Το κείμενο αποτελεί μετάφραση από τα αγγλικά ενός άρθρου του γνωστού παλαιστίνιου δημοσιογράφου και συγγραφέα Ράμζι Μπαρούντ, που δημοσιεύτηκε στην αραβική ειδησεογραφική ιστοσελίδα Middle East Monitor στις 27 Ιούνη. Παρόλο που πρόκειται για άρθρο άποψης, αποτυπώνει με σαφήνεια την κατάσταση που επικρατεί στη Δυτική Οχθη ανάμεσα στις οργανώσεις της Παλαιστινιακής Αντίστασης και τους σιωνιστές:
Ο ένοπλος ξεσηκωμός: Γιατί το Ισραήλ δεν μπορεί να συντρίψει την Αντίσταση στην Παλαιστίνη
Οι αριθμοί (των απωλειών των Παλαιστινίων) είναι τεράστιοι. Ωστόσο, όταν τοποθετούνται στο κατάλληλο πλαίσιο, βοηθούν στο να φωτιστούν ευρύτερα ζητήματα και να απαντηθούν επείγοντα ερωτήματα, όπως γιατί η κατεχόμενη Παλαιστίνη βρίσκεται στο κατώφλι μιας μεγάλης εξέγερσης. Και γιατί το Ισραήλ δεν μπορεί να συντρίψει την παλαιστινιακή αντίσταση όσο σκληρά ή βίαια κι αν προσπαθεί.
Τότε είναι που οι αριθμοί γίνονται σχετικοί. Από την αρχή του τρέχοντος έτους, σχεδόν 200 Παλαιστίνιοι (ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί μέχρι σήμερα) έχουν σκοτωθεί στην Κατεχόμενη Δυτική Οχθη και τη Γάζα. Ανάμεσά τους και 27 παιδιά.
Αν θέλει κανείς να φανταστεί έναν χάρτη θερμότητας που συσχετίζει τις πόλεις, τα χωριά και τους προσφυγικούς καταυλισμούς των Παλαιστινίων με τη συνεχιζόμενη ένοπλη εξέγερση, θα εντοπίσει αμέσως τις συνδέσεις. Η Γάζα, η Τζενίν και η Νάμπλους, για παράδειγμα, πλήρωσαν το βαρύτερο τίμημα από την ισραηλινή επιθετικότητα, γεγονός που τις καθιστά τις περιοχές που αντιστέκονται περισσότερο.
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι παλαιστίνιοι πρόσφυγες ήταν ιστορικά στην πρώτη γραμμή του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, μετατρέποντας προσφυγικούς καταυλισμούς όπως η Τζενίν, η Μπαλάτα, το Ακαμπάτ Τζαμπρ, η Τζαμπαλίγια, η Νουσεϊράτ και άλλοι, σε εστίες λαϊκής ένοπλης αντίστασης. Οσο πιο σκληρά προσπαθεί το Ισραήλ να συντρίψει την παλαιστινιακή αντίσταση τόσο μεγαλύτερη είναι η παλαιστινιακή αντίδραση.
Πάρτε σαν παράδειγμα τη Τζενίν. Το εξεγερμένο στρατόπεδο προσφύγων δεν σταμάτησε ποτέ την αντίστασή του στην ισραηλινή κατοχή μετά την περίφημη Μάχη της Τζενίν και την επακόλουθη ισραηλινή σφαγή του Απριλίου 2002. Η αντίσταση συνεχίστηκε εκεί σε όλες τις μορφές της, παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους μαχητές που υπερασπίστηκαν το στρατόπεδο ενάντια στους ισραηλινούς εισβολείς κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα σκοτώθηκαν ή φυλακίστηκαν.
Τώρα που ανέλαβε μια νέα γενιά, το Ισραήλ βρίσκεται ξανά στα ίδια. Οι στρατιωτικές εισβολές στη Τζενίν από το Ισραήλ έχουν γίνει ρουτίνα, με αποτέλεσμα έναν αυξανόμενο αριθμό θυμάτων, με τίμημα και για το ίδιο το Ισραήλ.
Η πιο μεγάλη και βίαιη από αυτές τις εισβολές ήταν στις 26 Ιανουαρίου (σ.σ. το άρθρο γράφτηκε πριν από την ισραηλινή εισβολή στην Τζενίν στις 3 Ιούλη, που κράτησε δυο μέρες και άφησε πίσω της 10 νεκρούς Παλαιστίνιους, εκατοντάδες τραυματίες και κατεστραμμένες πολιτικές υποδομές), όταν ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στο στρατόπεδο, σκότωσε δέκα Παλαιστίνιους και τραυμάτισε άλλους είκοσι.
Περισσότεροι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να σκοτώνονται καθώς οι ισραηλινές επιδρομές γίνονται πιο συχνές. Και όσο πιο επαναλαμβανόμενες οι επιδρομές τόσο πιο σκληρή είναι η αντίσταση, η οποία έχει διογκωθεί πέρα από τα όρια της Τζενίν, σε κοντινούς παράνομους εβραϊκούς εποικισμούς, στρατιωτικά σημεία ελέγχου και ούτω καθεξής. Είναι γνωστό ότι πολλοί από τους Παλαιστίνιους που το Ισραήλ κατηγορεί ότι διεξήγαγαν επιχειρήσεις εναντίον των στρατιωτών και των εποίκων του προέρχονται από τη Τζενίν.
Οι Ισραηλινοί μπορεί να θέλουν να θεωρήσουν τη βία τους στην Παλαιστίνη ως αυτοάμυνα, αλλά αυτό είναι απλά ένα ψέμα. Ενας στρατιωτικός κατακτητής, είτε στην Παλαιστίνη εν προκειμένω είτε οπουδήποτε αλλού, δεν μπορεί, με αυστηρό νομικό ορισμό να βρίσκεται σε κατάσταση αυτοάμυνας. Η τελευταία έννοια ισχύει μόνο για κυρίαρχα έθνη που προσπαθούν να αμυνθούν από απειλές εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων τους.
Το Ισραήλ δεν ορίζεται από τη διεθνή κοινότητα και το νόμο μόνο ως «Δύναμη Κατοχής», αλλά είναι επίσης νομικά υποχρεωμένο να «διασφαλίσει ότι ο άμαχος πληθυσμός προστατεύεται από όλες τις πράξεις βίας», όπως δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Ιουνίου.
Η δήλωση ήταν μια αναφορά στη δολοφονία οκτώ Παλαιστινίων στη Τζενίν, μια μέρα νωρίτερα. Στα θύματα περιλαμβάνονται δύο παιδιά, ο Σαντίλ Γκασάν Τουρκμάν, 14 ετών, και ο Αχμέντ Σακρ, 15. Περιττό να πούμε ότι το Ισραήλ δεν επενδύει στην «προστασία» αυτών και άλλων παλαιστίνιων παιδιών. Είναι η οντότητα που κάνει το κακό.
Επειδή όμως ο ΟΗΕ και άλλοι εντός της διεθνούς κοινότητας αρκούνται στην έκδοση δηλώσεων – «υπενθυμίζοντας» στο Ισραήλ την ευθύνη του, εκφράζοντας «βαθιές ανησυχίες» για την κατάσταση ή, στην περίπτωση της Ουάσιγκτον, κατηγορώντας ακόμη και τους Παλαιστίνιους – τι άλλες επιλογές έχουν οι Παλαιστίνιοι από το να αντισταθούν;
Η άνοδος του Λιονταριών, των Ταξιαρχιών της Τζενίν, των Ταξιαρχιών της Νάμπλους και πολλών άλλων τέτοιων ομάδων και ταξιαρχιών, που αποτελούνται κυρίως από φτωχούς και ελαφρώς οπλισμένους παλαιστίνιους πρόσφυγες, δεν αποτελεί μυστήριο. Οταν κάποιος καταπιέζεται, ταπεινώνεται και τα δικαιώματά του παραβιάζονται συνεχώς, θα αντιδράσει. Αυτό διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις και τις συγκρούσεις από την αρχή.
Αλλά η άνοδος των Παλαιστινίων προκαλεί στεναχώρια και άγχος και σε όσους θέλουν να διατηρήσουν το status quo. Σε αυτούς ανήκει και η Παλαιστινιακή Αρχή.
Η Παλαιστινιακή Αρχή πρόκειται να χάσει πολλά εάν η παλαιστινιακή εξέγερση εξαπλωθεί πέρα από τα όρια της βόρειας Δυτικής Οχθης. Ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, ο οποίος απολαμβάνει ελάχιστης κοινωνικής νομιμοποίησης, δεν θα έχει πολιτικό ρόλο να διαδραματίσει. Χωρίς έναν τέτοιο ρόλο, όσο τεχνητός κι αν είναι, τα ξένα κεφάλαια θα σταματήσουν γρήγορα και το πάρτι θα τελειώσει.
Για το Ισραήλ, το διακύβευμα είναι επίσης υψηλό. Ο ισραηλινός στρατός, υπό την ηγεσία του εχθρού του Νετανιάχου, υπουργού Αμυνας Γιόαβ Γκάλαντ, θέλει να κλιμακώσει τον πόλεμο κατά των Παλαιστινίων χωρίς να επαναλάβει την πλήρη εισβολή στις παλαιστινιακές πόλεις του 2002. Αλλά η εσωτερική υπηρεσία πληροφοριών, η Σιν Μπετ, γέρνει όλο και πιο πολύ προς μια γενικευμένη επίθεση στη Δυτική Οχθη.
Ο ακροδεξιός υπουργός Οικονομικών, Μπεζαζέλ Σμότριτς, θέλει να εκμεταλλευτεί την παλαιστινιακή αντιβία ως πρόσχημα για να επεκτείνει τους παράνομους εποικισμούς. Ενας άλλος ακροδεξιός πολιτικός, ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας, Ιταμάρ Μπεν Γκιβρ, αναζητά έναν εμφύλιο πόλεμο, με επικεφαλής τους πιο βίαιαους από τους εβραίους εποίκους, που αποτελούν και τον πυρήνα του εκλογικού ακροατηρίου του.
Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος παλεύει με τα δικά του πολιτικά και νομικά δεινά, προσπαθεί να δώσει ταυτόχρονα στον καθένα λίγο από αυτό που θέλει. Τα παράδοξα όμως είναι συνταγή χάους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου ενεργοποίηση από τον Γκάλαντ των δολοφονιών παλαιστινίων αγωνιστών με αεροπορικά χτυπήματα, για πρώτη φορά μετά τη Δεύτερη Ιντιφάντα. Τα πρώτα τέτοια χτυπήματα έγιναν στην περιοχή Τζαλαμέ κοντά στη Τζενίν στις 21 Ιουνίου.
Εντωμεταξύ, η Σιν Μπετ επεκτείνει τη λίστα με τους στόχους της. Θα ακολουθήσουν σίγουρα περισσότερες δολοφονίες.
Ταυτόχρονα, ο Σμότριτς σχεδιάζει ήδη μια μαζική επέκταση των παράνομων εποικισμών και ο Μπεν-Γκιβρ στέλνει ορδές εποίκων για να πραγματοποιήσουν πογκρόμ σε παλαιστινιακά χωριά. Η κόλαση της Χουγουάρα στις 26 Φεβρουαρίου επαναλήφθηκε στην Τουρμούσαγια στις 21 Ιουνίου.
Αν και οι ΗΠΑ και οι δυτικοί εταίροι τους μπορεί να συνεχίσουν να απέχουν από την επέμβαση στις υποτιθέμενες «εσωτερικές υποθέσεις του Ισραήλ», θα πρέπει να εξετάσουν προσεκτικά τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη. Αυτό δεν είναι business as usual.
Η επόμενη Ιντιφάντα στην Παλαιστίνη θα είναι ένοπλη, πάνω από παρατάξεις, και δημοφιλής, με συνέπειες που είναι πολύ δύσκολο να μετρηθούν.
Αν και για τους Παλαιστίνιους μια εξέγερση είναι μια κραυγή ενάντια στην αδικία σε όλες τις μορφές της, για άτομα όπως ο Σμότριτς και ο Μπεν Γκιβρ η βία είναι μια στρατηγική για την επέκταση των εποικισμών, την εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων και τον εμφύλιο πόλεμο. Λαμβάνοντας υπόψη τα πογκρόμ στη Χουγουάρα και την Τουρμούσαγια, ο εμφύλιος πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει.