Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε, μήτε την κεφαλή του. Η λαϊκή παροιμία ταιριάζει γάντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, που μολονότι βρίσκεται στην αντιπολίτευση, θέση που επιβάλλει τη χρήση της -«συμμαζεμένης» έστω- κοινωνικής δημαγωγίας, όταν βρεθεί μπροστά σε θέματα εργαζόμενων στο Δημόσιο, μετατρέπεται σε νεοφιλελεύθερο ταύρο και τα κάνει όλα λαμπόγυαλο. Δεν έβαλε μυαλό από το κάζο του πατέρα του, με την ιδιωτικοποίηση των αστικών λεωφορείων της Αθήνας και την παράδοσή τους στους περιβόητους «νοικοκυραίους», που τον έφερε σε αντιπαράθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ενώ νοσταλγεί την περίοδο που ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης της συγκυβέρνησης των Σαμαροβενιζέλων, ηδονιζόταν να υπογράφει αποφάσεις μαζικών απολύσεων εργαζόμενων του Δημοσίου.
Μιλώντας στο προσυνέδριο της ΝΔ στη Λάρισα, ο Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ της απόλυσης των συμβασιούχων της καθαριότητας και υπέρ της παράδοσης αυτής της νευραλγικής υπηρεσίας των Δήμων σε ιδιώτες εργολάβους. Κατήγγειλε τη συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ότι επιχειρεί «να μονιμοποιήσει συμβασιούχους οι οποίοι δεν πρέπει να μονιμοποιηθούν» και ότι υποχρεώνει τους δήμους «να προσλάβουν περισσότερο προσωπικό από ό,τι χρειάζονται».
Και τι πρέπει να κάνουν οι Δήμοι με τις υπηρεσίες καθαριότητας που δεν έχουν προσωπικό; «Πρέπει και το κάνουν ήδη οι δήμοι να εξερευνήσουν σε μεγαλύτερο βάθος δυνατότητες συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα, στο ζήτημα παραδείγματος χάρη της αποκομιδής των απορριμμάτων θα το πω ξεκάθαρα. Εάν η αποκομιδή μπορεί να γίνει πιο φτηνά από τον ιδιωτικό τομέα και καλύτερα από τον ιδιωτικό τομέα θα πρέπει ο κάθε δήμαρχος να διερευνήσει αυτή τη δυνατότητα. Αρκετά πια με τις αγκυλώσεις και με τους εκβιασμούς της κάθε συντεχνίας που μπορεί τελικά να δουλεύουν μόνο προς όφελος δικό τους αλλά όχι προς όφελος των δημοτών από τους οποίους και τελικά πληρώνονται. Στο ζήτημα της συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα θα επιμείνω πολύ», τόνισε ο Κούλης.
Αυτό είναι το θέμα. Να μην προσληφθούν οι συμβασιούχοι και η καθαριότητα να περάσει στους εργολάβους. Στους φίλους του Κούλη και της παρέας του, που δε θα κάνουν βέβαια καλύτερα τη δουλειά (ξέρουμε πολύ καλά τι γίνεται όπου έχουν μπει οι εργολάβοι), αλλά θα δίνουν τις μίζες «όπου πρέπει» και θα προσλαμβάνουν εργάτες με μισθούς πείνας, θα τους έχουν να δουλεύουν οχτάωρο και θα τους ασφαλίζουν για τετράωρο, θα τους υποχρεώνουν να πληρώνουν από την τσέπη τους τα μέσα προστασίας και γενικά θα προχωρούν σε κάθε αυθαιρεσία, προκειμένου να μεγιστοποιούν το δικό τους κέρδος και να εξασφαλίζουν και τις μίζες που θα δίνουν.
Με κάτι τέτοια κάνουν πάρτι οι Τσιπραίοι, καθώς βλέπουν τον Μητσοτάκη να απομονώνεται όχι μόνο από χιλιάδες συμβασιούχους και τις οικογένειές τους, αλλά από ευρύτερα στρώματα εργαζόμενων στο δημόσιο, που αισθάνονται ότι ο Μητσοτάκης πρωθυπουργός θα είναι μια διαρκής απειλή μαζικών απολύσεων και εκχώρησης υπηρεσιών του Δημοσίου σε ιδιώτες εργολάβους.
Το θέμα αυτό, όμως, δεν πρέπει να αφορά μόνο τους εργαζόμενους στο Δημόσιο. Πρέπει να μας αφορά όλους. Οχι μόνο ως εργαζόμενους που οφείλουν να στέκονται αλληλέγγυοι σε συναδέλφους τους, αλλά ως εργαζόμενους υπό την ευρεία έννοια και ως πολίτες που πληρώνουν γι' αυτές τις υπηρεσίες των Δήμων (δεν είναι τυχαίο ότι η τρόικα δεν έβαλε βέτο στο διαγωνισμό για την πρόσληψη εργαζόμενων, που αποφάσισε η κυβέρνηση. Πρόκειται για εργαζόμενους σε ανταποδοτικές υπηρεσίες, όπως λέγονται, δηλαδή σε υπηρεσίες που τις πληρώνουν άμεσα οι πολίτες, μέσω των ανταποδοτικών τελών, και όχι ο κρατικός προϋπολογισμός).
Σκοπός των εργολάβων είναι το κέρδος, γι' αυτό και όπου στον κόσμο έγιναν ιδιωτικοποιήσεις η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών χειροτέρεψε. Για να βγάλουν κέρδος και να πληρώσουν και τις μίζες, οι εργολάβοι θα «στύψουν» τους εργαζόμενους, όπως χρόνια τώρα γίνεται σε τέτοιες εταιρίες (θυμηθείτε την επίθεση κατά της Κούνεβα). Οταν μεγάλα κομμάτια της εργατικής τάξης, που έχουν κανονικές εργασιακές σχέσεις και μισθό πάνω από το μέσο όρο, πέσουν στα νύχια των εργολάβων, το αποτέλεσμα θα είναι όχι η καλυτέρευση της θέσης των υπόλοιπων εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα, αλλά η άσκηση πίεσης για συνεχή χειροτέρευσή τους. Αυτό αποτελεί «νόμο» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οταν πέφτουν τα στάνταρ αμοιβής και εργασιακών συνθηκών, πέφτουν για ολόκληρη την εργατική τάξη και όχι μόνο για κάποια τμήματά της.