Το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε χτες στο Middle East Eye, παλαιστινιακή ιστοσελίδα που δεν συνδέεται με την Αντίσταση. Περιγράφει το μαρτύριο της Αμίνα Χουσεΐν (το όνομα έχει αλλαχτεί, για την προστασία της γυναίκας), μιας Παλαιστίνιας από τη Γάζα, που πέρασε πάνω από 40 μέρες βασανιστικής κακοποίησης, σεξουαλικών προσβολών και πείνας, σε διάφορα σιωναζιστικά κολαστήρια, όταν απήχθη από ένα σχολείο στην κεντρική Λωρίδα της Γάζας, μαζί με άλλες Παλαιστίνιες.
Η Αμίνα είναι μία από τους εκατοντάδες Παλαιστίνιους, γυναίκες, κορίτσια, άντρες και ηλικιωμένους, που απήχθησαν από τις σιωναζιστικές δυνάμεις εισβολής από τα καταφύγιά τους σε διάφορα σημεία της Λωρίδας της Γάζας. Εχουμε δημοσιεύσει βίντεο και περιγραφές από παλαιστίνιους ομήρους που απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν σακατεμένοι, με τα σημάδια των βασανιστηρίων στα σώματα και τα πρόσωπά τους. Αν δεν κάνουμε λάθος, αυτή είναι η πρώτη φορά που έχουμε μαρτυρία μιας από τις γυναίκες ομήρους.
Η Αμίνα ζούσε στην πόλη της Γάζας με τις δυο κόρες της, 13 και 12 ετών, και τον εξάχρονο γιο της. Τέσσερις μέρες μετά τις 7 Οκτώβρη, πήγε να μείνει μαζί τους και η αδερφή της, καθώς το σπίτι της βομβαρδίστηκε. Για ένα μήνα ζούσαν υπό τους ήχους των αεροπορικών βομβαρδισμών γύρω από την περιοχή τους. Η πόλη όπου ζούσαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι βομβαρδιζόταν και ισοπεδωνόταν. Η Αμίνα πήρε τα παιδιά της και αναζήτησε καταφύγιο σε κάποιο σχολείο. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. «Ο [σιωναζιστικός] στρατός εμμονικά καλούσε στο κινητό μου και ζητούσε από όλους να φύγουν από το σχολείο», είπε η Αμίνα στο ΜΕΕ.
«Μάζεψα τα παιδιά μου και αναζήτησα καταφύγιο σε ένα σχολείο στην κεντρική Λωρίδα της Γάζας, στην περιοχή της Νουσεϊράτ, αλλά ήταν τόσο απίστευτα γεμάτο που δεν μπορούσαμε να βρούμε ένα μέρος να σταθούμε, να καθήσουμε ή να κοιμηθούμε. Εξαντλήθηκα περπατώντας από σχολείο σε σχολείο και κοιτάζοντας για ένα ασφαλές μέρος για τα παιδιά μου, μέχρι που βρήκαμε ένα σχολείο για να μείνουμε στον καταυλισμό προσφύγων Αλ-Μπυρέιζ», είπε.
«Εμεινα εκεί για τις επόμενες οχτώ μέρες. Την ένατη μέρα, το σχολείο βομβαρδίστηκε από τον ισραηλινό στρατό, μολονότι γνώριζαν ότι είχαν βρει καταφύγιο εκτοπισμένες γυναίκες, παιδιά και ολόκληρες οικογένειες. Δόξα τω θεώ, τα παιδιά μου κι εγώ επιζήσαμε από το βομβαρδισμό. Μετά, βρήκα καταφύγιο σε ένα άλλο σχολείο».
Ομως τα βάσανά της Αμίνα δεν είχαν τελειώσει. Ο χειρότερος εφιάλτης της άρχισε ένα βράδυ, λιγότερο από μήνα αφότου είχε εκτοπιστεί στο τελευταίο σχολείο (το ΜΕΕ δεν το κατονομάζει, για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητα της γυναίκας), όταν έφτασαν εκεί σιωναζιστικές δυνάμεις.
«Εισέβαλαν μοχθηρά στις 2:30 μετά τα μεσάνυχτα, διατάζοντάς μας όλους να φύγουμε από το σχολείο. Επιτέθηκαν σε όλους. Οι στρατιώτες πήραν έξω τα αγόρια και τα ξεγύμνωσαν. Εσυραν έξω όλους τους άνδρες μόνο με τα εσώρουχά τους. Μείναμε έτσι μέχρι τις 10:00 το πρωί. Γύρω στις 3 μμ, οι στρατιώτες είπαν στις γυναίκες να πάρουν τα παιδιά τους και να φύγουν, διατάζοντάς τες να κατευθυνθούν νότια. Μιλώντας με μικροφωνική, είπαν ότι κάθε γυναίκα μπορούσε να πάρει μόνο μία τσάντα και τα παιδιά της. Προσπάθησα να συγκεντρώσω όσες κονσέρβες με τρόφιμα μπορούσα και να πάρω τα πιο απαραίτητα πράγματα και να φύγω».
Καθώς οι γυναίκες άρχισαν να βγαίνουν από το σχολείο, σταμάτησαν μερικές. Η Αμίνα ήταν μία απ’ αυτές.
«Οι στρατιώτες ζήτησαν την ταυτότητά μου και με πήραν με άλλες εννιά γυναίκες. Δεν ήξερα καμιά τους, καθώς ήταν από το Αλ-Μπουρέιζ κι εγώ από τη Γάζα. Ενας μασκοφόρος άνδρας με έδειξε και οι στρατιώτες φώναξαν το όνομά μου και μου είπαν να μπω σε μια σκηνή, ισχυριζόμενοι ότι υπάρχει ένας γιατρός εκεί που θέλει μια σύντομη ενημέρωση».
Για να καθησυχάσει τα παιδιά της η Αμίνα τους είπε ότι πηγαίνει να τους φέρει τροφή και νερό από τη σκηνή. Αλλά όταν μπήκε, βρήκε να την περιμένει μια στρατιωτίνα. Δεν υπήρχε γιατρός. «Βγάλ’ τα όλα» είπε η αξιωματικός, μιλώντας αραβικά. Γυμνή, μόνο με τα εσώρουχά της, η Αμίνα ερευνήθηκε από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών.
«Οταν δεν βρήκε τίποτα, μου ζήτησε να ντυθώ και σκέφτηκα ότι με αφήνουν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκα το στρατιώτη πίσω μου να κολλάει ένα όπλο στην πλάτη μου και να ουρλιάζει να περπατήσω. “Πού με πηγαίνετε;” ρώτησα τον στρατιώτη κι αυτός μου απάντησε να σκάσω και να συνεχίσω να περπατάω μέχρι που με έβαλε σε ένα βαν όπου υπήρχαν και άλλες γυναίκες. Μου έδεσε τα χέρια, με χτύπησε με το όπλο του και προσπάθησε να μου βάλει στο χέρι την ταυτότητά μου. Ηταν σκοτάδι, δεν μπορούσα να δω τίποτα και δεν μπόρεσα να πιάσω την ταυτότητα. Ετσι, με ξαναχτύπησε με το όπλο του και μου την έδωσε».
Μετά, το βαν ξεκίνησε για ένα μακρύ ταξίδι. Μετά από τέσσερις ή πέντε ώρες έφτασε στον προορισμό του. «Πανικοβλήθηκα, αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν πολύ μακριά από τα παιδιά μου» λέει η Αμίνα. Εκεί, σε μια άγνωστη γι’ αυτήν τοποθεσία, είδε μια ομάδα από Ισραηλινούς. Ενας απ’ αυτούς είπε στις γυναίκες: «Καλωσορίσατε στο Ισραήλ».
«Σοκαρισμένη και τρομοκρατημένη από την ιδέα ότι βρισκόμουν μέσα στο Ισραήλ, άρχισα να φωνάζω: “Πού είναι τα παιδιά μου, τις θα τους κάνετε, δεν μπορώ να τ’ αφήσω μόνα, δεν έχουν κανένα”. Αισθάνθηκα ότι έχανα τα λογικά μου. Είπαν ότι τα παιδιά μου είναι μια χαρά, αλλά δεν τους πίστεψα».
Οι δυο ομάδες άρχισαν τότε να συστήνονται, ελπίζοντας να πάρουν κάποια πληροφορία για τις οικογένειές τους. Αλλά μετά από λίγο, ξαναπήραν έξω τις γυναίκες, με χειροπέδες και αριθμημένα βραχιόλια στα χέρια.
«Μας έβαλαν σε ένα λεωφορείο, αναγκάζοντάς μας να καθήσουμε με τα σώματα σκυφτά. Αν κουνούσα το κεφάλι μου ή ίσιωνα το κορμί μου, μια στρατιωτίνα ούρλιαζε και με χτυπούσε με το όπλο της. Βλαστημούσε και με χτυπούσε. Μετά μας μετέφεραν σε ένα άλλο λεωφορείο, όπου μου έδωσαν μια γουλιά νερό. Μόνο μια γουλιά νερό. Ηταν η πρώτη φορά που φάγαμε ή ήπιαμε κάτι στις 24 ώρες από τότε που μας πήραν από το σχολείο. Πάσχω από διαβήτη και έχω χρόνια υπέρταση. Το είπα στους στρατιώτες όλον αυτό το χρόνο, αλλά δεν τους ένοιαξε. Αλλά όταν ήπια αυτή τη γουλιά νερό, έσβησα τη δίψα μου και αποκοιμήθηκα. Το επόμενο πράγμα που είδα ήταν το φως της μέρας».
Μετά από μια μακρά και εξαντλητική μέρα, η ομάδα των γυναικών έφτασαν σε κάποιο άλλο κέντρο κράτησης, όπου πέρασαν τις επόμενες έντεκα μέρες. Η Αμίνα δεν ήξερε πού βρισκόταν ή πώς έμοιαζε η εγκατάσταση, γιατί της είχαν δέσει τα μάτια και άκουγε μόνο εβραϊκά στον περιβάλλοντα χώρο, τα οποία δεν τα καταλαβαίνει. Οταν έφτασαν εκεί, την πήραν σε ένα δωμάτιο και της έλυσαν τα μάτια.
«Είδα δυνατά φώτα και ένα γυάλινο παράθυρο που υποπτεύθηκα ότι είχε κάμερες παρακολούθησης. Οι ισραηλινές στρατιωτίνες άρχισαν να με χτυπούν και να μου φωνάζουν να βγάλω τα ρούχα μου. Εξεπλάγην που μου ζητούσαν να βγάλω ξανά τα ρούχα μου. Με άφησε μόνο με τα εσώρουχα. Με έφτυνε στη διάρκεια της διαδικασίας. Σε κάθε σημείο που μεταφερόμασταν κατά τη διάρκεια της κράτησής μας, μας έγδυναν και μας έψαχναν. Οι αξιωματικοί κολλούσαν τα χέρια τους στο στήθος μου και μέσα από το παντελόνι μου. Μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν κι αν κάναμε οποιαδήποτε κίνηση ή ήχο, ούρλιαζαν να σκάσουμε».
Οταν οι στρατιώτες έψαξαν την Αμίνα σ’ αυτό το δωμάτιο, δεν της επέστρεψαν τα ρούχα της. «Παρακάλεσα τη στρατιωτίνα να μου επιστρέψει το σουτιέν μου. Είπα πως δεν μπορούσα να κινηθώ χωρίς αυτό, αλλά αυτή συνέχισε να ουρλιάζει ότι δεν έπρεπε να το φορέσω. Μου πέταξε παντελόνι και ένα τισέρτ και είπε μπορείς να φοράς μόνο αυτά. Συνέχισε να με κλωτσάει, να με χτυπάει με το μπαστούνι της καθώς ντυνόμουν. Hταν καθαρό βασανιστήριο. Ηταν πολύ εκδικητική και ακραία βίαιη και μνησίκακη, όπως όλοι τους. Με προσέβαλαν με όλα τα μέσα. Ηταν σοκαριστικό να βλέπεις γυναίκες να προσβάλλουν άλλες γυναίκες, άλλες γυναίκες της ηλικίας τους ή και μεγαλύτερες. Πώς μπορούσαν να μας το κάνουν αυτό;».
Η Αμίνα μεταφέρθηκε μετά σε ένα άλλο δωμάτιο για να δώσει πληροφορίες για τα χρήματα και κοσμήματα που είχε μαζί της. Της πήραν τα περίπου 1.000 σέκελ που είχε μαζί της και τα χρυσά σκουλαρίκια της. Μετά την έβγαλαν έξω, ενώ την κλωτσούσαν και τη «χούφτωναν» οι στρατιώτες. Τότε άκουσε μια φωνή που ακουγόταν σαν της κόρης της. «Νόμισα πως άκουσα την κόρη μου να με φωνάζει και άρχισα να απαντώ “μωρό μου, μωρό μου”, μόνο για ν’ ανακαλύψω ότι δεν ήταν η κόρη μου».
Η μαρτυρία της Αμίνα Χουσεΐν για τις προσβολές που υπέστη έρχεται μετά από την έκφραση ανησυχίας από ειδικούς του ΟΗΕ για σεξουαλικές επιθέσεις σε Παλαιστίνιες από ισραηλινούς στρατιώτες, σημειώνει το ΜΕΕ. «Τουλάχιστον δύο παλαιστίνιες κρατούμενες αναφέρθηκε ότι βιάστηκαν, ενώ άλλες αναφέρθηκε ότι απειλήθηκαν με βιασμό και σεξουαλική βία», είπαν οι ειδικοί. Οι κρατούμενες υποβλήθηκαν επίσης «σε απάνθρωπη και υποβαθμισμένη μεταχείριση, τους αρνήθηκαν τη χορήγηση σερβιετών για την περίοδο, τροφής και φαρμάκων και χτυπήθηκαν σοβαρά».
Η Αμίνα μεταφέρθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο μαζί με τις υπόλοιπες οχτώ κρατούμενες και άλλες τέσσερις επιπλέον. Και οι δεκατρείς πετάχτηκαν σε ένα σκοτεινό μικρό δωμάτιο που έμοιαζε με κλουβί για ζώα, λέει η Αμίνα. «Υπήρχαν λεπτά στρώματα στο κλουβί με κάποιες κουβέρτες αλλά όχι μαξιλάρια. Ηταν σαν να κοιμάσαι στο κρύο πάτωμα. Ολη την ώρα ήμασταν με χειροπέδες. Τα μπάνια ήταν όλα βρώμικα και φοβόμασταν μην αρρωστήσουμε από τη χρήση τους. Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό. Είσαι με ένα μπουκάλι νερό που είναι για να πίνεις και για πλύσιμο. Τα κορίτσια προσπαθούσαν να βοηθήσουν και να στηρίξουν η μια την άλλη. Θέλαμε να προσευχηθούμε αλλά δεν υπήρχε νερό για το πλύσιμο πριν την προσευχή, γι’ αυτό χρησιμοποιούσαμε χώμα. Για φαγητό έφερναν μια μικρή ποσότητα κάθε μέρα που μετά βίας έφτανε για ένα άτομο. Δεν είχαμε καθόλου τροφή. Ηταν εξαιρετικά δύσκολο να τα βγάλεις πέρα χωρίς τροφή και νερό, χωρίς ρούχα και κουβέρτες. Το σώμα μου ήταν άρρωστο και εξαντλημένο. Με είχαν χτυπήσει και είχα υποστεί βιαιότητες. Αισθανόμουν ότι θα κατέρρεα. Ανησυχούσα για τα παιδιά μου, αναρωτιόμουν αν ήταν ασφαλή, αν είχαν τροφή και νερό, αν ήταν ζεστά και είχαν κάποιον να τα φροντίζει».
Η ομάδα των γυναικών έμεινε έντεκα μέρες σ’ αυτή την εγκατάσταση, κατά τη διάρκεια των οποίων η Αμίνα μεταφέρθηκε δυο φορές για ανάκριση, μια εμπειρία εξίσου τραυματική. «Μου έκαναν πολλές ερωτήσεις για την οικογένειά μου, το συζυγό μου και τους συγγενείς μου. Οι στρατιώτες συνεχώς απειλούσαν να χτυπήσουν τα παιδιά μου, φωνάζοντάς μου πως αν δεν τους πω την αλήθεια, θα βασανίσουν και θα σκοτώσουν τα παιδιά μου. Με ρωτούσαν συνεχώς για τις αδερφές και τους αδερφούς μου. Ενας αδερφός μου είναι νομικός, δύο άλλοι καθηγητές, ένας γιατρός και ένας κουρέας. Είναι εργαζόμενοι άνθρωποι, δεν έχουν σύνδεση με κάτι άλλο. Επέμεναν ότι είναι “ακτιβιστές” και όταν ρώτησα τι εννοοούν, μου είπαν ότι ξέρω την απάντηση. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων με έδεναν σε μια καρέκλα και μια στρατιωτίνα καθόταν δίπλα μου, κλωτσώντας με και σπρώχνοντάς με με το όπλο της για ν’ απαντώ σωστά. Με ρώτησαν επίσης για τους λογαριασμούς μου στα social media και τους είπα ότι είχα μόνο Facebook. Με φοβέρισαν ότι θα συνεχίσουν να με παρακολουθούν σ’ αυτό».
Μετά από μαρτύρια έντεκα ημερών σ’ αυτό το άγνωστο κέντρο κράτησης, η Χουσεΐν μετακινήθηκε ξανά, αυτή τη φορά σε φυλακή. Οταν έφτασε εκεί ήταν εξαντλημένη, με πόνους και πεινασμένη. Δεν είχε πάρει φάρμακα για το διαβήτη της επί μέρες και η υγεία της χειροτέρευε. Οι συγκρατούμενές της φώναζαν συνεχώς για γιατρό που τελικά ήρθε και της χορήγησε λίγη περισσότερη τροφή και μερικά φάρμακα.
Μπόρεσαν τότε να κάνουν ένα ντους για πρώτη φορά μετά από εβδομάδες. «Αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή όλου του χρόνου μου εκεί. Για μια σύντομη στιγμή αισθάνθηκα ελεύθερη». Η Αμίνα Χουσεΐν κρατήθηκε σ’ αυτή τη φυλακή για 32 μέρες. Φαγητό δινόταν τρεις φορές τη μέρα, αλλά κάθε γεύμα δεν ήταν αρκετό για ένα άτομο. Το ρύζι, όταν δινόταν, ήταν άβραστο. Την 42η μέρα έφτασε τελικά η ώρα της επιστροφής.
«Ο,τι έχετε, χαρτιά ή οτιδήποτε άλλο, δεν μπορείτε να τα πάρετε μαζί σας, αφήστε τα πάντα εδώ», είπε ένας στρατιώτης στην ομάδα των γυναικών καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν. «Οι στρατιώτες μού έκλεψαν τα πάντα. Δεν πήρα πίσω τα μετρητά μου και τα προσωπικά μου αντικείμενα. Μου έδωσαν μόνο τα σκουλαρίκια μου σε ένα φάκελο και έκλεψαν όλα τα χρήματά μου», είπε η Αμίνα.
Κι ενώ σκεφτόταν ότι τα χειρότερα πέρασαν, σοκαρίστηκε όταν διαπίστωσε ότι ο δρόμος της επιστροφής ήταν το ίδιο τραυματικός. «Μετά από ταξίδι τριών ωρών με αυτοκίνητο, μεταφερθήκαμε σε ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο. Εκεί μου έβγαλαν το κάλυμμα των ματιών και είδα μια ομάδα γυμνωμένων παλαιστίνιων γυναικών. Οι στρατιωτίνες μας κλωτσούσαν και μας έλεγαν να γδυθούμε. Αρνήθηκα αλλά συνέχισε να με κλωτσάει και να με χτυπάει. Οι στρατιώτες μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο ενώ ήμασταν γυμνές».
Η ομάδα των γυναικών μπόρεσε τελικά να ντυθεί ενόψει της απελευθέρωσής τους. Αλλά ακριβώς προτού μεταφερθούν στο λεωφορείο, ένας ισραηλινός δημοσιογράφος με μια κάμερα ήρθε να καταγράψει τη σκηνή, βιντεοσκοπώντας το πρόσωπο της Αμίνα. «Ενας στρατιώτης μού είπε να πω στην κάμερα “όλα είναι μια χαρά” και το είπα. Μόλις ο δημοσιογράφος τελείωσε τη βιντεοσκόπηση, με έσπρωξαν σ’ ένα λεωφορείο. Μας αποβίβασαν στο πέρασμα Καρέμ Αμπού Σάλεμ (εβραϊκά Κερέμ Σαλόμ). Γύρισα στον στρατιώτη και ζήτησα τα προσωπικά μου αντικείμενα και τα χρήματά μου. Αυτός είπε: “Τρέξε. Μόνο τρέξε”. Μετά έτρεξα, μαζί με όλες τις άλλες γυναίκες».