Ενα πρωτοφανές μετά το 2008 κύμα βίας σαρώνει από το τελευταίο δεκαήμερο του Απρίλη το Ιράκ προοιωνίζοντας ένα δεύτερο γύρο, ακόμη πιο αιματηρό και επώδυνο για το λαό, εμφύλιου πολέμου. Οι επιθέσεις μεταξύ σουνιτών και σιιτών σε τζαμιά, αστυνομικά τμήματα, στρατιωτικά φυλάκια και αλλού συνεχίζονται με αμείωτη ένταση, με 400 τουλάχιστον νεκρούς μέσα σε μια βδομάδα και πολύ περισσότερους τραυματίες, ενώ ο Απρίλιος με 460 τουλάχιστον νεκρούς υπήρξε ο πιο πολύνεκρος μήνας από το 2008. Γι αυτό και πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο εμφύλιος πόλεμος έχει ήδη αρχίσει.
Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις με επίκεντρο τις σουνιτικές επαρχίες, που ξεκίνησαν το περασμένο Δεκέμβρη ενάντια στο καθεστώς διακρίσεων σε βάρος του σουνιτικού πληθυσμού και τις αυθαίρετες διώξεις και φυλακίσεις σουνιτών με την κατηγορία της «τρομοκρατίας», παρόλο που ήταν στην πλειοψηφία ειρηνικές, αντιμετωπίστηκαν με απαγορεύσεις και άγρια καταστολή, που προκάλεσαν ακόμη και το θάνατο διαδηλωτών. Ομως η κατάσταση επιδεινώθηκε απότομα μετά τη δολοφονία τουλάχιστον 36 σουνιτών διαδηλωτών κατά την επιδρομή του στρατού τα ξημερώματα της 23ης Απρίλη σε κατασκήνωση διαμαρτυρίας στην πόλη Χαουΐγια. Σε αντίποινα, η Αλ – Κάιντα του Ιράκ απάντησε στα τέλη Απρίλη ανατινάζοντας αυτοκίνητα – βόμβες στο σιιτικό νότιο Ιράκ, με 21 νεκρούς, ακολούθησαν επιθέσεις από σιιτικές μιλίτσιες και η αλληλοσφαγή συνεχίζεται και κλιμακώνεται, έχοντας ουσιαστικά ανοίξει το δεύτερο γύρο του εμφύλιου πολέμου.
Οι σουνιτικές διαδηλώσεις, που παίρνουν συχνά τη μορφή καθιστικής διαμαρτυρίας σε πλατείες των πόλεων, φρουρούνται τώρα από καλά οπλισμένους μαχητές, που στήνουν τα δικά τους σημεία ελέγχου. Παράλληλα, έχουν συγκροτηθεί ένοπλες ομάδες που πραγματοποιούν επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών στόχων. Ενδεικτικά, μια τέτοια ομάδα επιτέθηκε στις 19 Μάη στην πόλη Rawah, έκαψε ένα στρατιωτικό φυλάκιο, πολιόρκησε ένα αστυνομικό τμήμα και σκότωσε 10 αστυνομικούς, ενώ 15 στρατιώτες αγνοούνται.
Το εμφυλιοπολεμικό κλίμα υποδαυλίζουν και εκμεταλλεύονται σημαίνοντες σουνίτες φύλαρχοι και πρώην παράγοντες του κόμματος Μπάαθ προπαγανδίζοντας την ιδέα της δημιουργίας ομόσπονδου σουνιτικού κρατιδίου και απειλώντας με πόλεμο στην αντίθετη περίπτωση. Στόχος τους να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και να αναλάβουν τα ηνία της εξουσίας στο σουνιτικό κρατίδιο, όπως συμβαίνει στα αυτόνομα κουρδικά εδάφη του βόρειου Ιράκ. Με άλλα λόγια, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, συντάσσονται με το αμερικανόπνευστο σχέδιο διαίρεσης του Ιράκ σε τρία ομόσπονδα κρατίδια (βόρεια κουρδικό, νότια σιιτικό και κέντρο σουνιτικό), τα οποία θα μπορούν να ελέγχονται πολύ ευκολότερα και καλύτερα. Σημειωτέον ότι το σουνιτικό τμήμα της ιρακινής αστικής τάξης ήταν κυρίως αντίθετο στο σχέδιο αυτό, το οποίο είχε δει επανειλημμένα το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια της αμερικάνικης κατοχής, γιατί θα αποκοβόταν από το πλούσιο σε πετρέλαια νότιο και βόρειο Ιράκ.
Το περιβάλλον αυτό αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την Αλ Κάιντα του Ιράκ, η οποία υποτίθεται ότι είχε υποστεί ισχυρά πλήγματα από τις συνεργαζόμενες και χρηματοδοτούμενες από τους Αμερικάνους σουνιτικές πολιτοφυλακές των «Επαγρυπνούντων» στη διετία 2007 – 2008 και τώρα έχει ανασυγκροτηθεί και ενισχύει συνεχώς την παρουσία της στη χώρα. Οπως αναφέρει σε σχετικό ρεπορτάζ στον «Independent» (2/5/13), ο γνωστός βρετανός δημοσιογράφος Πάτρικ Κόκμπερν, τα μέλη της Αλ Κάιντα μπορούν και κυκλοφορούν τώρα ελεύθερα στην επαρχία Ανμπάρ, όπου πριν από ένα χρόνο ήταν παράνομο κίνημα. Και προσθέτει ότι στα τέλη Απρίλη, στη γειτονική επαρχία του Κιρκούκ, η Αλ Κάιντα κατέλαβε την πόλη Sulaiman Bec, σκότωσε το διοικητή της αστυνομίας, εισέβαλε στο κτίριο της αστυνομίας και αποχώρησε παίρνοντας μαζί της τα όπλα που υπήρχαν σ’ αυτό, αφού έκλεισε συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τον ιρακινό στρατό. Ωστόσο, η δράση και η προπαγάνδα της ακόμη και όταν στρέφονται κατά κυβερνητικών στόχων τροφοδοτούν το θρησκευτικό φανατισμό και το διχασμό, συγκαλύπτοντας τα πραγματικά αίτια της εξαθλίωσης και των δεινών των πλατιών λαϊκών μαζών.
Ο ρόλος της Αλ Κάιντα και η συνέχιση του εμφύλιου πολέμου στη Συρία είναι δύο παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικότατα τις εξελίξεις στο Ιράκ. Η σουνιτική εξέγερση στη Συρία ενθάρρυνε τους ιρακινούς σουνίτες να ξεκινήσουν τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, οι οποίες έχουν εξελιχθεί σε συγκρούσεις με θρησκευτικό μανδύα για συμφέροντα που δεν έχουν καμιά σχέση με τα ταξικά συμφέροντα του ιρακινού λαού. Παράλληλα, η Αλ Κάιντα του Ιράκ έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου στη Συρία, με την αποστολή μαχητών και την υποστήριξη ένοπλων ομάδων του ριζοσπαστικού Ισλάμ στη Συρία. Τα γεγονότα αυτά μεγαλώνουν την πόλωση και το διχασμό ανάμεσα στον ιρακινό λαό, η πλειοψηφία του οποίου είναι σιίτες. Συνεπώς, όσο συνεχίζεται ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία μεγαλώνει ο κίνδυνος να μετατραπεί μια ευρύτερη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων του Ιράκ και του Λιβάνου, σε ένα τεράστιο σφαγείο για τους λαούς τους. Ο κίνδυνος αυτός γίνεται ακόμη μεγαλύτερος καθώς η ιρακινή κυβέρνηση και ειδικά ο πρωθυπουργός Νούρι αλ Μαλίκι, αφού απέτυχαν να καταστείλουν με τη βία και την καταστολή τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, ελπίζοντας στη βαθμιαία αποκλιμάκωσή τους, φαίνονται ανίκανοι να βάλουν φρένο στο κύμα της βίας που σαρώνει τη χώρα. Αλλωστε, και ο ίδιος ο Μαλίκι χρησιμοποίησε το χαρτί του διχασμού και την πολιτική των διακρίσεων και των διώξεων σε βάρος του σουνιτικού πληθυσμού, ποντάροντας στους φόβους της σιιτικής πλειοψηφίας για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο Ιράκ η αντικατάσταση του καθεστώτος Ασαντ από μια σουνιτική κυβέρνηση, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση του ως ο ισχυρότερος σιίτης πολιτικός.