Από την αρχή του 2022, οι επιδρομές του ισραηλινού στρατού στο προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν στη Δυτική Οχθη έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Βασικός στόχος των επιθέσεων είναι ο έλεγχος και η καταστολή των ένοπλων πυρήνων της Αντίστασης, που έχουν καταφέρει να συγκροτηθούν και να κάνουν επιθέσεις ενάντια σε ισραηλινούς στόχους, παρά την καταστολή των σιωνιστών και του Αμπάς, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που οι ισραηλινοί στρατιώτες δολοφονούν εν ψυχρώ παλαιστίνιους νέους, ακόμα και παιδιά.
Οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού ξύπνησαν μνήμες του λουτρού αίματος που πραγματοποίησαν οι σιωνιστές, αλλά και των χρυσών σελίδων που έγραψε η Αντίσταση στην ιστορία του παλαιστινιακού αγώνα πριν από 20 χρόνια. Στο πλαίσιο της στρατιωτικής επιχείρησης «Αμυντική Ασπίδα», ο ισραηλινός στρατός επιτέθηκε στο προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν στις 9 Απρίλη του 2002, δολοφονώντας τουλάχιστον 52 Παλαιστίνιους, ανάμεσα τους και πολλά παιδιά, σύμφωνα με έκθεση του Human Rights Watch. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, μαχητές της Αντίστασης σκότωσαν 23 ισραηλινούς στρατιώτες και τραυμάτισαν δεκάδες. Η μέρα εκείνη αποτέλεσε ορόσημο για την Τζενίν, μετρταέποντάς την σε σύμβολο του αγώνα των Παλαιστίνιων.
Η επιχείρηση «Αμυντική Ασπίδα» διήρκεσε από τον Μάρτη μέχρι τον Μάη του 2002 και ήταν μια κτηνώδης κίνηση για την καταστολή της δεύτερης Ιντιφάντα, που είχε ξεκινήσει τον Σεπτέμβρη του 2000 και τέλειωσε τον Φλεβάρη του 2005. Κατά τη διάρκειά της, ο ισραηλινός στρατός δολοφόνησε εκατοντάδες μαχητές της Αντίστασης και συνέλαβε χιλιάδες, προκαλώντας της ισχυρό πλήγμα στη Δυτική Οχθη.
Στη Τζενίν ισοπέδωσε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα, θάβοντας απροσδιόριστο αριθμό αμάχων στα συντρίμμια των κτιρίων που άφηναν πίσω τους οι θωρακισμένες μπουλντόζες του ισραηλινού στρατού. Μόνο με αυτόν τον τρόπο οι σιωνιστές κατάφεραν να εισβάλλουν με άρματα μάχης και να στριμώξουν τους παλαιστίνιους μαχητές, που είχαν μετατρέψει το προσφυγικό στρατόπεδο της Τζενίν, με τα δαιδαλώδη στενά δρομάκια του, σε απόρθητο φρούριο. Λίγο αργότερα, το Ισραήλ ξεκίνησε να χτίζει το τείχος με στόχο να ελέγξει την πρόσβαση των Παλαιστίνιων στα εδάφη του 1948, να εμποδίσει τις ενέργειες της Αντίστασης στο εσωτερικό του, που είχαν ως αιχμή του δόρατος τις επιθέσεις αυτοκτονίας ενάντια σε πολιτικούς στόχους, και να προσαρτήσει στο Ισραήλ παλαιστινιακά εδάφη που κατέλαβε μετά τον πόλεμο του 1967.
Η εισβολή του στρατού στη Δυτική Οχθη έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των Αμερικάνων και σε πλήρη συνεργασία με την Παλαιστινιακή Αρχή, που τότε βρισκόταν υπό την ηγεσία του Γιασέρ Αραφάτ. Η συνεργασία των σιωνιστών με την ΠΑ έγινε ακόμα πιο στενή μετά την κατάληψη της εξουσίας από τον Αμπάς το 2005. Εκείνη την χρονιά οι ΗΠΑ συγκρότησαν μια ειδική ομάδα ασφάλειας στη Ραμάλα, υπό τη διεύθυνση του αμερικάνου στρατηγού Κιθ Ντέιτον, με στόχο την «αναμόρφωση» των δυνάμεων ασφάλειας της ΠΑ, που μέχρι τότε κρίνονταν «ανεπαρκείς» στα καθήκοντα καταστολής του παλαιστινιακού λαού και της Αντίστασηςμ που είχαν αναλάβει για λογαριασμό των σιωνιστών.
Η ομάδα ασφαλείας, υπό τη διεύθυνση του Ντέιτον, έλαβε μια εξαιρετικά γενναιόδωρη χρηματοδότηση από την αμερικάνικη κυβέρνηση και το Κογκρέσο, ενώ ο διακηρυγμένος στόχος της ήταν η συγκρότηση μια ένοπλης δύναμης, όχι ενάντια στην κατοχή, αλλά για τη δημιουργία ενός νέουου «κράτους». Ενός «κράτους» που έχει αποδειχτεί ο πιο αξιόπιστος σύμμαχος των σιωνιστών στην καταστολή του παλαιστινιακού λαού, παρέχοντας πληροφορίες και φυλακίζοντας και δολοφονώντας παλαιστίνιους αγωνιστές και μαχητές της Αντίστασης.
Αμέσως μετά τις τελευταίες επιθέσεις εναντίον πολιτικών και στρατιωτικών στόχων σε ισραηλινό έδαφος από μαχητές της Αντίστασης, τον περασμένο Μάρτη και Απρίλη, ο ακροδεξιός Ναφτάλι Μπένετ, πρωθυπουργός της σιωνιστικής οντότητας, έδωσε στον ισραηλινό στρατό «πλήρη ελευθερία κινήσεων», σε μια απελπισμένη προσπάθεια να περιορίσει τις επιθέσεις της Αντίστασης και να διαχειριστεί την ισραηλινή «κοινή γνώμη», που πανικόβλητη και με καταρρακωμένο το ηθικό, συνειδητοποιώντας ότι παρά τις θηριωδίες ο ισραηλινός στρατός αδυνατεί να σβήσει τον παλαιστινιακό αγώνα, διψάει για αίμα.
Η Τζενίν, όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, παραμένει για τους ισραηλινούς «φυτώριο τρομοκρατών». Στις σχεδόν καθημερινές επιδρομές του ισραηλινού στρατού, τις στοχευμένες δολοφονίες Παλαιστίνιων (ανάμεσά τους και η αμερικανο-παλαιστίνια δημοσιογράφος του Al Jazeera, Σιρίν Αμπού Ακλεχ) και τις κατεδαφίσεις παλαιστινιακών σπιτιών, οι σιωνιστές έχουν επιβάλει κυρώσεις στους κατοίκους της Τζενίν, αφαιρώντας τους τις άδειες μετακίνησης έξω από την πόλη, αποκόπτοντας ουσιαστικά τη Τζενίν από την υπόλοιπη Δυτική Οχθη.
Παρά τη δεινή τους θέση και την κτηνώδη ισραηλινή καταστολή, οι κάτοικοι της Τζενίν δήλωσαν σε δημοσιογράφο του Al Jazeera ότι τους περασμένους μήνες, το πνεύμα αντίστασης και αγώνα και οι μνήμες από την εποχή που η Τζενίν αποτελούσε προπύργιο της Αντίστασης έχουν αναβιώσει στην πόλη, γεμίζοντας ελπίδα τους κατοίκους της. Την είσοδο του προσφυγικού στρατοπέδου της πόλης, που δεν ξεπερνάει σε έκταση το μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο, στο οποίο ζουν περισσότεροι από 14.000 παλαιστίνιοι πρόσφυγες από τα παλαιστινιακά εδάφη του 1948, στολίζουν ένα κλειδί, που συμβολίζει το Δικαίωμα της Επιστροφής των προσφύγων στα εδάφη τους, σημαίες όλων των οργανώσεων της Αντίστασης και εκατοντάδες αφίσες με τους μάρτυρες και τους φυλακισμένους του παλαιστινιακού αγώνα. «Αυτοί είναι οι ήρωές μας» δήλωσε στο Al Jazeera, ο παλαιστίνιος αγωνιστής, πρώην πολιτικός κρατούμενος, απεργός πείνας και στέλεχος της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ, Χαντέρ Αντνάν. «Μας υπενθυμίζουν τι θέλουν να γίνουν οι νεολαίοι μας, μαχητές της Αντίστασης. Η συνεχής καταστολή έχτισε το χαρακτήρα της Τζενίν. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι τη Τζενίν να επιστρέφει στις ρίζες της».
Οταν τον Μάη του 2021 οι σιωνιστές εισέβαλαν στο τέμενος Αλ Ακσα, κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, και παράλληλα προσπάθησαν με ένα όργιο καταστολής να εκδιώξουν τις παλαιστινιακές οικογένειες από τη συνοικία Σεΐχ Τζαρά της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, η Τζενίν απάντησε στις σιωνιστικές προκλήσεις. Μαχητές της Φατάχ και της Τζιχάντ παρέλαυναν ένοπλοι στους δρόμους του στρατοπέδου, δείχνοντας την αλληλεγγύη τους στους Παλαιστίνιους της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και την ετοιμότητά τους να δράσουν. Μερικούς μήνες αργότερα, κατά τη διάρκεια της θρυλικής απόδρασης των έξι παλαιστίνιων πολιτικών κρατούμενων από την ισραηλινή φυλακή υψίστης ασφαλείας Γκιλμπόα (όλοι τους κάτοικοι της Τζενίν), μαχητές της Αντίστασης από τη Τζενίν επιτέθηκαν εναντίον ισραηλινών στόχων, δηλώνοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι θα υπάρξουν αντίποινα αν οι σιωνιστές δολοφονήσουν τους δραπέτες. Αυτές οι μαχητικές ενέργειες λειτούργησαν ως αντιπερισπασμός, δίνοντας τη δυνατότητα στους δραπέτες να κινηθούν με μικρότερο κίνδυνο και εν τέλει να απολαύσουν περισσότερες μέρες ελευθερίας.
Για χρόνια το Ισραήλ, σε συνεργασία με την Παλαιστινιακή Αρχή, επιχειρούν να θέσουν τη Τζενίν υπό τον έλεγχό τους, χωρίς αποτέλεσμα. Δεκάδες είναι τα βίντεο στο Διαδίκτυο, που απεικονίζουν ένοπλες περιπολίες και ασκήσεις ένοπλων μαχητών της Αντίστασης στους δρόμους, όχι μόνο της Τζενίν αλλά πλέον και άλλων πόλεων της Δυτικής Οχθης όπως η Νάμπλους και η Χεβρώνα. Τα όπλα που φέρουν δεν είναι κάποια αποτελεσματικά μεν αλλά απαρχαιωμένα Καλάσνικοφ, που είχαν την τύχη να μην πέσουν στα χέρια της ΠΑ ή του ισραηλινού στρατού, κατά τη διάρκεια του οργίου καταστολής από το 2005 μέχρι σήμερα, αλλά σύγχρονα πολυβόλα με εκτοξευτήρες βομβίδων, ως επί το πλείστον αμερικάνικης κατασκευής. Σταδιακά, η Δυτική Οχθη μετατρέπεται σε «άγνωστο έδαφος» για τους σιωνιστές, προκαλώντας τους πονοκέφαλο και γεμίζοντάς τους ανησυχία για το τι μπορεί να προκύψει στο ενδεχόμενο μιας νέας Ιντιφάντα.