Οταν ένα κράτος βρίσκεται σε πόλεμο, σε κάμποσα μέτωπα μάλιστα, εκ των οποίων στα δύο (και) με χερσαίες δυνάμεις, και ο πρωθυπουργός διώχνει με τις κλωτσιές τον υπουργό Πολέμου, πρώην στρατιωτικό και στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος, δε χρειάζεται να συζητάμε για το αν υπάρχει ή όχι κρίση σ’ αυτό το κράτος. Εχουμε τον ορισμό της πολιτικής κρίσης.
Χτες, ημέρα των αμερικανικών εκλογών (η επιλογή του χρόνου σίγουρα έχει τους δικούς της συμβολισμούς), ο Νετανιάχου απέλυσε τον Γκάλαντ, επικαλούμενος διαφορετική αντίληψη ανάμεσά τους για την εξέλιξη του πολέμου. Αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρη τη δήλωση του Νετανιάχου:
«Η κύρια υποχρέωσή μου ως πρωθυπουργού του Ισραήλ είναι να διατηρήσω την ασφάλεια του Ισραήλ και να επιτύχω την ολοκληρωτική μας νίκη. Εν μέσω πολέμου, περισσότερο από ποτέ, απαιτείται απόλυτη εμπιστοσύνη μεταξύ του πρωθυπουργού και του υπουργού Αμυνας. Δυστυχώς, παρόλο που υπήρχε εμπιστοσύνη κατά τους πρώτους μήνες της στρατιωτικής εκστρατείας και είχαμε μια πολύ παραγωγική συνεργασία, τους τελευταίους μήνες αυτή η εμπιστοσύνη ανάμεσα σε εμένα και τον υπουργό Αμυνας είχε αρχίσει να ραγίζει.
Ο υπουργός Αμυνας Γκάλαντ και εγώ είχαμε ουσιαστικές διαφωνίες για τη διαχείριση της στρατιωτικής εκστρατείας, διαφωνίες που συνοδεύτηκαν από δημόσιες δηλώσεις και ενέργειες που αντιβαίνουν στις αποφάσεις της κυβέρνησης και του Υπουργικού Συμβουλίου Ασφάλειας.
Εχω κάνει πολλές προσπάθειες να επιλύσω αυτές τις διαφωνίες, αλλά έγιναν ολοένα και ευρύτερες. Δημοσιοποιήθηκαν επίσης στο κοινό με ακατάλληλο τρόπο και, ακόμα χειρότερα, έγιναν γνωστές και στους εχθρούς μας. Οι εχθροί μας έχουν χαρεί πολύ από αυτές τις διαφωνίες και έχουν αποκομίσει πολλά οφέλη από αυτές. Οι διαφορετικές απόψεις σε ελεύθερες συζητήσεις, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει όποιος με γνωρίζει, είναι ο τρόπος μου να διεξάγω συζητήσεις και διαβουλεύσεις και να λαμβάνω αποφάσεις. Ολοι το ξέρουν αυτό.
Ωστόσο, η διεύρυνση της κρίσης εμπιστοσύνης ανάμεσα σε εμένα και τον υπουργό Αμυνας είχε γίνει δημόσια γνωστή και αυτή η κρίση εμποδίζει τη σωστή διαχείριση της στρατιωτικής εκστρατείας. Δεν είμαι ο μόνος που έχει αυτή την άποψη, καθώς τόσο στην κυβέρνηση όσο και στο Γραφείο Ασφάλειας, η πλειοψηφία των μελών του οποίου, σχεδόν όλα τα μέλη, συμμερίζονται την αίσθηση ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ενόψει των ανωτέρω, αποφάσισα σήμερα να απομακρύνω τον υπουργό Αμυνας από τη θέση του. Στη θέση του αποφάσισα να διορίσω τον υπουργό Ιζραελ Κατς. Ο Ιζραελ Κατς έχει αποδείξει τις ικανότητές του και έχει συμβάλει στην εθνική ασφάλεια ως υπουργός Εξωτερικών, υπουργός Οικονομικών, υπουργός Πληροφοριών για πέντε χρόνια και, εξίσου σημαντικό, ως μακροχρόνιο μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου Κρατικής Ασφάλειας. Ο Ιζραελ Κατς έχει έναν εντυπωσιακό συνδυασμό πλούσιας εμπειρίας και εκτελεστικών ικανοτήτων. Είναι γνωστός ως άνθρωπος της δράσης, που συνδυάζει την ευθύνη με την υπεύθυνη αποφασιστικότητα, όλα τα σημαντικά χαρακτηριστικά για την καθοδήγηση μιας πολεμικής εκστρατείας.
Επίσης, μίλησα σήμερα με τον υπουργό Γκίντεον Σάαρ και του πρότεινα να συμμετάσχει στο συνασπισμό μαζί με την παράταξή του και να υπηρετήσει ως υπουργός Εξωτερικών. Ως μέλος της κυβέρνησης και του Υπουργικού Συμβουλίου Ασφάλειας για πολλά χρόνια, ο Γκίντεον Σάαρ διαθέτει μεγάλη εμπειρία στους τομείς της πολιτικής και της ασφάλειας και θα είναι μια σημαντική προσθήκη στην ηγετική μας ομάδα.
Η προσθήκη του Γκίντεον Σάαρ και η προσθήκη της παράταξής του θα αυξήσει τη σταθερότητα του συνασπισμού και της κυβέρνησης, σημαντικών παραγόντων σε κάθε στιγμή και ιδιαίτερα σημαντικών σε καιρό πολέμου. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτά τα βήματα θα ενισχύσουν την κυβέρνηση και το Υπουργικό Συμβούλιο Ασφάλειας, μετατρέποντάς τα σε φορείς που εργάζονται συνεργατικά και αρμονικά για την ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ, για τους πολίτες του Ισραήλ και για τη νίκη μας».
Σιωνιστικά Μέσα αναφέρουν ότι ο Νετανιάχου θα καρατομήσει και τον αρχηγό του επιτελείου, Χέρζι Χαλεβί, και τον διοικητή της Σιν Μπετ, Ρόνεν Μπαρ. Το Γραφείο του Νετανιάχου το διέψευσε και ανακοίνωσε ότι ο πρωθυπουργός επικοινώνησε με τους επικεφαλής του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών (Μοσάντ και Σιν Μπετ) και τους ζήτησε να συνεργαστούν με τον νέο υπουργό Αμυνας.
Ο Γκάλαντ, αφού δήλωσε ότι «η ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ ήταν και θα παραμείνει πάντα η αποστολή της ζωής μου», υποστήριξε ότι εκδιώχτηκε λόγω της προσήλωσής του στην επιστροφή των αιχμάλωτων και στην επιμονή του ότι πρέπει να γίνουν συμβιβασμοί. Συμπλήρωσε, δε, ότι διαφωνούσε με τον Νετανιάχου στο θέμα της στράτευσης των Χαρεντίμ (υπερορθόδοξοι εβραίοι) και στο θέμα της έρευνας που ο ίδιος (ο Γκάλαντ) ζήτησε για τις «αστοχίες» στις 7 Οκτώβρη του 2023.
Η δήλωση Γκάλαντ πυροδότησε και τις πρώτες διαδηλώσεις. Το κομμάτι εκείνο του σιωνιστικού όχλου που διαδηλώνει εδώ και καιρό, ζητώντας να γίνει συμφωνία με τη Χαμάς και να σταματήσει η επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας, ώστε να επιστρέψουν ζωντανοί οι αιχμάλωτοι, βγήκε αμέσως στους δρόμους. Το Σάββατο σίγουρα θα είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που θα διαδηλώνουν στις ισραηλινές πόλεις.
Ο Ιζραελ Κατς, που ο Νετανιάχου έβαλε στη θέση του Γκάλαντ, ανήκει επίσης στο Λικούντ και διακρίνεται για την ακραία σιωναζιστική ρητορική του. Δείτε μια χαρακτηριστική ανάρτησή του:
War criminal Benjamin Netanyahu fires war criminal Yuav Gallant, replaces him with genocide enabler Israel Katz.
Who is Israel Katz?
There you go👇🏻 pic.twitter.com/OfP5DjAHdL— Marwa Osman || مروة عثمان (@Marwa__Osman) November 5, 2024
«Ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα; Κανένας διακόπτης ηλεκτρικού δεν πρόκειται ν’ ανοίξει, καμιά βρύση δε θ’ ανοίξει, κανένα βυτίο με καύσιμα δεν πρόκειται να μπει μέχρι οι ισραηλινοί απαχθέντες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ανθρωπισμός έναντι ανθρωπισμού. Και κανένας δε θα διδάξει σ’ εμάς ηθική»
Ο Γκιντεόν Σάαρ είναι ένας κλασικός σιωνιστής πολιτικός τυχοδιώκτης. Υπήρξε βουλευτής του Λικούντ, διεκδίκησε την αρχηγία από τον Νετανιάχου και ο τελευταίος τον συνέτριψε στις εσωκομματικές εκλογές, αποχώρησε για να φτιάξει δικό του μόρφωμα («Νέα Ελπίδα»), μετά συμμάχησε με το «Λευκό και Γαλάζιο» του Μπένι Γκαντζ, μπήκε μαζί με τους Γκαντζ και Εϊσενκοτ στην κυβέρνηση Νετανιάχου μετά τις 7 Οκτώβρη του 2023, αποχώρησε τον Μάρτη του 2024, επειδή ο Νετανιάχου τον είχε ως υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου και δεν τον έκανε μέλος του Πολεμικού Συμβούλιου, ξαναγύρισε τον Σεπτέμβρη στην κυβέρνηση ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και τώρα γίνεται υπουργός Εξωτερικών (προφανώς ο Νετανιάχου του είχε υποσχεθεί παρασκηνιακά το υπουργείο για να γυρίσει στον κυβερνητικό συνασπισμό).
Ολα αυτά δεν παραπέμπουν σε διαφορετικές στρατηγικές ως προς τη διαχείριση του πολέμου. Ο Γκάλαντ δεν ήταν κανένας ειρηνόφιλος, δεν είναι λιγότερο σιωναζιστής από τους Κατς και Σάαρ. Ούτε καν σε επίπεδο ρητορικής. Είναι αποτελέσματα της κρίσης και δείχνουν πως ο Νετανιάχου προσπαθεί να οχυρωθεί προσωπικά, βάζοντας και τον Σάαρ στον κυβερνητικό συνασπισμό. Οχι στην προοπτική να κερδίσει τον πόλεμο, αλλά στην προοπτική να υποχρεωθεί σε μια ταπεινωτική συμφωνία. Ξέρει πως και η αντιπολίτευση (τα κόμματα των Λαπίντ και Γκαντζ-Εϊζενκοτ) θα στηρίξει μια συμφωνία με τη Χαμάς (επομένως και με την Χεζμπολά), όμως αμέσως μετά θα του την πέσει άγρια, απαιτώντας «την κεφαλήν του επί πίνακι». Γι’ αυτό οχυρώνει το προσωπικό του στρατόπεδο, ώστε να αντέξει στην επίθεση που θα δεχτεί. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Κνεσέτ είναι ολιγομελές κοινοβούλιο και συχνά μια-δυο ψήφοι κάνουν τη διαφορά.
Ο Γκάλαντ είχε αρχίσει να αποτελεί πρόβλημα για τον Νετανιάχου, διότι μετέφερε τις απόψεις των στρατηγών και των αρχηγών των μυστικών υπηρεσιών ότι ο πόλεμος δεν κερδίζεται. Και είχε αρχίσει να τις λέει και δημόσια, ενώ παράλληλα έδινε κανονικό ραπόρτο στον αμερικανό ομόλογό του Λόιντ Οστιν (οι δυο τους φρόντιζαν να ανακοινώνονται οι δεκάδες -πάνω από 70- τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν τους τελευταίους μήνες – μπορούμε να φανταστούμε πόσες ήταν αυτές που δεν ανακοινώθηκαν). Επομένως, ο Γκάλαντ ήταν εχθρός του Νετανιάχου, όχι σαν… ειρηνόφιλος, αλλά επειδή προσπαθούσε να φορτώσει στον Νετανιάχου την ήττα και -ίσως- να γίνει ο ίδιος Νετανιάχου στη θέση του Νετανιάχου.
Τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει με την αποπομπή του Γκάλαντ, γιατί για την πορεία του πολέμου αποφασίζει το πεδίο και όχι οι όποιες πολιτικές ηγεσίες. Αύριο θα έχουν συμπληρωθεί δεκατρείς μήνες από την εξαπόλυση του Κατακλυσμού του Αλ-Ακσα. Ο σιωναζιστικός στρατός δεν πέτυχε κανέναν από τους στόχους που διακήρυξε η κυβέρνηση Νετανιάχου όταν ξεκίνησε την επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας. Ούτε τους αιχμάλωτους πήρε πίσω (αντίθετα, σκότωσε αρκετούς απ’ αυτούς με βομβαρδισμούς ή με αποτυχημένες καταδρομικές επιχειρήσεις), ούτε την Παλαιστινιακή Αντίσταση συνέτριψε, ούτε τη Χαμάς εξολόθρευσε.
Το κόστος για τη σιωνιστική οντότητα είναι μεγάλο: το «ανίκητο» του στρατού της αποτελεί μακρινή ανάμνηση, το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και πολεμικό υλικό συνεχώς αυξάνεται (με μεγάλη ταχύτητα, μάλιστα, από τότε που άρχισαν πολεμικό τυχοδιωκτισμό και στον Λίβανο, όπου οι μαχητές της Χεζμπολά έχουν λιανίσει τις επίλεκτες δυνάμεις του σιωναζιστικού στρατού), περίπου τριακόσιες χιλιάδες έποικοι στο βορρά της οντότητας και στο λεγόμενο Φάκελο της Γάζας δεν μπορούν να επιστρέψουν στους εποικισμούς και τις εργασίες τους, δεκάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις έχουν κλείσει, ο κρατικός προϋπολογισμός πάει κατά διαόλου, τα δάνεια αυξάνονται και οι αξιολογικοί οίκοι του χρηματιστικού κεφάλαιου υποβιβάζουν την πιστοληπτική ικανότητα του Ισραήλ, κάνοντας πιο υψηλό το κόστος δανεισμού, το Ισραήλ θεωρείται κράτος παρίας και η «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος» έχει συντριβεί, καθώς τεράστιες λαϊκές μάζες σε όλο τον πλανήτη θεωρούν το Ισραήλ συνώνυμο του ναζισμού της εποχής μας.
Τι είναι εκείνο που θα αλλάξει ο Κατς, ως νέος υπουργός Πολέμου της οντότητας, ώστε να κερδηθεί αυτό που δεν κατέστη δυνατό να κερδηθεί τους προηγούμενους δεκατρείς μήνες με υπουργό Πολέμου τον Γκάλαντ; Η απάντηση είναι: τίποτα απολύτως.
Κατά συνέπεια, χωρίς η αποπομπή Γκάλαντ να έχει οποιαδήποτε πρακτική σημασία ως προς την εξέλιξη του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας και τον Λίβανο, αποκαλύπτει τη βαθιά κρίση που μαστίζει τη σιωνιστική οντότητα, καθώς δεν μπορεί να νικήσει σε έναν πόλεμο που νόμιζε πως έχει τη νίκη στο τσεπάκι της.