Τρίτη βράδυ, μετά το τέλος της πορείας αλληλεγγύης σε Λίβανο-Παλαιστίνη, κατηφορίζουμε με μερικούς συντρόφους την Κηφισίας, συζητώντας. Μαζί μας βαδίζουν και άλλοι διαδηλωτές, οι οποίοι γίνονται όλο και λιγότεροι, καθώς σκορπίζονται σιγά-σιγά προς άλλες κατευθύνσεις (η μεγαλύτερη μάζα έφυγε δεξιά στην Πανόρμου, προφανώς για να πάρει το μετρό). Η πορεία έχει τελειώσει, τα μικρής έντασης και έκτασης επεισόδια έχουν γίνει πριν καμιά ώρα σε άλλο σημείο της πορείας (εμείς τα είδαμε από το απέναντι ρεύμα, καθώς βρισκόμασταν προς το τέλος της πορείας), όλα είναι ήσυχα, τίποτα δε προμηνύει αυτό που θα ακολουθήσει.
Από ένα στενό λίγο μετά την Πανόρμου βγαίνει μια διμοιρία ΜΑΤ και κολλάει πίσω από μια μεγάλη παρέα νέων παιδιών που βάδιζε στο δρόμο, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Στην αρχή δε δώσαμε σημασία. Νομίσαμε ότι οι ΜΑΤάδες απλώς επέστρεφαν στη ΓΑΔΑ. Σε λίγο, βλέπουμε τρεις απ’ αυτούς να κραδαίνουν απειλητικά τα γκλομπ προς δύο από τα παιδιά, που είχαν φύγει από τη μεγάλη παρέα και βάδιζαν πάνω στη διαχωριστική νησίδα. Τρέχω γρήγορα και τους αρχίζω τα «γαλλικά». Μαζί μου και δυο άγνωστοι σε μένα διαδηλωτές, που κατηφόριζαν με τη δική τους παρέα. Ενας που έδειχνε βαθμοφόρος «μαζεύει» τους άλλους, που είχαν στραφεί απειλητικά προς το μέρος μας και μου λέει καθησυχαστικά, καθώς συνεχίζω να φωνάζω: «Εντάξει κύριε, ό,τι πείτε».
Το παραλίγο επεισόδιο λήγει εκεί. Συνεχίζουμε να κατηφορίζουμε την Κηφισίας όταν ξαφνικά, μετά το ξενοδοχείο «Πρέζιντεντ», ακριβώς μπροστά από το «Καρφούρ» (λίγο πριν τη γωνία Κηφισίας και Αλεξάνδρας), οι ΜΑΤάδες κάνουν μια ξαφνική κυκλωτική κίνηση, κλείνουν την παρέα των παιδιών σε κύκλο και σπρώχνοντας την ανεβάζουν στο πεζοδρόμιο. Προχωράμε γρήγορα, τους φτάνουμε και ρωτάω τον επικεφαλής για ποιο λόγο συλλαμβάνουν τα παιδιά. Μου απαντάει ότι… «είναι ύποπτοι και θα προσαχθούν στη ΓΑΔΑ»! «Τότε να προσάγετε και μένα του απαντώ, γιατί τα παιδιά δεν έκαναν τίποτα διαφορετικό απ’ αυτό που έκανα εγώ». «Ελα και συ», μου απαντά ο πανίβλαξ μπάτσος και ανοίγει τον κλοιό. Ετσι, βρίσκομαι και εγώ στον κύκλο των υπόπτων. Μαζί μου και κάποιοι άλλοι από τους διαδηλωτές που κατηφόριζαν και έκαναν το ίδιο. Προσφέρθηκαν να προσαχθούν, αγανακτισμένοι για την πρόκληση που εκτυλίχτηκε μπροστά στα μάτια τους. Δεν πρόλαβα να δω πόσοι μπήκαν μόνοι τους στον κλοιό, θυμάμαι μόνο σίγουρα δυο γυναίκες, σαφώς μικρότερες στην ηλικία από εμένα αλλά σίγουρα μεγαλύτερες από τα παιδιά που απετέλεσαν τον αρχικό στόχο των ΜΑΤάδων. Εμείς που προστεθήκαμε εθελοντικά στον κλοιό των «υπόπτων» σίγουρα δεν προσφερόμασταν για να στήσουν πάνω μας οποιαδήποτε σκευωρία, αλλά ο ηλίθιος μπάτσος άργησε να το καταλάβει. Η εικόνα τώρα είναι η εξής: Καμιά τριανταριά άτομα στον κλοιό και άλλοι τόσοι έξω απ’ αυτόν, να περιμένουν να δουν την εξέλιξη.
Τους δηλώνω τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα και τηλεφωνώ μπροστά τους σε σύντροφο στην εφημερίδα ενημερώνοντάς τον για το τι έγινε και ζητώντας του να ειδοποιήσει δικηγόρους και δημοσιογράφους. Ενας από τους ΜΑΤάδες με ειρωνεύεται: «Καλά, τα ξέρουμε αυτά». Η αλήθεια είναι πως έδειχναν αρκετά αμήχανοι. Δεν έβριζαν, δεν προκαλούσαν, έδειχναν να ανησυχούν για τον κόσμο που συνέχιζε να τους πολιορκεί έξω από τον κλοιό. Σε λίγα λεπτά καταφτάνουν δυο δικηγόροι (γνωστοί μου και οι δύο) μαζί με κάποιον άγνωστό μου, που δήλωνε ότι είναι από τους διοργανωτές της διαδήλωσης. Οι δικηγόροι διαμαρτύρονται σε έντονο ύφος και ζητούν εξηγήσεις. Αρχικά οι ΜΑΤάδες δηλώνουν ότι δεν υπάρχει επικεφαλής, μπροστά στις φωνές μας όμως εμφανίζεται ένας και δηλώνει αστυνόμος. Λέει στους δικηγόρους το εξής εκπληκτικό: «Εχουμε την υποψία ότι μέσα στα σακίδιά τους έχουν μολότοφ και θα προσαχθούν στη ΓΑΔΑ για να τους ελέγξουμε τα σακίδια». Αν και αγανακτισμένος από όσα έχουν γίνει, σκάω στα γέλια. «Εσείς, κύριε, μπορείτε να φύγετε, δε σας κρατάει κανένας», μου λέει. Πετάγονται δυο νεαροί φωνάζοντας: «Βλέπετε να έχουμε κανένα σακίδιο;». «Και σεις μπορείτε να φύγετε, όποιος δεν έχει σακίδιο μπορεί να φύγει», λέει και αυτόματα ο κλοιός ανοίγει. Από τα περίπου τριάντα άτομα που είχαν βάλει στον κλοιό μόνο δύο είχαν σακκίδιο στην πλάτη. Ο μπάτσος χτύπησε λίγο το σακίδιο μόνο του ενός, χωρίς καν να του ζητήσει να το ανοίξει. Καθώς φεύγαμε με τους συντρόφους, αφού πρώτα αφήσαμε να περάσουν μπροστά τα παιδιά, τον άκουσα να λέει στον ασύρματο ενοχλημένος: «Δε θα κάνουμε τώρα το πλημμέλημα κακούργημα»! Προφανώς, του είχαν βάλει χέρι γιατί τους άφησε να φύγουν.
Τι θα γινόταν αν δεν βρισκόμασταν εκεί κάποιοι «σοβαροί» κύριοι και κυρίες να αντιδράσουμε όπως αντιδράσαμε και αν δεν προλάβαιναν να φτάσουν οι δικηγόροι; Τι θα γινόταν αν τα νέα παιδιά ήταν μόνα τους; Θα τους κουβαλούσαν στη ΓΑΔΑ, θα τους εξευτέλιζαν, θα έδερναν όποιον αντιδρούσε, θα τους κρατούσαν όλους κάνα τετράωρο, θα τους φακέλωναν και –ποιος ξέρει;– μπορεί να παρέπεμπαν και κάποιους, λέγοντας ότι τους είδαν να πετούν πέτρες και μολότοφ. Το τονίζω ξανά: μια ώρα πριν είχαν πέσει μερικές πέτρες και δύο μολότοφ, πρέπει να είχε υπάρξει και κάποια άλλη σύγκρουση (το συμπεράναμε από τα δακρυγόνα που είδαμε να έχουν πέσει Κηφισίας και Πανόρμου), όμως οι μπάτσοι ήξεραν πολύ καλά ότι τα παιδιά που έζωσαν και συνέλαβαν δε μπορούσαν να έχουν καμιά σχέση με ό,τι είχε προηγηθεί. Βρίσκονταν σε άλλο σημείο της πορείας, πολύ πιο πίσω.
Τα γράφω όλ’ αυτά, γιατί κάπως έτσι κατασκευάζονται οι ένοχοι στη διάρκεια των διάφορων πορειών. Τα γράφω όχι για να ευαισθητοποιηθεί ο Πολύδωρας, αλλά γιατί πρέπει επιτέλους να υπάρξει κάποια αντίδραση σ’ αυτή την αστυνομική πρακτική. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων πρέπει να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία.
Πέτρος Γιώτης