Καταρχάς, ας μιλήσουμε για τη δημοκρατία. Την αστική δημοκρατία. Αυτή που σύμφωνα με τους εραστές της είναι «το καλύτερο πολίτευμα στον κόσμο». Επειδή «στηρίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας». Μάλιστα.
Στην κοιτίδα μιας κοσμοϊστορικής επανάστασης που καθιέρωσε την αστική δημοκρατία (παρά τις παλινορθώσεις και τις διολισθήσεις που ακολούθησαν), τη Γαλλία, η κυβέρνηση του προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να νομοθετεί ακόμη και χωρίς να έχει εξασφαλίσει την πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης. Να νομοθετεί επί κρίσιμων κοινωνικών θεμάτων με τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας απέναντί της.
Ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η πρωθυπουργός-μαριονέτα Ελιζαμπέτ Μπορν νομοθέτησαν την αλλαγή του συνταξιοδοτικού συστήματος (αύξηση των ορίων ηλικίας από τα 62 στα 64) έχοντας απέναντί τους τη συντριπτική πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας και ιδίως της πληθυσμιακά πλειοψηφικής εργατικής τάξης, με Προεδρικό Διάταγμα, επειδή δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν απόφαση της Εθνοσυνέλευσης έστω και με μια ψήφο διαφορά.
Πολύ… περίεργα λειτουργεί η «αρχή της πλειοψηφίας» στη Γαλλική Δημοκρατία. Για την ακρίβεια, αυτή η δυνατότητα νομοθέτησης, που υπάρχει για να εφαρμόζεται σε οριακές καταστάσεις, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που εγκαίρως είχε επισημάνει ο Καρλ Μαρξ: Και η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία δεν είναι παρά δικτατορία του κεφαλαίου επί του προλεταριάτου και των άλλων εργαζόμενων τάξεων.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μακρόν εφαρμόζει το άρθρο 49:3 του Συντάγματος για να περάσει μια αντεργατική μεταρρύθμιση. Το είχε κάνει και στην αρχή της πολιτικής καριέρας του, το 2015, ως υπουργός Οικονομικών επί προεδρίας του… σοσιαλιστή Φρανσουά Ολάντ. Με έναν αντεργατικό νόμο, που πήρε το όνομά του («νόμος Μακρόν») θέσπισε στη Γαλλία μεταρρυθμίσεις που είχε ήδη θεσπίσει η Γερμανία με την «Ατζέντα 2000» και τις οποίες απαιτούσε το γαλλικό κεφάλαιο επικαλούμενο «απώλεια ανταγωνιστικότητας» έναντι της Γερμανίας.
Ο νόμος εκείνος ήταν τόσο αντεργατικός που δεν μπορούσε να περάσει από την Εθνοσυνέλευση. Οι «αντάρτες» βουλευτές του κυβερνώντος Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν αρκετοί και η κυβέρνηση ρίσκαρε καταψήφιση. Ετσι, Ολάντ και Μακρόν προσέφυγαν στο άρθρο 49:3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο ένα νομοσχέδιο μπορεί να περάσει και να γίνει νόμος χωρίς ψήφιση από την Εθνοσυνέλευση, αρκεί να μην κατατεθεί και υπερψηφιστεί πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης μέσα σε 24 ώρες! Με τον τρόπο αυτό εκβιάστηκαν οι «αντάρτες» κυβερνητικοί βουλευτές, οι οποίοι θα έπρεπε να ρίξουν την κυβέρνησή τους για να εμποδίσουν τη μετατροπή του νομοσχεδίου σε νόμο!
Υπήρξε και άλλο προηγούμενο, το 2006, επί προεδρίας του γκολικού Ζακ Σιράκ, με πρωθυπουργό τον επίσης δεξιό Ντομινίκ ντε Βιλπέν. Ηταν το νομοσχέδιο για το περιβόητο Συμβόλαιο Πρώτης Πρόσληψης (CPE), που χαρακτηρίστηκε συμβόλαιο για σκλάβους, καθώς έδινε τη δυνατότητα πρόσληψης νέων (κάτω των 26) χωρίς καμία προστασία από απόλυση για τα πρώτα δύο χρόνια! Σιράκ και Ντε Βιλπέν κατέφυγαν στο άρθρο 49:3 του Συντάγματος και έκαναν το αντεργατικό νομοσχέδιο νόμο, εν μέσω θυελλωδών κινητοποιήσεων και αφού πρώτα έκαναν μερικά μερεμέτια. Ομως, ο Σιράκ αναγκάστηκε να αποσύρει το νόμο και να αντικαταστήσει το CPE με κρατικές επιδοτήσεις στους καπιταλιστές που προσλαμβάνουν ανειδίκευτους νέους 16 ως 24 ετών από υποβαθμισμένες περιοχές (τζάμπα κρατικό χρήμα που επιβαρύνει με 180 εκατομμύρια ευρώ τον κρατικό προϋπολογισμό).
Γιατί αναγκάστηκε ο Σιράκ να καταργήσει τελικά το νόμο για το CPE, αφού προηγουμένως είχε υποστεί τον εξευτελισμό να το θεσπίσει με Προεδρικό Διάταγμα και όχι με ψήφο της Βουλής; Γιατί επί δυο μήνες μαίνονταν καθημερινά διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία, στις οποίες πρωταγωνιστούσε η νεολαία των Πανεπιστημίων και των Λυκείων. Δεν ήταν οι απόκληροι και χωρίς εργασιακό μέλλον νέοι των προαστίων των γαλλικών μητροπόλεων, ήταν η νεολαία που ακόμη «έβλεπε» ένα εργασιακό μέλλον και διεκδικούσε τα εργασιακά της δικαιώματα προτού ακόμη μπει στην «παραγωγή».
Το 2023, δεν είναι ούτε 2015 ούτε 2006. Ομως, και το 2015 και το 2006 αποτελούν διδακτικά παραδείγματα, τα οποία δε διαφεύγουν της προσοχής της γαλλικής εργατικής τάξης. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι αναφορές που φτάνουν μέχρις εμάς μιλούν για τον νόμο των Σιράκ-Ντε Βιλπέν, που η τότε κυβερνητική εξουσία αναγκάστηκε να πάρει πίσω, μολονότι τον είχε θεσπίσει κανονικά με Προεδρικό Διάταγμα που δεν αμφισβητήθηκε από την Εθνοσυνέλευση (με πρόταση μομφής). Δεν μιλούν για το νόμο των Ολάντ-Μακρόν, που πέρασε με Προεδρικό Διάταγμα, δεν αμφισβητήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, αλλά και δεν αποσύρθηκε μετά από την αγωνιστική επιμονή του κινήματος, γιατί δεν υπήρξε αγωνιστική επιμονή.
Ολοι αναφέρονται στο νικηφόρο για την εργατική τάξη παράδειγμα και όχι στο μη νικηφόρο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα συνδικάτα διοργανώνουν την Πέμπτη (μεθαύριο) την ένατη κατά σειρά «εθνική ημέρα δράσης, μολονότι οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες έληξαν με νίκη των Μακρόν-Μπορν (θα δούμε παρακάτω πώς). Συνεχίζονται, επίσης, οι απεργίες των εργατών στα διυλιστήρια της TotalEnergies (κρίσιμος ενεργειακός κρίκος για τον γαλλικό καπιταλισμό), όπως και στους σιδηρόδρομους, ενώ η κυβέρνηση προχώρησε σε πολιτική επιστράτευση των εργατών καθαριότητας, που όμως μαζεύουν τα σκουπίδια… στο ρελαντί (μόνο στο Παρίσι υπολογίζεται πως έχουν συσσωρευτεί 10.000 τόνοι σκουπιδιών).
Εχουμε, δηλαδή, συνέχιση των κινητοποιήσεων, ενάντια σε επικυρωμένο νόμο, γεγονός που προκαλεί ανησυχία σε παράγοντες του συστήματος. «Η στάση του [Μακρόν] μοιάζει να είναι: Μετά από μένα το χάος», έγραψε ο πολιτειολόγος Ζακ Ρουπνίκ. Ακόμα και ξεσκολισμένοι εργατοπατέρες των σοσιαλδημοκρατικών και δεξιών συνδικάτων προειδοποιούν πως η κατάσταση τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Μετά τις ολονύχτιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις του τριήμερου Πέμπτης-Παρασκευής-Σαββάτου γίνεται λόγος για «κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης των διαδηλωτών». Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το υπουργείο Εσωτερικών, επικαλούμενο «σοβαρό κίνδυνο διατάραξης της τάξης και της δημόσιας ασφάλειας», απαγόρευσε κάθε συγκέντρωση στην Πλας ντε λα Κονκόρντ, τη μεγαλύτερφη πλατεία του Παρισιού, καθώς και στην αχανή λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, περιοχές που είναι κοντά στο προεδρικό μέγαρο, τα υπουργεία, την έδρα της Εθνοσυνέλευσης.
Ομως η συγκέντρωση στην Πλας ντ’ Ιταλί, στο Νότιο Παρίσι, ήταν ογκωδέστατη και συγκρουσιακή. Το ίδιο έγινε και σε άλλες γαλλικές πόλεις. Μόνο στο Παρίσι, η αστυνομία «προσήγαγε» σχεδόν 500 άτομα το τριήμερο των ογκωδών διαδηλώσεων και συγκρούσεων. Μάλλον αυτό είναι το «χάος» για το οποίο κατηγορεί τον Μακρόν ο Ρουπνίκ, συγκρίνοντάς τον (όχι και τόσο τιμητικά για τον Μακρόν) με τον Λουδοβίκο ΙΔ’, τον «βασιλιά Ηλιο».
Τραπεζικοί οίκοι όπως η Moody’s και η Barclays σχολίασαν δημόσια πως η απόφαση του Μακρόν να προσφύγει στο άρθρο 49:3 του Συντάγματος θα δυσκολέψει την προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων στο μέλλον και πως αν συνεχιστούν για εβδομάδες οι απεργίες και οι διαδηλώσεις θα υπάρξει αρνητικός αντίκτυπος στη γαλλική οικονομία.
Μετά τη θέσπιση του αντιασφαλιστικού νόμου με Προεδρικό Διάταγμα κατατέθηκαν στην Εθνοσυνέλευση δύο προτάσεις μομφής κατά της κυβέρνησης, μέσα στο χρονικό όριο των 24 ωρών. Πρώτη έσπευσε να καταθέσει πρόταση μομφής η Λεπέν, εν γνώσει της ότι τα υπόλοιπα κόμματα δε θα τη στηρίξουν. Ηταν ένα ωραιότατο κλείσιμο του ματιού προς τη γαλλική αστική τάξη: η Λεπέν διευκολύνει τον Μακρόν να περάσει το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο και ταυτόχρονα ασκεί την απαραίτητη κοινωνική δημαγωγία για να αυξήσει την εκλογική της επιρροή («γιατί η Μελόνι και όχι εγώ;»).
Πρόταση μομφής κατέθεσε και η κεντρώα πολιτική ομάδα Liot, με τη στήριξη των κοινοβουλευτικών ομάδων της Nupes, της λεγόμενης Συμμαχίας της Αριστεράς. Η Λεπέν αναγκαστικά έπρεπε να τη στηρίξει, για να μην ξεμπροστιαστεί. Για να περάσει η πρόταση μομφής, όμως, θα έπρεπε να τη στηρίξουν περίπου οι μισοί από τους 61 βουλευτές των Ρεπουμπλικανών, της γαλλικής Δεξιάς, ώστε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των 287 ψήφων. «Δεν θα υποκύψω ποτέ στους νέους θιασώτες της Τρομοκρατίας» (αναφορά στη γιακωβίνικη περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης), διακήρυξε ο πρόεδροςς των Ρεπουμπλικανών, Ερίκ Σιοτί, που είχε δει το πολιτικό γραφείο του στη Νίκαια να καταστρέφεται από διαδηλωτές.
Η πρόταση μομφής της Λεπέν συγκέντρωσε 94 ψήφους (88 των δικών της βουλευτών και έξι από τους Ρεπουμπλικανούς). Η δεύτερη πρόταση μομφής συγκέντρωσε 278 ψήφους, εννιά λιγότερες απ’ όσες χρειάζονταν για να γίνει δεκτή. Την ψήφισαν μόλις 19 από τους συνολικά 61 βουλευτές των Ρεπουμπλικανών, που έσωσαν την παρτίδα για τον Μακρόν.
Η αντιπολίτευση δήλωσε ότι θα προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο κατά του νόμου. Τους προσπέρασε στη γωνία η πρωθυπουργός Μπορν που ανακοίνωσε πως η ίδια η κυβέρνηση θα ζητήσει από το Συνταγματικό Δικαστήριο να εξετάσει άμεσα το κείμενο του νόμου. Η αντιπολίτευση (τα κόμματα της Nupes) δήλωσε πως θα προχωρήσει σε συγκέντρωση υπογραφών για τη διοργάνωση «δημοψηφίσματος με κοινή πρωτοβουλία».
Ο Μακρόν δεν έχει «καθόλου ενοχές, ούτε μετανιώνει για κάτι» δήλωσε συνεργάτης του, που «διευκρίνισε» ότι ο πρόεδρος δεν ήθελε να προσφύγει στο άρθρο 49:3, αλλά αναγκάστηκε να το κάνει. Μπορεί οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι τα δύο τρίτα των Γάλλων πιστεύουν ότι η δημοκρατία στη Γαλλία δεν λειτουργεί σωστά, όμως ο Μακρόν δεν βρίσκεται στον προεδρικό θώκο για να «υπακούει» σε δημοσκοπήσεις, αλλά για να υπηρετήσει τα συμφέροντα της γαλλικής μονοπωλιακής αστικής τάξης (και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης). Ο ίδιος θέλει να μείνει στην Ιστορία ως ο «μέγας μεταρρυθμιστής» που έκανε τον γαλλικό μονοπωλιακό καπιταλισμό περισσότερο ανταγωνιστικό και τη γαλλική ιμπεριαλιστική πολιτική πιο δυνατή διεθνώς. Οι θεσμοί του συστήματος είναι με το μέρος του και όχι με την εργατική τάξη, ενώ η γαλλική Δεξιά του εξασφαλίζει την απαραίτητη βοήθεια.
Ολα θα εξαρτηθούν από τον αγώνα της εργατικής τάξης και όχι από τις προβλεπόμενες συνταγματικές διαδικασίες. Μόνο αν η εργατική τάξη παραμείνει στο δρόμο και το κίνημα πάρει χαρακτήρα σύγκρουσης με την κρατική καταστολή, δηλαδή μόνο αν το «χάος» που φοβούνται οι αστοί δημοσιολόγοι γίνει πραγματικότητα, θα πάει στα σκουπίδια η αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση του Μακρόν. Οπως το μακρινό 2006 πήγε στα σκουπίδια το CPE των Σιράκ-Ντε Βιλπέν.