O πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής Κέβιν Μακάρθι έβαλαν τέλος στην ενασχόληση διάφορων σεναριολόγων που προέβλεπαν τη χρεοκοπία των ΗΠΑ εξαιτίας της ασυμφωνίας ανάμεσα στο Λευκό Οίκο και τη Βουλή, που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, για την αύξηση του ορίου δανεισμού του αμερικάνικου δημόσιου.
Εμείς, πάντως, δεν αγωνιούσαμε, ούτε φτιάχναμε σενάρια κατάρρευσης. Σε σημείωμά μας στις 22 Μάη (Γράφτα…) σημειώσαμε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που το αμερικάνικο κράτος διευρύνει το όριο του «βερεσέ», καθώς από το 1960 το έχει κάνει 78 φορές και πως επί Ομπάμα το 2011 είχαν εκτυλιχτεί οι ίδιες (δήθεν) δραματικές σκηνές.
Οπως γράφαμε, δεν τρέφουμε αμφιβολίες πως τα δύο αμερικάνικα κόμματα «θα υποχωρήσουν μπροστά στο εθνικό συμφέρον». Είναι όμως μια ακόμα ευκαιρία να σημειώσουμε πόσο εργαλειακά χρησιμοποιείται το χρέος ανάλογα με την περίσταση: αν είσαι μια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη, το χρέος δεν είναι παρά ένα νούμερο που με έναν νόμο μπορεί να αλλάζει και πάμε παρακάτω. Αν, από την άλλη, είσαι έρμαιο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ακολουθείς τις δημοσιοοικονομικές επιταγές των «εταίρων» σου (μέχρι το 2060 και βλέπουμε), αφού πρώτα έχεις φροντίσει να ξεπουλήσεις ό,τι πλούτο διαθέτεις.
Το περασμένο Σάββατο το βράδυ, Λευκός Οίκος και Μακάρθι επιβεβαίωσαν ότι επήλθε συμφωνία. Αυτό οδηγεί σε επιπλέον δανεισμό και αύξηση του δημόσιου χρέους πάνω από το όριο των 31,4 τρισ. δολαρίων (περίπου 135% του ΑΕΠ) που βρίσκεται σήμερα. Μάλιστα, η συμφωνία θα ισχύει μέχρι και το τέλος του 2024. Θα έχουν γίνει οι επόμενες προεδρικές εκλογές, χωρίς να μπλέκεται το συγκεκριμένο ζήτημα στην προεκλογική αντιπαράθεση.
Οπως αναμενόταν, μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας άρχισε το blame game. «Η συμφωνία αντιπροσωπεύει έναν συμβιβασμό, γεγονός που σημαίνει ότι κανείς δεν πήρε αυτό που ήθελε. Αυτή είναι η ευθύνη την οποία φέρουν οι κυβερνώντες», δήλωσε ο Μπάιντεν. «Αφού [ο Μπάιντεν] έχασε πολύ χρόνο και αρνήθηκε να διαπραγματευτεί επί μήνες, τελικώς φτάσαμε σε μια συμφωνία η οποία αξίζει τον κόπο για τους αμερικανούς πολίτες», δήλωσε ο Μακάρθι. Ετσι παίζεται το παιχνίδι. Ο ένας προσπαθεί να επιρρίψει την ευθύνη στον άλλο και οι δύο μαζί βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό σε βουλευτές και γερουσιαστές με μια συμφωνία της τελευταίας στιγμής, που έχει χαρακτήρα καθαρά εκβιαστικό: «ή ψηφίζετε ή οι ΗΠΑ κηρύσσονται σε χρεοκοπία – περιθώριο περαιτέρω διαπραγμάτευσης δεν υπάρχει».
Η συμφωνία Μπάιντεν-Μακάρθι δίνει και το περιθώριο της καταψήφισης στη δεξιά πτέρυγα των Ρεπουμπλικανών (καταγγέλλοντας τον «κρατισμό» και τη συνεχή αύξηση των κρατικών δαπανών), όπως και στην αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών (κατηγορώντας τον Μπάιντεν ότι παγώνει για δυο χρόνια τις κρατικές δαπάνες, πλην των στρατιωτικών, και αυστηροποιεί τους όρους για τη χορήγηση κάποιων προνοιακών επιδομάτων). Οι υπόλοιποι, οι «μετριοπαθείς» και των δύο κομμάτων, φτάνουν και περισσεύουν για να περάσει η απόφαση για αύξηση του χρέους και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Είναι όλα… σοφά ρυθμισμένα, ώστε και η δουλειά να γίνει και κάποια προσχήματα να σωθούν.
Το ουσιαστικό, όμως, δεν είναι μια ακόμα απόφαση για την αύξηση του αμερικάνικου κρατικού χρέους, αλλά το πλαίσιο στο οποίο παίρνεται η συγκεκριμένη απόφαση. Αντιγράφουμε από το άρθρο μας στις 22 Μάη:
Το αμερικάνικο χρέος έχει φτάσει το επίπεδο των 31,4 τρισ. δολαρίων (4ο τρίμηνο του 2022), ποσό που διπλασιάστηκε σε μια δεκαετία (16,4 τρισ. δολάρια το τέταρτο τρίμηνο του 2012). Τους «καιρούς» της ποσοτικής χαλάρωσης και των μηδενικών επιτοκίων ο δανεισμός του αμερικάνικου κράτους για τη χρηματοδότηση του δημόσιου ελλείματος ήταν σχεδόν τζάμπα. Εξάλλου, όπως μας πληροφορούσαν τότε, ο φτηνός δανεισμός θα παρουσιαζόταν σαν σηματοδότης για τον εύκολο δανεισμό των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές, οι οποίες με αυτόν τον τρόπο θα ενθαρρύνονταν να δανείσουν τις επιχειρήσεις ώστε να δημιουργηθεί οικονομική ανάπτυξη. Το πώς αυτό πραγματοποιήθηκε το είδαμε στις περιπτώσεις των SVB, Credit Suisse, Silvergate και εσχάτως First Republic. Αυτή η «σπειρωτή» κίνηση οδήγησε σε πληθωρισμό και μπήκαμε στους καιρούς της ποσοτικής σύσφιξης και των υψηλών επιτοκίων, που κάνουν τον δανεισμό για την εξυπηρέτηση του χρέους πανάκριβο.
Οπότε ποια είναι η λύση που θα ακολουθήσει το αμερικάνικο κράτος; Δεν χρειάζεται να βουτήξει κανείς σε εγχειρίδια και τόμους οικονομικής ανάλυσης. Αρκεί να παρακολουθήσει τους θαμώνες ενός καφενείου. Υπάρχει πάντα ένα ποσοστό θαμώνων που φεύγοντας φωνάζει στον ιδιοκτήτη «γράφτα», χωρίς το χέρι να πλησιάζει καν την τσέπη. Ερχόμενοι στην περίπτωση του αμερικάνικου κράτους, ο «βερεσές» μεταφράζεται σε αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους.
Μόνο που τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά τώρα [σε σχέση με παρόμοιες αποφάσεις στο παρελθόν]. Το αμερικάνικο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,1% για το 1ο τρίμηνο του 2023, όταν η αντίστοιχη αύξηση για το 4ο τρίμηνο του 2022 ήταν στο 2,6%, γεγονός που ανησυχεί τους αμερικάνους οικονομολόγους. Σύμφωνα με τους New York Times, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων σε εξοπλισμό κατέγραψαν τη μεγαλύτερη μείωση (7,3%) σε σχέση με τα πανδημικά επίπεδα και τα lockdowns. Αντίστοιχα πρόσημα υπήρξαν και σε άλλες μεταβλητές της αμερικανικής οικονομίας, όπως ο κατασκευαστικός, ο στεγαστικός και ο βιομηχανικός κλάδος. Αν προστεθεί η αποδυνάμωση των ΗΠΑ στο ιμπεριαλιστικό στερέωμα, όπου πολλές χώρες -όπως η Ινδία- εγκαταλείπουν κλιμακωτά το δολάριο ως κύριο νόμισμα στις εμπορικές τους συναλλαγές και έχουμε αποθεματοποίηση χρυσού με το γρηγορότερο ρυθμό από το 1987, γίνεται κατανοητή η κραυγή απελπισίας της υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, η οποία δήλωσε πως «η αμερικάνικη οικονομία κρέμεται από μία κλωστή».