Στα χέρια της πολιτοφυλακής της Ενωσης Ισλαμικών Δικαστηρίων πέρασε από την περασμένη Δευτέρα, 5 Ιουνίου, η πρωτεύουσα της Σομαλίας Μογκαντίσου, αφού κατάφερε να νικήσει, ύστερα από βδομάδες σφοδρών συγκρούσεων, την «αντιτρομοκρατική συμμαχία» των πολέμαρχων που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ.
Το κράτος της Σομαλίας ιδρύθηκε το 1960 με τη συνένωση ενός πρώην βρετανικού προτεκτοράτου και μιας πρώην ιταλικής αποικίας. Η θέση του στο Κέρας της Αφρικής είναι στρατηγικής σημασίας, γιατί ελέγχει την είσοδο από τον Ινδικό ωκεανό και την Αραβική θάλασσα στον κόλπο του Αντεν και την Ερυθρά Θάλασσα. Ο πληθυσμός της είναι κατά 99% Μουσουλμάνοι και εθνικά ομοιογενής (85% Σομαλοί και 15% διάφοροι άλλοι). Από το 1991 που ανατράπηκε από αντίπαλες φατρίες ο Σιάντ Μπαρέ, ο οποίος κυβερνούσε τη χώρα από το 1970, στη Σομαλία βασιλεύει η βία, το χάος και η αναρχία. Οι πολέμαρχοι που τον ανέτρεψαν δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν μεταξύ τους και κατακερμάτισαν τη χώρα σε φέουδα υπό τον έλεγχό τους. Το 2004, ύστερα από ειρηνευτικές συνομιλίες στην Κένυα, οι αντιμαχόμενοι πολέμαρχοι υπέγραψαν κατάπαυση του πυρός και συμφώνησαν στη συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης με προσωρινό πρόεδρο τον Αμπντουλχαλί Γουσούφ Αχμέτ. Μια κυβέρνηση με διακοσμητικό ρόλο και έδρα την πόλη Μπαϊντόα, που βρίσκεται 250 χλμ βορειοδυτικά της πρωτεύουσας, ενώ η εξουσία παρέμεινε στα χέρια των ισχυρών πολέμαρχων, τέσσερις από τους οποίους ήταν και μέλη της κυβέρνησης.
Τον περασμένο Φεβρουάριο οχτώ πολέμαρχοι, που είχαν μοιράσει μεταξύ τους και έλεγχαν την πρωτεύουσα, ενώθηκαν και σχημάτισαν τη «Συμμαχία για την αποκατάσταση της ειρήνης και κατά της τρομοκρατίας», έχοντας την υποστήριξη του Λευκού Οίκου, με στόχο να ανακόψουν την αυξανόμενη επιρροή στη χώρα και στην πρωτεύουσα της Ενωσης Ισλαμικών Δικαστηρίων. Οι διεθνείς συνθήκες τα τελευταία χρόνια ευνοούσαν την ανάπτυξη του ισλαμικού κινήματος και στη Σομαλία, οι διάφορες οργανώσεις του οποίου άρχισαν να οικοδομούν στο υπάρχον χάος δομές κοινωνικής πρόνοιας, εκπαίδευσης, απονομής δικαιοσύνης, μια μορφή δηλαδή στοιχειώδους διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της επιρροής τους στις λαϊκές μάζες.
Στις αρχές Μαρτίου, η «αντιτρομοκρατική συμμαχία» των πολέμαρχων ξεκίνησε τις επιθέσεις κατά των Ισλαμιστών, κατηγορώντας τους ότι έχουν δεσμούς με την Αλ – Κάιντα και ότι προσφέρουν καταφύγιο σε επικίνδυνους τρομοκράτες.
Η Ενωση των Ισλαμικών Δικαστηρίων κατήγγειλε τη συμμαχία ως ανδρείκελα των Αμερικάνων και κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον της, με στόχο τη δημιουργία ισλαμικής κυβέρνησης στη χώρα και την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης.
Φυσικά, ο Λευκός Οίκος ούτε επιβεβαίωσε αλλά ούτε και διέψευσε ποτέ τα στοιχεία και τις καταγγελίες για την συνεργασία του με τους πολέμαρχους και την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη που τους παρείχε. Ομως τα στοιχεία δεν αφήνουν αμφιβολίες. Το αμερικάνικο περιοδικό «TIME», σε σχετικό άρθρο του στο τεύχος της 5ης Ιουνίου, αποκαλύπτει ότι μερικά χρόνια τώρα τρεις ισχυροί πολέμαρχοι δέχονταν χρήματα και εξοπλισμό είτε μέσω της CIA είτε μέσω της αμερικάνικης στρατιωτικής δύναμης 1.800 αντρών που σταθμεύει στο Τζιμπουτί. Ακόμη, ότι προτού ξεκινήσει η αμερικάνικη ανάμιξη η επιρροή του ισλαμικού κινήματος στον πληθυσμό ήταν μικρή και παραθέτει σχετική δήλωση του σουηδού πρεσβευτή και ειδικού απεσταλμένου για το Κέρας της Αφρικής: «Δεν γνωρίζουμε ούτε τη λογική ούτε την έκταση της αμερικάνικης ανάμιξης. Αυτό που βλέπουμε είναι οι συνέπειες. Ο πόλεμος γίνεται όλο και πιο σύνθετος.
Ορισμένες ισλαμικές ομάδες που δεν ήταν πριν τόσο δραστήριες στρατιωτικά τώρα παίρνουν μέρος στον πόλεμο».
Ορισμένες ισλαμικές ομάδες που δεν ήταν πριν τόσο δραστήριες στρατιωτικά τώρα παίρνουν μέρος στον πόλεμο».
Ο ίδιος ο προσωρινός πρόεδρος της μεταβατικής κυβέρνησης της Σομαλίας είχε καταγγείλει τους πολέμαρχους ότι προκάλεσαν τον πόλεμο με τους ισλαμιστές στην πρωτεύουσα και είχε προειδοποιήσει το Λευκό Οίκο ότι η υποστήριξη στους πολέμαρχους είναι κοντόφθαλμη και επικίνδυνη, ενώ στις 30 Μαΐου ένας ανώτερος αμερικανός διπλωμάτης, ειδικός για τη Σομαλία, ο Μάικλ Ζόρικ, απομακρύνθηκε από τη θέση του στην πρεσβεία του Ναϊρόμπι, γιατί εξέφρασε την ανησυχία του για την αμερικάνικη υποστήριξη στη συμμαχία των πολέμαρχων του Μογκαντίσου.
Κατά τη διάρκεια του τρίμηνου πολέμου ανάμεσα στη συμμαχία των πολέμαρχων και την ισλαμική πολιτοφυλακή, η τελευταία κέρδιζε σταδιακά έδαφος και κατάφερε να κατατροπώσει τις δυνάμεις των πολέμαρχων και να καταλάβει την πόλη στις 5 Ιουνίου. Τρεις μέρες νωρίτερα, τουλάχιστον 5.000 διαδήλωσαν στο Μογκαντίσου με συνθήματα κατά των Αμερικάνων και των πολέμαρχων.
Ο ηγέτης των Ισλαμιστών Σεΐχ Σαρίφ Αχμέντ δήλωσε ότι «η Ενωση Ισλαμικών Δικαστηρίων δεν ενδιαφέρεται για τη συνέχιση των εχθροπραξιών και ότι θα υπηρετήσει την ειρήνη και την ασφάλεια μετά την αλλαγή που θα επιφέρει η νίκη του λαού με τη βοήθεια του Αλλάχ». Ο προσωρινός πρωθυπουργός Αλί Μοχάμεντ Γκεντί έσπευσε να δηλώσει ότι είναι πρόθυμος να αρχίσει το διάλογο με τους νικητές, ενώ λίγο πριν είχε απολύσει τέσσερις από τους ηττημένους πολέμαρχους που ήταν υπουργοί.
Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν γερό χαστούκι για το Λευκό Οίκο. Είναι η δεύτερη φορά που οι Αμερικάνοι τρώνε τα μούτρα τους στη Σομαλία. Η πρώτη ήταν το 1993, όταν ήταν επικεφαλής στρατιωτικής «ειρηνευτικής» δύναμης του ΟΗΕ. Τότε κάποιοι από τους σημερινούς πολέμαρχους συμμάχους τους είχαν καταρρίψει δύο αμερικάνικα ελικόπτερα Μπλακ Χοκ και σε σφοδρή μάχη είχαν σκοτωθεί 18 και είχαν τραυματιστεί 75 άντρες της μονάδας των Rangers, ενώ είχε προκαλέσει σοκ στην αμερικάνικη κοινή γνώμη η εικόνα των Σομαλών που πανηγύριζαν σέρνοντας στους δρόμους το πτώμα ενός από τους νεκρούς Αμερικανούς. Τα γεγονότα αυτά είχαν αναγκάσει τότε το Λευκό Οίκο να αποσύρει την αμερικάνικη στρατιωτική δύναμη από τη Σομαλία.
Μετά την κατάληψη της σομαλικής πρωτεύουσας από την ισλαμική πολιτοφυλακή, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν γιατί «δεν θέλουν να δουν τη Σομαλία να μετατρέπεται σε ασφαλές καταφύγιο ξένων τρομοκρατών». Το βέβαιο είναι ότι δεν θα παραιτηθούν από την προσπάθεια να βάλουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πόδι στη Σομαλία, κυρίως λόγω της σημαντικής στρατηγικής της θέσης στο Κέρας της Αφρικής, στο όνομα πάντα του πολέμου κατά της «τρομοκρατίας».