Για βδομάδες πριν και κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Μοσταράκ» (Μαζί), από τα κεντρικά στοιχεία της αμερικάνικης προπαγάνδας και της πληροφόρησης από τα διεθνή ΜΜΕ ήταν ότι η Μαρτζάχ, που ήταν ο στόχος της «Μοσταράκ», είναι μια μεγάλη πόλη, με πληθυσμό 80.000 που φτάνει τις 125.000 με τη γύρω περιοχή. Η μεγαλύτερη πόλη υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν και σημαντικός στρατηγικός στόχος, πιο σημαντικός από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της επαρχίας Χέλμαντ.
Ομως, εκ των υστέρων αποδεικνύεται, όπως αποκαλύπτει σε άρθρο του ο αμερικάνος δημοσιογράφος και ιστορικός, Γκάρεθ Πόρτερ, στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Asia Times» (10/10/09), ότι η εικόνα της Μαρτζάχ όπως παρουσιάστηκε από αμερικάνους στρατιωτικούς και τα διεθνή ΜΜΕ είναι μια από τις πιο καθαρές και εντυπωσιακές περιπτώσεις παραπληροφόρησης ολόκληρου του πολέμου στο Αφγανιστάν, που είχε προφανώς στόχο να παρουσιάσει την επιχείρηση «Μοσταράκ» ως κρίσιμη καμπή στην εξέλιξη του πολέμου.
Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι η Μαρτζάχ δεν είναι μεγάλη πόλη ούτε καν πόλη, αλλά συστάδες αγροτικών σπιτιών σε μια μεγάλη αγροτική έκταση στην νότια κοιλάδα του ποταμού Χέλμαντ.
Στο άρθρο του παραθέτει, μεταξύ άλλων, τις δηλώσεις στο πρακτορείο Inter Press Service ενός αξιωματικού της ISAF και του αμερικάνου Ρίτσαρντ Σκοτ, που εργάστηκε μέχρι το 2005 για την άρδευση της περιοχής στην αμερικάνικη υπηρεσία «International Development». Και οι δύο χαρακτηρίζουν τη Μαρτζάχ «αγροτική κοινότητα», με συστάδες τυπικών αγροτικών οικογενειακών κατοικιών και με τον πληθυσμό διάσπαρτο σε πολλά χωριά, που απλώνονται σε μια έκταση 200 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Ο αξιωματικός της ISAF υποστηρίζει επίσης ότι η σύγχυση σχετικά με τον πληθυσμό της Μαρτζάχ διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι χρησιμοποιείται το όνομα Μαρτζάχ για ολόκληρη την περιοχή αλλά και για συγκεκριμένη τοποθεσία όπου οι αγρότες έχουν στήσει μαγαζιά και πουλούν τα προϊόντα τους. Εκεί υπάρχει και ένα τζαμί.
Αυτή ακριβώς η περιοχή με τα μαγαζιά και το τζαμί ήταν ο στόχος της επιχείρησης «Μοσταράκ», της μεγαλύτερης αμερικάνικης στρατιωτικής επιχείρησης από το 2001, στην οποία δόθηκε μεγαλύτερη δημοσιότητα από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση από την αρχή του πολέμου. Μετά από σχεδόν τρεις βδομάδες σθεναρής αντίστασης των Ταλιμπάν, η πόλη πέρασε στον έλεγχο αμερικάνων πεζοναυτών και αφγανικού στρατού, οι οποίοι προσπαθούν να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και στη γύρω περιοχή. Η έκβαση της επιχείρησης χαρακτηρίστηκε από τους Αμερικάνους «σημαντική επιτυχία» και «κρίσιμο τεστ» για το επόμενο βήμα, που δηλώνουν ότι είναι η κατάληψη της Κανταχάρ.
Φυσικά, τα λόγια απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Αλλωστε, και οι Αμερικάνοι ξέρουν ότι η «νίκη» τους είναι εύθραυστη και τα δύσκολα είναι μπροστά. Οι Ταλιμπάν που έμειναν να πολεμήσουν (οι περισσότεροι είχαν φύγει) είχαν λίγες απώλειες. Οι επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων κατοχής συνεχίζονται, 4 – 6 καθημερινά, σύμφωνα με δήλωση νατοϊκού αξιωματούχου, ενώ οι ισχυρότατες αυτοσχέδιες βόμβες και οι νάρκες, που είναι σπαρμένες παντού, παραμένουν ο μεγαλύτερος εχθρός τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, η αμερικάνικη στρατιωτική διοίκηση ανακοίνωσε ότι θα παραμείνουν όσο χρειαστεί στην περιοχή 2.500 αμερικάνοι πεζοναύτες και 1.500 αφγανοί στρατιώτες.
Προφανώς, η παραποιημένη εικόνα που δόθηκε για τη Μαρτζάχ δεν οφείλεται σε σύγχυση, όπως υποστηρίζει ο αξιωματικός της ISAF, ήταν κατευθυνόμενη άνωθεν, από επιτελεία που οργανώνουν τον πόλεμο της παραπληροφόρησης.
Στις 22 Φεβρουαρίου, η «Ουάσιγκτον Ποστ» σε σχετικό άρθρο της ανέφερε ότι η απόφαση για την επίθεση στη Μαρτζάχ είχε στόχο σε μεγάλο βαθμό να εντυπωσιάσει την αμερικάνικη κοινή γνώμη με την αποτελεσματικότητα του αμερικάνικου στρατού στο Αφγανιστάν, δείχνοντας ότι μπορεί να πετύχει «μια μεγάλη και ηχηρή νίκη».
Η παραποίηση της πραγματικότητας, ότι δηλαδή η Μαρτζάχ ήταν μια σημαντική πόλη, εξυπηρετούσε αυτό το στόχο.