Η σύνοδος των 20 ανεπτυγμένων και «αναδυόμενων» χωρών (γνωστή ως G20), που ολοκληρώθηκε την περασμένη Πέμπτη στο Λονδίνο, αποτύπωσε τις μεγάλες αντιθέσεις που διέπουν τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη σχετικά με το πώς θα αντιμετωπίσουν την παρούσα κρίση. Αντιθέσεις όχι ως προς τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, αλλά πρώτα και κύρια ως προς τα δικά τους συμφέροντα. Γιατί όσες υποσχέσεις κι αν δίνουν ότι θα αντιμετωπίσουν ενωμένοι την κρίση (λες και πρόκειται για κάποια… φυσική καταστροφή), όλοι γνωρίζουν ότι οι αντιθέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων στρατοπέδων (ΗΠΑ, Βρετανίας από τη μία και Γαλλίας, Γερμανίας από την άλλη) είναι πολύ μεγάλες για να αρ- θούν μέσα σε μερικές ώρες συνομιλιών.
Οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί ζητούν περισσότερο ζεστό χρήμα για την αντιμετώπιση της κρίσης. Ζητούν γενναιόδωρα «πακέτα στήριξης» στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που καταρρέουν και αγορά των τοξικών χρεών των τραπεζών. Από την άλλη μεριά, Γαλλία και Γερμανία ζητούν ενίσχυση των διεθνών οργανισμών (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα κτλ) και άλλους κανόνες ρύθμισης των αγορών, ώστε να αποφευχθεί το φαινόμενο της μεταφοράς του ρίσκου των αμερικάνικων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα ευρωπαϊκά.
Η Γαλλία και η Γερμανία δεν προτίθενται να δώσουν περισσότερα χρήματα για «πακέτα στήριξης». Κι αυτό γιατί ίσως να μην πιστεύ-ουν ότι αυτά τα πακέτα θα αποδώσουν (μέχρι τώρα κανένα «πακέτο» απ’ αυτά που προώθησαν οι αμερικάνικες κυβερνήσεις δεν έχει περιορίσει το βάθεμα της κρίσης), ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να επωφεληθούν απ’ αυτή τη χρηματοδότηση αμερικάνικες εταιρίες (όπως η General Motors που έχει θυγατρική την Opel και η οποία ζητάει από το γερμανικό δημόσιο «πακέτο στήριξης» 3 δισ. ευρώ για να το αποπληρώσει μέχρι το 2015). Ταυτόχρονα, μια αύξηση των χρηματοδοτικών πακέτων πέρα από κάποια όρια θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη σταθερότητα του ευρώ (που στηρίχτηκε, όπως θυμόμαστε, στο ισχυρό γερμανικό μάρκο), εφόσον θα αυξήσει υπέρογκα τα ελλείμματα.
Το γαλλογερμανικό στρατόπεδο προτιμά το κύριο βάρος να το σηκώσει η αμερικάνικη οικονομία, όπως στην περίπτωση της AIG, η οποία με τη χρηματοδότησή της από το αμερικάνικο κράτος έσπευσε να πληρώσει τις ξένες τράπεζες που είχαν αντασφαλιστεί σ’ αυτή με «πιστωτικές συμφωνίες ανταλλαγής» (όπως γράφουμε στις διπλανές στήλες). Από την άλλη πλευρά, το αμερικανοβρετανικό στρατόπεδο θέλει και την Ευρώπη να «βάλει το χέρι στην τσέπη».
Αυτές οι αντιθέσεις θα παραμείνουν αγεφύρωτες όσες θερμές χειραψίες κι αν ανταλλάξουν οι πολιτικοί εκπρόσωποι των δύο στρατοπέδων. Σε μια περίοδο που η κρίση βαθαίνει, οι αντιθέσεις θα οξύνονται κι όχι το αντίθετο.