Δεν έχει σημασία να ψάχνει κανείς πόσο εκτεταμένη ήταν η νοθεία που καταγγέλλει η ιρανική αντιπολίτευση στις προεδρικές εκλογές της προηγούμενης Παρασκευής στο Ιράν, στις οποίες η εκλογική επιτροπή κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα αποτελέσματα του 81% των 39 εκατομμυρίων ψηφοφόρων μέσα σε… τρεις ώρες, πραγματοποιώντας ένα… θεϊκό κατόρθωμα, όπως σημειώνουν οι «Τάιμς της Ασίας» (16/6/09). Αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία, γιατί και οι δύο υποψήφιοι ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την πολιτική που θα ακολουθήσουν.
Ο Μουσαβί δεν είναι νέος στην πολιτική ζωή της χώρας. Διετέλεσε πρωθυπουργός του Ιράν από το 1981 μέχρι το 1989, δηλαδή καθ’ όλη την περίοδο του ιρανο-ιρακινού πολέμου. Είναι επομένως «παλιά καραβάνα», γι’ αυτό και τόσο οι Σιωνιστές όσο και οι Αμερικάνοι αναγνώρισαν ότι δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων. Ο φασίστας υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ, Λίμπερμαν, δήλωσε ότι «το πρόβλημα που θέτει το Ιράν στην διεθνή κοινότητα δεν είναι προσωπικής φύσης» (Χααρέτζ 13/6/09), ενώ ο Ομπάμα συμπλήρωσε ότι «είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο θα πρέπει να διαπραγματευτούμε με το ιρανικό καθεστώς που ιστορικά είναι εχθρικό προς τις ΗΠΑ» (Ρόιτερς 17/6/09).
Πάντως, η διαφορά των ψήφων μεταξύ των δύο υποψηφίων ήταν τεράστια (πάνω από 11 εκατομμύρια ψήφοι), πράγμα που σημαίνει ότι όση νοθεία κι αν έγινε, δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί το αποτέλεσμα αν επαναλαμβάνονταν οι εκλογές με «δίκαιο τρόπο». Η νίκη του «συντηρητικού» Αχμαντινετζάντ με 62.6% (ποσοστό ελάχιστα παραπάνω από αυτό που είχε πάρει όταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του 2005) έναντι του «μεταρρυθμιστή» Μουσαβί (ο οποίος συγκέντρωσε μόλις 33.8%, δηλαδή ποσοστό κατά δύο μονάδες χαμηλότερο από αυτό του Ραφσατζανί, που ήταν ο αντίπαλος του Αχμαντινετζάντ στις προηγούμενες εκλογές) είναι ξεκάθαρη και δεν πρόκειται να ανατραπεί με τίποτα.
Ο Αχμαντινετζάντ δεν κέρδισε κυρίως στις καθυστερημένες αγροτικές περιοχές. Οπως προκύπτει από τα αναλυτικά αποτελέσματα που δημοσίευσε το ιρανικό υπουργείο Εσωτερικών (τα οποία βρήκαμε στο διαδίκτυο), ο Αχμαντινετζάντ επικράτησε κατά κόρον στις αστικές περιοχές. Και στις τρεις επαρχίες που σημείωσε διαφορά άνω του 1 εκατομμυρίου ψήφων από τον Μουσαβί (Fars, Isfahan και Khorasan-Razani) ο αστικός πληθυσμός ξεπερνά το 60%, ενώ στην Τεχεράνη (όπου το 91% του πληθυσμού είναι αστικός) ο Αχμαντινετζάντ ξεπέρασε τον Μουσαβί κατά 400 χιλιάδες ψήφους (πάντα σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα).
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το καθεστώς Αχμαντινετζάντ δεν αντιμετωπίζει προβλήματα. Οι τεράστιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, με τους τουλάχιστον 7 (κατ’ άλλους 12) νεκρούς, δεν οφείλονται φυσικά σε… αμερικάνικη προβοκάτσια, αλλά αποκαλύπτουν έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια. Μην ξεχνάτε ότι ο Αχμαντινετζάντ σάρωσε στις εκλογές του 2005 με την υπόσχεση ότι θα καταπολεμήσει τη φτώχεια και την ανεργία. Η ανεργία μειώθηκε το 2007 (από το 14-15% στο 10.3%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία), για να πάρει ξανά την ανηφόρα (12.5% ανακοίνωσε το υπουργείο Εργασίας τον Απρίλη), ενώ από τα τέλη του περασμένου χρόνου ο υπουργός Εργασίας έχει προειδοποιήσει ότι η ανεργία μπορεί να εκτιναχθεί τα επόμενα χρόνια (σύμφωνα με το κρατικά επιχορηγούμενο ιρανικό πρακτορείο PRESS TV, 28/11/08). Επομένως, ο στόχος του 8.4%, που έθετε το υπουργείο Εργασίας τον Ιούλη 2006 για το τέλος του 2010, μάλλον πάει περίπατο (μεσούσης μάλιστα της οικονομικής κρίσης).
Την ίδια στιγμή ένας στους τρεις Ιρανούς ζει σε επίπεδα απόλυτης φτώχειας. Σύμφωνα με το πρακτορείο PRESS TV (6/6/09), το ποσοστό των Ιρανών που ζουν κάτω από τα επίπεδα της απόλυτης φτώχειας κυμαίνεται μεταξύ 29% και 33%, ενώ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρίσκεται κοντά στο όριο φτώχειας. Παρά τα τεράστια κέρδη που απέκτησε το ιρανικό κράτος από τη ραγδαία αύξηση των τιμών του πετρελαίου τα τελευταία χρόνια, η φτώχεια δεν καταπολεμήθηκε.
Αντίθετα, αυτό που γνώρισε μεγάλη άνθηση ήταν το εμπόριο όπλων, ιδιαίτερα με τη Ρωσία. Από την άλλη, οι ιδιωτικοποιήσεις «αν και εξέθεσαν μεγάλο τμήμα εργαζομένων στην ανεργία καθώς και σε μια ολοένα και περισσότερο επισφαλή κατάσταση, καθώς οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων πούλησαν τον εξοπλισμό των επιχειρήσεών τους και στη συνέχεια κήρυξαν πτώχευση ή άρχισαν να μη καταβάλλουν τους οφειλόμενους μισθούς ή προχώρησαν απλούστατα σε απολύσεις. Οσο για τον πληθωρισμό, ακολούθησε μια πορεία που θυμίζει τη δεκαετία του 1990: σύμφωνα με τις επίσημες πηγές, το 2008 ανερχόταν στο 25% (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις ξεπέρασε το 50%), ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2009 οι αρχές δήλωσαν ότι ξεπέρασε το 60%» («Ασφυκτική κυριαρχία του χρήματος στο Ιράν», Monde Diplomatique, 12/6/09).
Η ενδοκαθεστωτική κρίση ίσως λήξει κάποια στιγμή στο Ιράν. Ισως επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός που θα δώσει ένα τέλος στην κοινωνική πόλωση που έγινε έντονη με τις τεράστιες διαδηλώσεις είτε υπέρ είτε κατά του Αχμαντινετζάντ (ήδη ο ανώτατος ηγέτης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ διέταξε να ξαναμετρηθούν οι ψήφοι σε ορισμένες περιοχές). Ομως, η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν πρόκειται να σταματήσει, όσο βαθαίνει μάλιστα η οικονομική κρίση.