται αυστηρότερα απ’ ό,τι οι δράστες των πολιτικών εγκλημάτων», αλλά φθάνουμε στις μέρες μας να επιβάλλεται από την εκτελεστική εξουσία ακόμα πιο αυστηρή αντιμετώπισή τους απ’ ό,τι στους δράστες του κοινού ποινικού κρατικού δικαίου. Να επιβάλλεται όλο και πιο σκληρό πλαίσιο εξαίρεσής τους από πλήθος δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται στην συντριπτική πλειοψηφία, αν όχι σε όλους, τους ποινικούς παραβάτες του νόμου.
Φαίνεται σαν να έχουν περάσει αιώνες –αν και έχουν περάσει 20 χρόνια– από τότε που αναγνωρισμένου κύρους νομικοί, όπως ο Μανωλεδάκης, εναντιώνονταν στον 187 (νόμο 2928/2001) και αργότερα τον 187Α (το νόμο για την τρομοκρατία) και υπεραμύνονταν της σχέσης πολιτικού «εγκλήματος» – τρομοκρατίας. Από τότε που όλοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλου, είτε αρνήθηκαν είτε παραιτήθηκαν (Ι. Μανωλεδάκης, Ν. Παρασκευόπουλος, Χρ. Αργυρόπουλος, Γ. Κασιμάτης, Αρ. Καρράς, Γ. Πανούσης κ.ά.), ενώ ο ν. 2928 ψηφίστηκε από 20 βουλευτές (8 του ΠΑΣΟΚ και 12 της ΝΔ) σε μια άδεια Βουλή.
Φαίνεται να έχουν περάσει αιώνες από τότε που αναλυτές του ποινικού δικαίου υπεραμύνονταν των δικαιωμάτων των πολιτικών κρατουμένων να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση. Από τότε που ο Α. Λοβέρδος έλεγε πως «στις περιπτώσεις της κλασικής πολιτικής τρομοκρατίας, το υποκείμενο που την ασκεί δεν μπορεί –παρά μόνο αυταρχικά– να αποκλειστεί από το χώρο της πολιτικής εγκληματικότητας, διότι πληροί τα χαρακτηριστικά της. Και η λύση αυτή –παρά τις αδυναμίες της– έχει το πλεονέκτημα να κινείται στα όρια της (συνδεδεμένης, βέβαια, με άλλες επιστήμες όπως η οικονομία ή η πολιτική κοινωνιολογία) ποινικής επιστήμης, παρουσιάζεται ως η προσφορότερη, αφού η αποδεκτή σήμερα άποψη της αποπολιτικοποίησης ξεφεύγει από την ποινική επιστήμη και περνά στον χώρο των προσπαθειών χρησιμοποίησης του Ποινικού Δικαίου για τη εξυπηρέτηση του τακτικού πολιτικού στόχου της καταστολής της τρομοκρατίας» («Για τη τρομοκρατία και το πολιτικό έγκλημα», σελ. 230)
Φαίνεται σαν να έχουν περάσει ακόμα περισσότεροι αιώνες από τότε που ο Ι. Ζαχαρόπουλος έγραφε το 1929: «…διότι, όντως, ο πολιτικός εγκληματίας ούτε εχθρός της κοινωνίας είναι ούτε άγεται εις τας πράξεις του εξ’ ελατηρίων υλικών. Σημαιοφόρος νέων ιδεών και εξ’ ευγενεστάτων αφορμώμενος συνήθως αρχών ας απολαμβάνει ως υπηρετικάς των αληθών συμφερόντων της πατρίδος του, είναι κατά τούτο μόνο ατυχής, καθόσον προχωρεί εις τας ατραπούς της προόδου ταχύτερον από τους συγχρόνους του, προς πραγμάτωσιν δε των σκοπών του επί ταχείαν των οποίων πλήρωσιν φιλοδοξών σπεύδει, μεταχειρίζεται μέσα και βίαια και αντικανονικά και αθέμιτα επί εξουδετερώσει της αντιδράσεως, καθ’ όσον αγνοεί φραγμούς εν τη πολλάκις παραφόρω ιδεολογία του. Κατ’ ουδένα συνεπώς τρόπον δύναται να παραβληθεί προς τον κακoποιόν, κλέπτην ή φονέα, εις ους πρυτανεύει το ατομικόν ευτελές συμφέρον ή η ψυχική μοχθηρία» (Κ. Τσουκαλάς, «Τα μικτά ορκωτά»).
Στα παραπάνω λόγια (που για κάποιους θα φαντάζουν αναχρονιστικά και ξεπερασμένα) συμπυκνώνονται οι λόγοι για τους οποίους αντιμετωπιζόταν ευνοϊκά ο δυναμικός πολιτικός αντίπαλος του καθεστώτος, δηλαδή, η ανιδιοτέλεια, τα ευγενικά κίνητρα, η ηθική του, η αυτοθυσία του για το κοινό καλό. Ο οποίος δυναμικός αντίπαλος αναγνωριζόταν από κάποιους ότι με τις πράξεις του «δεν επιθυμεί παντάπασι … την άρνησιν της ιδέας του Δικαίου, αλλ’ απλώς την προσβολήν ενός “εμπειρικού“ ιστορικώς δεδομένου κανόνος δικαίου» (Δ. Βαλληνδράς). Για άλλους δε, ακόμα και ο προσδιορισμός «πολιτικός εγκληματίας» δεν ήταν σωστός, αφού «η ονομασία του εγκληματία που χαρακτηρίζει τους δράστες, πολιτικών εγκλημάτων ομοιάζει ακατάλληλη…, αλλά πρέπει εδώ να υποχωρήσουμε μπρος σε μια ανάγκη τεχνικής έκφρασης, όντας ωστόσο πεπεισμένοι ότι ο πολιτικός εγκληματίας, παρά το ότι νομικά είναι τέτοιος, δεν είναι ποτέ εγκληματίας από ηθική και κοινωνική άποψη» (Lombroso – R.Lashi).
Ζήτημα είχε προκληθεί και για την πολιτική συνείδηση και το πολιτικό-αξιακό-ιδεολογικό-δικαιικό σύστημα του πολιτικού κρατούμενου ανάμεσα στην ευνοϊκή ποινική μεταχείρισή του αφενός και του τρόπου εκτέλεσης της ποινής του αφετέρου. Η επιμονή του δυναμικού πολιτικού αντιπάλου του καθεστώτος να μένει σταθερός στις πολιτικές του θέσεις και σκοπούς για τους οποίους παραβίασε το νόμο, παρά το βαρύτατο τίμημα που έχουν οι επιλογές του, κρινόταν κάποτε ως στοιχείο και κριτήριο για να αναγνωριστεί ως πολιτικός κρατούμενος και να αντιμετωπιστεί ευνοϊκά από το ποινικό Δίκαιο και κατά την εκτέλεση της ποινής του. Και σε αυτό το σημείο υπήρξε η σύγκρουση ανάμεσα στην ευνοϊκή ποινική αντιμετώπισή του και το πλαίσιο της «σωφρονιστικής» πολιτικής, αφού τέθηκε εκ των πραγμάτων το (ανυπέρβλητο) ερώτημα «πώς θα θεωρηθεί ότι “σωφρονίστηκε“ ο πολιτικός “εγκληματίας“, αφού αυτό “απαιτεί“ την πολιτική μεταστροφή του, την εγκατάλειψη των πολιτικών του πεποιθήσεων και την αποκήρυξη με οποιονδήποτε τρόπο των πολιτικών επιλογών του, από τη στιγμή που αυτές οι μεταστροφές –και η καθεμία χωριστά– γίνονται λόγοι αναίρεσης της ιδιότητάς του ως πολιτικό υποκείμενο; Και ενώ αυτές οι μεταστροφές που γίνονται κάτω από την πίεση της όποιας τιμωρίας του επιβάλλονται από το κράτος, αποκαλύπτουν τη σαθρότητα του εδάφους που πατούσε και από το οποίο εκκινήθηκε για να παραβιάσει το νόμο, το οποίο έδαφος, –ακριβώς γιατί ήταν σαθρό– αποκαλύπτεται ότι δεν ήταν ποτέ πολιτικό;
Αυτό το ερώτημα έχει τεθεί σε αναλύσεις για το πολιτικό «έγκλημα» καθώς και η (ρητή) θέση πως η αναγνώριση του πολιτικού «εγκλήματος» και η εφαρμογή των όποιων ευνοϊκών ρυθμίσεων προβλέπονται για το πρόσωπο που ενεργεί πολιτικά παραβιάζοντας το νόμο, προϋποθέτει τη σταθερή πολιτική υπεράσπιση των πράξεών του καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής του περιπέτειας, ενώ η μη υπεράσπισή τους σε όποιο διάστημα της φυλάκισής του και αν γίνεται, είναι λόγος ακύρωσης της πολιτικής του ιδιότητας και των ευνοϊκών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται γι’ αυτόν. Αυτά τα ερωτήματα έχουν τεθεί από διάφορους αναλυτές. Κι αν η επιμονή στην υπεράσπιση μιας πολιτικής δράσης που παραβίασε το νόμο από αυτόν που την έκανε, κρίνεται κατά μια άποψη ως τεκμήριο αναγνώρισης της πολιτικής του υπόστασης, κατά μια άλλη άποψη κρίνεται ως στοιχείο για να αντιμετωπιστεί με τη μέγιστη αυστηρότητα από το σύστημα εκτέλεσης των ποινών.
Κάποτε, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη ενσωμάτωναν στο νομικό τους οπλοστάσιο την «αντιτρομοκρατική» νομοθεσία στις αρχές του 21ου αιώνα και ενώ στην Ελλάδα ξεκινούσε η αντιπαράθεση για τη νομοθεσία αυτή, εκφράζονταν απόψεις όπως του Ι. Μανωλεδάκη: «Στις μέρες μας ένα μεγάλο τουλάχιστον μέρος της τρομοκρατίας, συνιστά αναμφίβολη ανορθόδοξη εγκληματική με το ισχύον δίκαιο πολιτική έκφραση, δηλαδή πολιτικό. Οι αποσχιστικές βλέψεις των ΕΤΑ και ΙRΑ, οι επαναστατικές οργανώσεις της Φράξιας Κόκκινος Στρατός (RAF) και των Ερυθρών Ταξιαρχιών αλλά και ο θρησκευτικός ισλαμικός ιερός πόλεμος (τζιχάντ) δεν είναι λογικό να κριθούν κατ’ αρχήν τουλάχιστον, ως εγκληματικές οργανώσεις χωρίς πολιτικές επιδιώξεις και πολιτικό σκεπτικό και αντικειμενικά με δραστηριότητες που αν πετύχαιναν το στόχο τους δεν θα συνεπάγονταν πολιτειακές και συνταγματικές μεταβολές. Και όμως εκ προοιμίου η θέση του διεθνούς νομοθέτη είναι να αποκλείσει γενικά, εκ των προτέρων και χωρίς εξαίρεση τον χαρακτηρισμό του πολιτικού εγκλήματος απ’ οποιαδήποτε πράξη τρομοκρατικής δραστηριότητας. Ετσι ορίζεται ότι (ως τρομοκρατικά) αναφερόμενα εγκλήματα δεν θα θεωρούνται πολιτικά ή εγκλήματα που εμπνέονται από πολιτικά κίνητρα (άρθρο 1 του ν.1789 του 1978 απ’ τη κύρωση της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη καταπολέμηση και καταστολή της τρομοκρατίας), έστω και για τις ανάγκες απλώς του θεσμού της έκδοσης μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών, ρήτρα που επαναλαμβάνεται στο προοίμιο της απόφασης-πλαίσιο όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. … Προσωπικά πιστεύω πως το πολιτικό έγκλημα εξακολουθεί να αποτελεί ζωντανή και χρήσιμη έννοια του Ποινικού Δικαίου. Οσο υπάρχουν πολιτικοί αγώνες θα υπάρχουν και πολιτικές πράξεις που θα υπερβαίνουν τα υφιστάμενα όρια νομιμότητας, χαρακτηριζόμενες ως εγκλήματα με τους όρους του θετικού δικαίου. Στους δράστες αυτών των πράξεων αρμόζει η ιδιότητα του πολιτικού εγκληματία και η αντίστοιχη ευμενέστερη γι’ αυτόν μεταχείριση που προβλέπει η συνταγματική και ποινική νομοθεσία των φιλελεύθερων έννομων τάξεων’» (ό.π, «Ασφάλεια και ελευθερία»).
Πρόκειται, πραγματικά για μια άλλη εποχή. Ομως αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί; Από τη στιγμή που το πολιτικοοικονομικό σύστημα εξουσίας συνεχίζει ανεμπόδιστα την πορεία του προς τον συγκεντρωτισμό, τον αυταρχισμό, τον ολοκληρωτισμό, ναι. Γιατί η αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης των πολιτικών παραβατών του νόμου δε είναι ζήτημα θεωρίας και ανάλυσης της «ποινικής επιστήμης», αλλά ζήτημα πολιτικών συσχετισμών δύναμης. Ή, όπως έλεγε η Ε. Συμεωνίδη-Καστανίδη, «…τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται κάθε φορά για τον προσδιορισμό ενός εγκλήματος ως πολιτικού δεν είναι μόνο, ίσως καθόλου νομικά αλλά κυρίως πολιτικά. Ετσι ώστε εξαρτώνται πρωταρχικά απ’ το συσχετισμό δυνάμεων που υπάρχει και από τα συμφέροντα που πρόκειται να εξυπηρετηθούν. Πολιτικά είναι όλα τα εγκλήματα που συντελέστηκαν στην κατάρρευση ενός πολιτικού καθεστώτος, όχι όμως και αυτά που τείνουν στην ανατροπή εκείνου που υπάρχει» («Η ποινική προστασία των πολιτικών σωμάτων»).
Υπάρχουν πλήθος ιστορικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό ότι ο προσδιορισμός και η αναγνώριση του πολιτικού «εγκλήματος» αφορά σε πολιτικά και όχι νομικά κριτήρια και ότι εξαρτάται από τους εκάστοτε συσχετισμούς δύναμης. Οταν, δηλαδή, ένα καθεστώς απειλείται να ανατραπεί από μια επανάσταση, η αναγνώριση και η ευνοϊκή αντιμετώπιση, ακόμα και η απαλλαγή από κάθε δίωξη όσων το απειλούν, είναι από τα πρώτα πολιτικά μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να αμβλύνει την κοινωνική δυσαρέσκεια (αναλυτικότερα για το πολιτικό «έγκλημα» και την ιστορία του στο υπό έκδοση βιβλίο «Κράτος εναντίον Κομμούνας» της γράφουσας). Στη εποχή μας που το υφιστάμενο καθεστώς εξουσίας νοιώθει απρόσβλητο καθώς κανένα επαναστατικό κίνημα δεν το απειλεί τουλάχιστον άμεσα και ουσιαστικά, το πολιτικό «έγκλημα» δέχεται σφοδρότατη επίθεση προκειμένου να μην λάβει η πολιτική απειλή των δυναμικών αντιπάλων τέτοιες διαστάσεις ώστε να το απειλήσει ουσιαστικά.
Μια «ρωγμή» στη νομολογία για αυτό το ζήτημα όμως, την προκαλέσαμε ο σύντροφος Νίκος Μαζιώτης και εγώ στο εφετείο της δίκης για την επίθεση του Επαναστατικού Αγώνα στην ΤτΕ (ΕΚΤ) και το ΔΝΤ, που έγινε τον Απρίλιο του 2014 ενάντια στη τότε τρόικα και τις συμβάσεις δανεισμού που επιβλήθηκαν από το 2010, προκαλώντας τη βίαιη (με κάθε τρόπο) συνταγματική κατάλυση. Στη δίκη αυτή είχαμε αναλύσει εκτενώς πως η δράση του Επαναστατικού Αγώνα μπορούσε να ενταχθεί στο άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος για το δικαίωμα αντίστασης, το οποίο ενεργοποιείται σε περιπτώσεις συνταγματικής κατάλυσης και γι’ αυτό υπερασπιστήκαμε ως νόμιμη τη δράση της οργάνωσης. Το δικαστήριο εκείνο αποφάνθηκε ότι η δράση μας και η δράση του Επαναστατικού Αγώνα δεν μπορούσε να κηρυχθεί νόμιμη γιατί ήταν μειοψηφική. Αναφέρει η απόφαση: «Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκ των κατηγορουμένων Νικόλαος Μαζιώτης και Παναγιώτα Ρούπα ισχυρίζονται ότι οι ενέργειές τους και εν γένει η δράση τους είναι νόμιμες βάσει του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος κατά το οποίο: “Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία“, ήτοι, ότι είχαν δικαίωμα και υποχρέωση ως μέλη της κοινωνίας, να στραφούν κατά της κρατικής εξουσίας, η οποία, με την πολιτική που εφήρμοσε από το 2009 και μετά (μνημόνια κλπ), παραβίασε πολλές συνταγματικές διατάξεις». Και συνεχίζει η απόφαση: «Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η δράση των κατηγορουμένων δεν εμπίπτει στην προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη, η οποία προϋποθέτει παλλαϊκή αντίσταση και λαϊκή υποστήριξη» (αναλυτικότερα γι’ αυτήν την απόφαση στο δημοσιοποιημένο κείμενό μου με τίτλο «Συμπεράσματα από τις δίκες του Επαναστατικού Αγώνα για την βομβιστική επίθεση ενάντια στην ΤτΕ (παράρτημα της ΕΚΤ) και το ΔΝΤ» στις 24/5/2021). Αυτή η απόφαση, η οποία δεν κάνει καμία αναφορά στην «εξαίρεση» αυτών των πρακτικών από τις νόμιμες πρακτικές αντίστασης που μπορούν να εφαρμοστούν στα πλαίσια του α.120 Σ. επειδή είναι «τρομοκρατικές», έμμεσα καταργεί την εξαίρεση των δυναμικών δράσεων αντίστασης (π.χ. βομβιστικές επιθέσεις ) του Επαναστατικού Αγώνα από το πλαίσιο του πολιτικού «εγκλήματος», αφού μόνο πολιτικές είναι οι δράσεις αντίστασης κατά το α. 120 Σ. Με τη διαφορά ότι η αντίσταση, συμπεριλαμβανομένων των βομβιστικών επιθέσεων, δεν είναι καν «έγκλημα», αφού είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, νόμιμη, ενώ παράνομο είναι το καθεστώς ενάντια στο οποίο στρέφεται. Το πρόβλημα κατά την δικαστική αυτή απόφαση είναι ότι… δεν είμαστε πολλοί.
Καμία ερμηνεία για το α.120 Σ. δεν υπάρχει που να υποδηλώνει έστω, ότι η αντίσταση ενάντια σε ένα καθεστώς που αναγνωρισμένα –έμμεσα και στην εν λόγω δικαστική απόφαση– παρανομεί, οφείλει να είναι μαζική (ή πλειοψηφική) για να είναι νόμιμη. Αν δεχτούμε αυτό τον ισχυρισμό, τότε τίθεται υπό αμφισβήτηση και η ίδια η συνταγματική κατάλυση που προκάλεσε η κρατική εξουσία το 2010, ισχυρισμός που δεν υπάρχει στην δικαστική αυτή απόφαση. Γιατί ή θα ισχύει η κατάλυση του συντάγματος, οπότε ένα παράνομο καθεστώς αδυνατεί να επιβάλει τη δική του νομιμότητα και συνεπώς νόμιμη είναι η δράση εναντίον του, ή θα είναι παράνομες οι πράξεις αντίστασης, συνεπώς θα είναι σε ισχύ το δίκαιο του καθεστώτος, γεγονός που σημαίνει ότι δεν ισχύει η συνταγματική κατάλυση.
Παρά την φανερή αντίφαση που ενυπάρχει στην απόφαση του δικαστηρίου, είναι μια πρόοδος στην προσπάθειά μας όλα αυτά τα χρόνια να υπερασπιζόμαστε την πολιτική φύση της δράσης μας, της δράσης του Επαναστατικού Αγώνα, αλλά και η ρητή αποδοχή, αφού πλέον πρόκειται για νομολογία, ότι από το 2010, με την επιβολή των συμβάσεων δανεισμού, το δικαίωμα αντίστασης του λαού με κάθε μέσο –και με ένοπλη δράση– είχε ενεργοποιηθεί και ήταν νόμιμη κάθε συλλογική λαϊκή προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος.
Μπορεί να βρισκόμαστε μακριά από την εποχή στην οποία θα μπορούσαμε να αναγνωριστούμε επισήμως ως πολιτικοί κρατούμενοι και να εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις για την ευνοϊκή μεταχείρισή μας στα δικαστήρια και τις φυλακές, δεδομένων των δυσμενών για τους αγωνιστές πολιτικών συσχετισμών, όμως δεν είναι δυνατόν να αφήνεται η εκτελεστική εξουσία να επιβάλλει τα πλέον ασφυκτικά πλαίσια περιστολής των δικαιωμάτων μας και να μας εξαιρεί συνεχώς από το καθεστώς που ισχύει για τους άλλους κρατούμενους. Είναι απαράδεκτο που η εκτελεστική εξουσία πολεμά την πολιτική μας ιδιότητα, την πολιτική φύση της δράσης μας και σε αυτόν τον πόλεμο βρίσκει τόσους ακολουθητές. Είναι όμως ακόμα περισσότερο απαράδεκτο να μας αρνούνται ακόμα και τα στοιχειώδη δικαιώματά μας.
Η απόρριψη του αιτήματος του συντρόφου Νίκου Μαζιώτη για άδεια από τη φυλακή βρίσκεται στο έσχατο όριο της αδικίας που υφίσταται με κάθε τρόπο όλα αυτά τα χρόνια ως πολιτικός κρατούμενος. Γι’ αυτό πρέπει να σταματήσει.
Πόλα Ρούπα
24/6/2021