Στο προηγούμενο φύλλο αναφερθήκαμε στα ωρομίσθια πείνας με τα οποία πληρώνονται γερμανοί εργαζόμενοι (ντελιβεράδες, πωλητές Η/Υ κτλ) κατά παράβαση ακόμη και των ελάχιστων θεσμοθετημένων ωρομίσθιων, γεγονός που οδήγησε τα Γραφεία Εργασίας να υποβάλουν μηνύσεις σε καπιταλιστές που πλήρωναν αυτά τα εξευτελιστικά ωρομίσθια. Ο λόγος; Τα Γραφεία Εργασίας χάνουν λεφτά, γιατί οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να ζητήσουν απ’ αυτά επιπλέον επιδόματα, λόγω των πολύ χαμηλών μισθών που παίρνουν.
Αν όμως αυτά τα παραδείγματα είναι «ακραία» και σαφώς όχι πλειοψηφικά, τι ισχύει για τους υπόλοιπους εργαζόμενους στην Γερμανία; Για να έχουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα, καλό θα είναι να κάνουμε μία αναφορά στις διάφορες μορφές εργασιακών σχέσεων που ισχύουν στη χώρα.
Σύμφωνα με παλαιότερη έκθεση του Ινστιτούτου Μελετών της Εργασίας (IZA)[1], οι μορφές απασχόλησης που κυριαρχούν στη Γερμανία είναι οι εξής: 1. Συμβάσεις αορίστου χρόνου, 2. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου, 3. Νοικιαζόμενη προσωρινή εργασία, 4. Περιθωριακή εργασία, 5. Αυτοαπασχολούμενοι και 6. Εργαζόμενοι σε επαγγελματικά προγράμματα εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Τι ισχύει για κάθε κατηγορία θα εξετάσουμε συνοπτικά στη συνέχεια.
Οι «μόνιμοι»
Η πιο σταθερή μορφή απασχόλησης είναι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου. Οι συμβάσεις αυτές ισχύουν αφού περάσει μια δοκιμαστική περίοδος που συνήθως είναι έξι μήνες. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ο εργοδότης μπορεί να απολύσει τον εργαζόμενο χωρίς αποζημίωση. Απλά, πρέπει να τον ειδοποιήσει δυο βδομάδες πριν. Η δοκιμαστική περίοδος μπορεί να ποικίλλει (περισσότερο ή λιγότερο του εξαμήνου), η «προστασία» όμως έναντι απόλυσης ξεκινά από τότε που ο εργαζόμενος συμπληρώσει το εξάμηνο.
Για ποια προστασία πρόκειται; Μη φανταστείτε ότι ο καπιταλιστής είναι υποχρεωμένος ντε και καλά να αποζημιώσει τον εργαζόμενο. Αν δεν αναφέρεται ρητά στις συλλογικές συμβάσεις (που καλύπτουν όλο και λιγότερους εργαζόμενους, όπως επισημάναμε στο προηγούμενο φύλλο), ο καπιταλιστής θα αρκεστεί στο να τηρήσει τον χρόνο προειδοποίησης, που είναι μεταξύ δύο και έξι μηνών (ή και περισσότερο, αν προβλέπεται από τη συλλογική σύμβαση), για 5 και 15 χρόνια εργασίας στον ίδιο εργοδότη, αντίστοιχα. Μπορεί, όμως, να επικαλεστεί πρόβλημα κακής διαγωγής του εργαζόμενου και να μην του δώσει δεκάρα τσακιστή.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας (ILO), το ποσό της αποζημίωσης ισούται με μισό μισθό για κάθε χρόνο εργασίας[2]. Αυτό όμως δεν αποτελεί θεσμοθετημένη υποχρέωση του εργοδότη, αλλά εναλλακτική επιλογή που θεσμοθετήθηκε με τους νόμους Hartz την περασμένη δεκαετία[3]. Να μπορεί, δηλαδή, ο εργοδότης να δίνει αποζημίωση για να γλιτώσει την προσφυγή στα δικαστήρια από τον εργαζόμενο με την κατηγορία της «άδικης απόλυσης».
Πάντως, σε παλαιότερες συλλογικές συμβάσεις (του 2004) προβλεπόταν αποζημίωση απόλυσης μόνο για εργαζόμενους με 25 χρόνια εργασία ή σε ηλικίες άνω των 59-60 ετών, με ποσά αποζημίωσης που κυμαίνονταν μεταξύ έξι και εννέα μηνιαίων μισθών (στη χημική βιομηχανία και στο δημόσιο τομέα, αντίστοιχα) και στην καλύτερη περίπτωση μέχρι 18 μήνες για τους άνω των 55 (στα ταχυδρομεία)[1]. Στις περιπτώσεις αυτές δεν τηρήθηκε δηλαδή ο κανόνας «μισός μισθός αποζημίωση για κάθε έτος εργασίας» αλλά οι καπιταλιστές έδωσαν λιγότερα. Σημειώνουμε ότι από το 2006 οι αποζημιώσεις απολύσεων φορολογούνται κανονικά και θεωρούνται εισόδημα (δηλαδή, το καθεστώς είναι χειρότερο από αυτό που ισχύει στη χώρα μας, όπου οι αποζημιώσεις απόλυσης μέχρι 60 χιλιάδες ευρώ δεν φορολογούνται).
Οι υπό προθεσμία
Σύμφωνα με τη νομοθεσία[1], ο εργοδότης μπορεί να συνάψει συμβάσεις ορισμένου χρόνου για κάποιο «σοβαρό λόγο» (όπως αντικατάσταση μόνιμου προσωπικού που είναι σε άδεια για ένα χρονικό διάστημα, προσωρινή ζήτηση για πρόσθετη εργασία, επέκταση της δοκιμαστικής περιόδου εργασίας κτλ). Το μέγιστο χρονικό διάστημα αυτών των συμβάσεων, στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν επικαλεστεί «σοβαρό λόγο» (όπως οι προαναφερθέντες), είναι δύο χρόνια (με μέγιστο τα τέσσερα σε περίπτωση επιχειρήσεων). Μετά τη λήξη της σύμβασης, ο εργαζόμενος απολύεται (χωρίς αποζημίωση φυσικά) και ο εργοδότης δεν μπορεί να τον ξαναπροσλάβει με το ίδιο καθεστώς, αν δεν υπάρξει ξανά «σοβαρός λόγος».
Αυτά ισχύουν στα χαρτιά. Στην πραγματικότητα, οι καπιταλιστές μπορούν να χρησιμοποιήσουν επί χρόνια αυτές τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου για να καλύψουν πάγιες ανάγκες τους. Οπως μας πληροφορεί διεθνές δικηγορικό γραφείο, σε άρθρο του περασμένου Φλεβάρη[4], τα τελευταία δύο χρόνια οι αποφάσεις του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου για την Εργασία έχουν αβαντάρει τους καπιταλιστές, επιτρέποντας την πρόσληψη εργαζόμενων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ακόμα και μετά τη λήξη τους. Ετσι, τον Ιούλη του 2012, ενώ το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε παράνομη περίπτωση με 13 αλυσιδωτές συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε 11 χρόνια, αποδέχτηκε ως νόμιμη άλλη περίπτωση εργαζομένου με τέσσερις συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε επτά χρόνια.
Εργασία «με το κιλό»
Μία άλλη μορφή απασχόλησης είναι η νοικιαζόμενη εργασία. Αυτή γίνεται από εταιρίες «προσωρινής απασχόλησης». Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει η Ευρωπαϊκή Ενωση[5], οι εταιρίες αυτές συνάπτουν προσωρινές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας με σκοπό να τοποθετήσουν τους εργαζόμενους σε άλλους εργοδότες για να εργαστούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και διεύθυνσή τους. Αν και αυτή η μορφή απασχόλησης κάποτε έμπαινε υπό περιορισμούς, σήμερα όλοι έχουν αρθεί. Ετσι, ενώ πριν το 1985 η χρονική περίοδος μιας τέτοιας απασχόλησης δεν επιτρεπόταν να υπερβαίνει τους τρεις μήνες, το 1985 επεκτάθηκε στους έξι, το 1994 επεκτάθηκε ξανά στους εννέα, το 1997 στους δώδεκα και το 2002 στους 24 μήνες! Τελικά, το όριο καταργήθηκε εντελώς το 2003 και… ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα!
Για την ακρίβεια έζησαν καλά τα (δουλεμπορικά) γραφεία νοικιαζόμενης εργασίας, που διπλασιάστηκαν από το 1997 μέχρι το 2005. Ταυτόχρονα, η άρση των περιορισμών για την ενοικίαση προσωρινά εργαζόμενων οδήγησε και στην αλματώδη αύξηση του αριθμού τους. Από 212.000 που ήταν τον Ιούνη του 1997 εκτινάχτηκαν στους 453.000 τον Ιούνη του 2005 (υπερδιπλασιάστηκαν). Η πλειοψηφία των εργαζόμενων αυτών (γύρω στο 60% το 2003) εργάζονταν για λιγότερο από τρεις μήνες[1].
Οπως επισημαίνει το γερμανικό ιδιωτικό Ινστιτούτο Μελετών Εργασίας IZA[1], «οι εργοδότες χρησιμοποι-ούν προσωρινούς εργαζόμενους από πρακτορεία για να ξεπεράσουν τις σύντομες κορυφώσεις της ζήτησης, αντί να προσλάβουν εργαζόμενους με κανονικές συμβάσεις εργασίας».
Η «περιθωριακή εργασία»
Βασικός μοχλός της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, που ολοκληρώθηκε την περασμένη δεκαετία (από σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση παρακαλώ), είναι η εξάπλωση των μορφών «περιθωριακής απασχόλησης». Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1 του Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης, Βιβλίο IV, (SGB IV Gemeinsame Vorschriften für die Sozialversicherung), υπάρχουν δύο βασικοί τύποι διάκρισης της περιθωριακής απασχόλησης[6]: 1. Απασχόληση για την οποία ο μισθός δεν ξεπερνά συνήθως τα 400 ευρώ το μήνα και 2. Απασχόληση η οποία –κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους– περιορίζεται σε δύο μήνες ή 50 εργάσιμες μέρες (ανεξαρτήτως αμοιβής). Ο πρώτος τύπος αναφέρεται συνήθως ως περιθωριακή απασχόληση με χαμηλή αμοιβή (geringfügig entlohnte Beschäftigung) ή mini-jobs, ο δεύτερος ως βραχυχρόνια (περιθωριακή) απασχόληση (kurzfristige Beschäftigung).
Μιλώντας με αριθμητικούς όρους, κυριαρχεί η περιθωριακή απασχόληση με χαμηλή αμοιβή. Σύμφωνα με τo Μητρώο Στατιστικών Εργασίας της Γερμανίας (Employment Statistics Register – ESR), με ημερομηνία αναφοράς την 30ή Ιούνη του 2010, 7.3 εκατομμύρια άτομα καταγράφηκαν ως περιθωριακά εργαζόμενοι με χαμηλή αμοιβή (στα mini jobs), σε σχέση με μόλις 0.35 εκατομμύρια εργαζόμενους με βραχυχρόνια εργασία[6].
Το τυράκι στη φάκα αυτής της μορφής μερικής απασχόλησης ήταν η πλήρης απαλλαγή από την φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές για τους εργαζόμενους. Με αυτό τον τρόπο ο γερμανικός καπιταλισμός κατόρθωσε να κάνει αυτό που έκανε τόσα χρόνια ο αμερικάνικος. Να μεγαλώσει το ποσοστό των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης και να πετύχει τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, μοιράζοντας ουσιαστικά μία θέση εργασίας σε περισσότερους εργαζόμενους. Κι αυτό το πέτυχε όχι μόνο με το «τυράκι» που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και με το πετσόκομμα των επιδομάτων ανεργίας, στο οποίο θα αναφερθούμε σε επόμενο φύλλο. Ετσι, η «περιθωριακή απασχόληση» με χαμηλή αμοιβή, της τάξης των 400 ευρώ το μήνα, έγινε η αποκλειστική μορφή απασχόλησης για 4.9 εκατομμύρια εργαζόμενους το 2010, δηλαδή περίπου για το 12% του εργατικού δυναμικού της χώρας[6]! Για τα υπόλοιπα 2.4 εκατομμύρια η «περιθωριακή απασχόληση» αποτελούσε δεύτερη δουλειά, για να συμπληρωθεί το εισόδημα.
Οι «εκπαιδευόμενοι»
Πέρα από τις παραπάνω κατηγορίες, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό του εργατικού δυναμικού στη Γερμανία δε θεωρείται άνεργο, απλά γιατί… εκπαιδεύεται. Νέοι άνθρωποι στην πλειοψηφία τους, δουλεύουν σε προγράμματα κατάρτισης με μέσο μισθό 680 ευρώ[7].
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ[8], το 57% των μαθητών που ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση στη Γερμανία πηγαίνει στην επαγγελματική εκπαίδευση. Η πλειοψηφία από αυτούς (γύρω στο 75%) εγγράφεται στο «διπλό σύστημα» εκπαίδευσης και κατάρτισης, το οποίο, εκτός από μαθήματα περιλαμβάνει και εργασία.
Μ’ αυτό τον τρόπο, ένα μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας (δηλαδή των ατόμων άνω των 15 ετών που είναι ικανά για εργασία) καταγράφεται ως εργαζόμενο.
Ολο και πιο «λάστιχο»
Συνοψίζοντας όλες τις μορφές απασχόλησης που περιγράψαμε παραπάνω, ας δούμε την αριθμητική τους εξέλιξη την τελευταία εικοσαετία. Οπως φαίνεται από τον πίνακα 1, που συντάξαμε σύμφωνα με τα στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το ποσοστό των εργαζόμενων σε «κανονικές συνθήκες εργασίας» (που εργάζεται δηλαδή με συμβάσεις αορίστου χρόνου για περισσότερες από 20 ώρες τη βδομάδα) έχει μειωθεί σημαντικά. Από 72% που ήταν το 1991 έπεσε κοντά στο 60% το 2012!
Από τις διάφορες μορφές «μη κανονικών συνθηκών απασχόλησης», ιδιαίτερη άνθηση έχει γνωρίσει η λεγόμενη «άτυπη» απασχόληση, δηλαδή οι διάφορες μορφές μερικής απασχόλησης, συμβάσεων ορισμένου χρόνου και προσωρινής απασχόλησης, το ποσοστό των οποίων εκτινάχτηκε από 12% σε περίπου 20%. Ενα στοιχείο ακόμα που πρέπει να σημειώσουμε είναι ο υπερδιπλασιασμός του ποσοστού των εργαζόμενων άνω των 65 ετών, που αποτελεί συνέπεια του πλήγματος που υπέστησαν οι συντάξεις την περασμένη δεκαετία.
Δικαιώματα στο απόσπασμα
Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη. Ούτε η αποσάθρωση των εργατικών δικαιωμάτων στη Γερμανία έγινε όπως στη χώρα μας. Δεν χρειάστηκε να επιβληθούν νομοθετικά τέτοιες μειώσεις μισθών ή να παρθούν ανάλογα φορολογικά μέτρα για να εξαθλιωθεί η εργατική τάξη στον ίδιο βαθμό με τη χώρα μας. Απλά, οι κυβερνήσεις έδωσαν περισσότερο «αέρα» στους καπιταλιστές για να μετατρέψουν την εργατική δύναμη σε λάστιχο, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τους ανέργους να βρουν εργασία, αφού πετσόκοψαν τα επιδόματά τους.
Το αποτέλεσμα ήταν αυτό που στρογγυλεμένα περιγράφει ο ΟΟΣΑ: «Η συγκράτηση των μισθών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 ήταν αξιοσημείωτη στη Γερμανία, τόσο συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ όσο και ιστορικά. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας έπεσε κατά 2% από το 2000 μέχρι το 2007, σε σχέση με μία αύξηση 22% κατά μέσον όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ιστορικά, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 15% τη δεκαετία του ’90, κατά 20% τη δεκαετία του ’80 και κατά 69% τη δεκαετία του ’70. Η μείωση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 συνδέθηκε με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, καθόσον τα αυξανόμενα κίνητρα για εργασία οδήγησαν όλο και περισσότερο τους άνεργους στο να αποδεχτούν εργασία με μικρότερη πληρωμή»[9].
Ποιες ήταν αυτές οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας; Γι’ αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο φύλλο.
Παραπομπές
1. Για μία αναλυτική καταγραφή των μορφών απασχόλησης στη Γερμανία βλ. «Employment Regulation and Labor Market Policy in Germany, 1991-2005» – Ινστιτούτο Μελετών Εργασίας IZA (ιδιωτικό ερευνητικό ινστιτούτο που ιδρύθηκε στη Βόννη το 1998, https://ftp.iza.org/dp2505. pdf).
2. Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας (International Labour Organization – ILO) https://www.ilo. org/dyn/eplex/termdisplay.severancePay?p_lang=en&p_country=DE&p_all_years=Y.
3. Ενημερωτικό δελτίο με τίτλο «Εργατικό Δίκαιο στη Γερμανία», Ιούνης 2005 (https://www.lorenz-partners.com/de/newsletter-broschueren/doc_download/181-n24-german-labour-law).
4. «German courts clarify issues on fixed-term contracts» (Τα γερμανικά δικαστήρια διευκρινίζουν ζητήματα για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου), Φλεβάρης 2013. Αρθρο του διεθνούς δικηγορικού γραφείου Ashurst με έδρα την Αυστραλία και γραφεία σε 16 χώρες (https://www.ashurst.com/publication-item.aspx?id_ Content=8806).
5. Οδηγία 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοέμβρη 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης (https://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2008:327:0009:0014:EL:PDF).
6. «Μετρώντας την περιθωριακή απασχόληση σε έρευνες και καταγραφές», Μάρτης 2012, Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία (https://www.destatis.de/DE/Publikationen/StatistikWissenschaft/Band20_MeasuringMarginalEmployment1030820129004.pdf?__blob=publicationFile).
7. «Το διπλό επαγγελματικό εκπαιδευτικό σύστημα της Γερμανίας», 18/7/2013 (https://www. young-germany.de/topic/study/courses-degrees/germanys-dual-vocational-education-system).
8. «Μαθαίνοντας για τη δουλειά: Εκθεση του ΟΟΣΑ για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση στην Γερμανία», Σεπτ. 2010 (https://www.oecd.org/education/skills-beyond-school/45668296.pdf).
9. Οικονομική έρευνα ΟΟΣΑ: Γερμανία 2012 – Η γερμανική αγορά εργασίας ετοιμάζεται για το μέλλον (https://www.keepeek.com/Digital-Asset-Management/oecd/economics/oecd-economic-surveys-germany-2012/the-german-labour-market_eco_surveys-deu-2012-4-en#page1).