Οι αστογραφειοκράτες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΓΣΕΕ, αντί να τα βάλουν με τα αφεντικά τους, τους καπιταλιστές και τους πολιτικούς διαχειριστές του συστήματος, που είναι οι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την αποψίλωση της Ελλάδας από κάθε δραστηριότητα στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και την πρόσδεση στο άρμα του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, που διαφεντεύουν τα μονοπώλια και οι ιμπεριαλιστικές χώρες, περιορίζονται σε «έρευνες» απλής διαπίστωσης της πραγματικότητας.
Στην «Ετήσια Εκθεση για την Εκπαίδευση» με τίτλο: «Οι τομείς οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ-28, Μέρος Β’, 2019- 2020» του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ αναφέρεται ότι «στον πρωτογενή τομέα παραγωγής και ειδικότερα στον κλάδο της γεωργίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28 σε απόδοση παραγωγής, γεγονός που συνδέεται ευθέως και με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία). Χαμηλές είναι οι αποδόσεις και στους υπόλοιπους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής (αλιεία, υδατοκαλλιέργειες), ωστόσο παρατηρείται παράλληλα ότι όπου οι εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (μέση ή και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) οι αποδόσεις παραγωγής παρουσιάζουν βελτιωμένη εικόνα».
Είναι ασύστολο ψεύδος ο ισχυρισμός ότι για την εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής φταίει δήθεν η έλλειψη εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων.
Μέχρι την ένταξη στην πρώην ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε θετικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων με τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ εδώ και πολλά χρόνια το ισοζύγιο έχει γίνει αρνητικό. Για να μη μιλήσουμε για τον απόλυτο έλεγχο της βιομηχανίας, τους οικονομικούς προσανατολισμούς, ακόμα και την επιστροφή κονδυλίων στις ιμπεριαλιστικές οικονομίες, ενώ τυπικά φαίνεται πως κατευθύνονται στις χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, κονδύλια που χρηματοδότησαν μεγάλα έργα στην Ελλάδα, όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων, η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου, οι αυτοκινητόδρομοι, επέστρεψαν στη Γερμανία και τη Γαλλία, αφού δικές τους εταιρίες κατασκεύασαν και εκμεταλλεύονται τα έργα.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην ΕΟΚ τον Ιούνη του 1981. Μέχρι τότε είχε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων τόσο με τις χώρες της ΕΕ όσο και με τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Μετά άρχισε η αντίστροφη μέτρηση και από πλεονασματική η Ελλάδα άρχισε να γίνεται ελλειμματική στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων. Το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα φούσκωνε και τον Νοέμβρη του 2007 έφτασε στα 3 δισ. ευρώ. Από το 2009 το εμπορικό έλλειμμα άρχισε να μειώνεται, γιατί απλούστατα άρχισαν να μειώνονται δραστικά οι εισαγωγές, λόγω της βαθιάς καπιταλιστικής ύφεσης και όχι γιατί αυξήθηκαν οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων.
Τόσο το γαλλικό και γερμανικό κεφάλαιο, που χαράσσουν την πολιτική των κρατών της ΕΕ, όσο και το κεφάλαιο των λεγόμενων βόρειων χωρών βγάζει τεράστια κέρδη από τις μεγάλες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων (και όχι μόνο) στην Ελλάδα. Βγάζουν τεράστια κέρδη από την πώληση των αγροτικών προϊόντων, γιατί τα πουλάνε σε τιμές πολύ ψηλότερες από τις διεθνείς. Τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, δηλαδή, και ο κομπραδόρικος χαρακτήρας της εξαρτημένης Ελλάδας φταίνε για την αποψίλωση της χώρας από τον πρωτογενή τομέα.
Είναι επίσης άκρως υποκριτικό το άδολο δήθεν ενδιαφέρον των αστογραφειοκρατών της ΓΣΕΕ για την «ανασυγκρότηση και εκσυγχρονισμό του παραγωγικού μοντέλου» της χώρας και για τη «λειτουργική διασύνδεση του παραγωγικού ιστού με την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση».
Πίσω από αυτές τις διατυπώσεις κρύβονται οι επιδιώξεις τους για προσέλκυση «νέων αγροτών» ή ανέργων σε καταρτίσεις των ΚΕΚ που είτε στήνουν οι ίδιοι είτε ιδιώτες επιχειρηματίες που ειδικεύονται στο είδος. Εκφράζουν δηλαδή την πολυπόθυτη στόχευσή τους, γιατί προς το παρόν, η κατάρτιση ειδικά των νέων αγροτών, είναι κυρίως στα χέρια του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ.
Στο στόχο αυτό κατευθύνεται και η διαπίστωση ότι «η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική 2η θέση στην ΕΕ-28 σε ό,τι αφορά το ‘’δείκτη επιχειρήσεων χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δραστηριότητες συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (CVT)’’, εύρημα που καταδεικνύει το διαχρονικό έλλειμμα κουλτούρας –από πλευράς επιχειρήσεων– στο να επενδύουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του».
Αναφέρεται επίσης «ότι η χώρα βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ-28 στην κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, με ένα 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ISCED 5-8) να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων (ISCO08: 4 έως και 9)».
Το τελευταίο είναι αποτέλεσμα του μέσου επιπέδου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, του προσδεδεμένου στο άρμα των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, που δεν απαιτεί πληθώρα υψηλών και μεσαίων στελεχών στην παραγωγή, αλλά περισσότερο «χέρια», με γνώσεις που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται. Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί λόγω της τεράστιας ανεργίας, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, συμπτώματα ιδιαίτερα της καπιταλιστικής κρίσης.