Ατελείωτες συζητήσεις στα μπασκετικά στέκια πυροδότησε η ήττα της εθνικής ομάδας από τη Λιθουανία και ο αποκλεισμός της από τη συνέχεια του Μουντομπάσκετ. Η γύμνια της «επίσημης αγαπημένης» ήταν τόσο εμφανής που ανάγκασε ακόμη και ξεσκολισμένους δημοσιογράφους, που υπέφεραν για χρόνια από λουμπάγκο στη μέση από την επίκυψη μπροστά στους διάσημους σταρ, να βάλουν στο στόχαστρο της κριτικής τους ακόμη και αυτούς που μέχρι πρότινος βρίσκονταν στο απυρόβλητο.
Τα σχόλια στο ίντερνετ και τα μπασκετικά σάιτ θυμίζουν την αλήστου μνήμης εκπομπή του μακαρίτη Γιώργου Γεωργίου, την εποχή που γυριζόταν σε συνοικιακά καφενεία και έπαιρνε το μικρόφωνο ο κάθε κυρ Μήτσος να εκθέσει την αναλυσάρα του:
– Υπάρχει πρόβλημα στην παραγωγική διαδικασία. Δεν βγάζουμε παίκτες. Η δεξαμενή του ελληνικού μπάσκετ έχει στερέψει.
– Το μπάσκετ αλλάζει και εμείς μένουμε κολλημένοι στα ίδια και τα ίδια, στο παραμύθι του δήθεν «σκεπτόμενου» μπάσκετ.
– Οι παίκτες μας υστερούν στα βασικά του αθλήματος. Δεν έχουμε σουτέρ, δεν έχουμε σκόρερ, ούτε παίκτη που μπορεί να παίξει με πλάτη στο καλάθι.
– Οι νεαροί παίκτες πρέπει να κάνουν στην μπάντα τους μανατζαραίους τους και να δουλέψουν σκληρά στους συλλόγους τους για να εξελιχθούν και να κερδίσουν με το σπαθί τους την συμμετοχή τους στους αγώνες.
– Οι διεθνείς δεν χωνεύουν τον Ιτούδη. Σλούκας, Καλάθης, Ντόρσεϊ και Αντετοκούνμπο δεν θέλουν να τον βλέπουν ούτε ζωγραφιστό. Χρειάζεται άλλος προπονητής με έντονη προσωπικότητα, όπως ο Σπανούλης, ικανός να συσπειρώσει τους πάντες.
– Η διοίκηση της Ομοσπονδίας πρέπει να «αγριέψει», γιατί η εθνική ομάδα έγινε «μπάτε σκύλοι αλέστε». Να τιμωρηθούν οι κοπανατζήδες, όπως έκανε η Τουρκία με τους Λάρκιν και Γουίλμπεκιν, και να δώσει βάρος στα αναπτυξιακά κλιμάκια.
– Μέχρι εκεί έφταναν τα πόδια μας. Αν το ‘89 ο Γκάλης έλεγε πως θέλει να ξεκουραστεί, ο Γιαννάκης να «καθαρίσει» τα πληγωμένα του γόνατα, ο Φάνης να δοκιμάσει την τύχη του στο ΝΒΑ και ο Φασούλας να περάσει ποιοτικό χρόνο με την οικογένειά του, με ποιους θα κατέβαινε να παίξει η εθνική στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ; Με τους Κορωνιό, Παταβούκα, Ρωμανίδη, Στεργάκο (Νέλσον) και Καμπούρη;
Ορισμένα από τα παραπάνω σχόλια έχουν δόση αλήθειας, δεν συνθέτουν όμως την πλήρη εικόνα του επαγγελματικού αθλητισμού, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μπίζνες με άλλα μέσα, και φυσικά δεν αποδίδουν τη μορφή που πρέπει να έχει ένας παλλαϊκός ερασιτεχνικός αθλητισμός.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα παρουσίασε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα μια μέτρια ομάδα που υστερούσε φανερά σε ταλέντο και μέγεθος, ορισμένοι παίκτες στους οποίους αναγκάστηκε να στηριχτεί δεν είχαν παραστάσεις από μεγάλους ευρωπαϊκούς αγώνες, ενώ στο δεύτερο, δίχως αύριο γι’ αυτήν παιχνίδι στη διοργάνωση άντεξε για περίπου τρία δεκάλεπτα κυρίως χάρη στην ποιότητα του Γουόκαπ και το αγωνιστικό θράσος του Λαρεντζάκη, προτού παραδοθεί στην ανώτερη Λιθουανία.
Η μπασκετική σκηνή έχει αλλάξει εδώ και περίπου δυόμισι δεκαετίες. Η διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και της «Σοβιετικής» Ενωσης τροφοδότησε το ευρωπαϊκό μπάσκετ με νέες εθνικές ομάδες, κάνοντας πιο δύσκολη τη διάκριση σε μια διεθνή διοργάνωση.
Από τις δύο μεγάλες σχολές του ευρωπαϊκού μπάσκετ προέκυψαν κατά κύριο λόγο οι εθνικές ομάδες της Σερβίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας, της Ρωσίας, της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Ουκρανίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χώρες όπως το Μαυροβούνιο ή η Γεωργία δεν μπορούν κατά περιόδους να παρουσιάσουν ανταγωνιστικές ομάδες.
Νέα δυναμική απέκτησαν επίσης οι δύο κοιμώμενοι γίγαντες, Γερμανία και Γαλλία. Η Γερμανία δεν άργησε να ενσωματώσει στις εθνικές της ομάδες τα παιδιά των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς και η Γαλλία συνεχίζει το «παιδομάζωμα» από τις πρώην αποικίες της στην αφρικανική ήπειρο. Ακόμη όμως και αν υποθέσουμε ότι η εθνική επέστρεφε με μια επιτυχία από τη Μανίλα, εμείς θα έπρεπε να αισθανθούμε καλύτερα; Χτες καήκαμε, σήμερα πνιγήκαμε, αλλά θα νιώθαμε εθνικά υπερήφανοι που η ομάδα θα ανέβαινε στο βάθρο των νικητών.
Θα συμφωνήσετε ότι το μοντέλο της συστηματικής παραγωγής παικτών στα δύο μεγάλα τουλάχιστον ομαδικά αθλήματα αποτελεί μια διαδικασία που κοστίζει ακριβά στις ομάδες σε εγκαταστάσεις και ειδικό προσωπικό (προπονητές-γιατροί-ψυχολόγοι-διατροφολόγοι-μάγειρες). Ακολουθείται κυρίως από μεγάλα κλαμπ που εδρεύουν σε χώρες με παράδοση στο άθλημα και προσελκύουν παιδιά από όλη την επικράτεια (ακόμη και από διαφορετικές χώρες ή ηπείρους), στο τέλος όμως υποτάσσεται και αυτή στο βωμό της σκοπιμότητας των άμεσων αποτελεσμάτων και της κερδοφορίας των ομάδων.
Η Μπάρτσα που κυριάρχησε το διάστημα 2005-2015, κερδίζοντας τέσσερις φορές το Champions League, και παρουσίασε κατά γενική ομολογία το καλύτερο ποδοσφαιρικό θέαμα στην ιστορία, στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην παραγωγή παικτών της ακαδημίας της (γνωστή ως Μασία, Αγροικία στα ελληνικά), δεν δίστασε όμως να προχωρήσει σε δαπανηρές μεταγραφές έτοιμων παικτών, όταν οι πιτσιρικάδες της Μασία δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξουν το συνεχές κυνήγι νικών και διακρίσεων.
Εμείς όμως γιατί πρέπει να βλέπουμε θετικά στοιχεία σε αυτήν την παραγωγική διαδικασία, η οποία «εκπαιδεύει» τους μαθητές-παίκτες σχεδόν αποκλειστικά στα βασικά ενός αθλήματος και μετατρέπει τις ερασιτεχνικές ομάδες σε προθάλαμο των επαγγελματικών ομάδων; Ελάχιστοι από αυτούς κερδίζουν επαγγελματικό συμβόλαιο (και αυτόματα αποκόπτονται από την κοινωνική τάξη που προέρχονται, ενώ συχνά προκαλούν με την κωλοπαιδίστικη στάση τους και τον προκλητικό τρόπο διαβίωσης) είτε στην ομάδα που τους ανέδειξε είτε αλλού, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία θα πεταχτεί σαν τρίχα από το ζυμάρι, πυκνώνοντας τις γραμμές των ανέργων, καμαρώνοντας ότι κάποια στιγμή έτυχε να βγάλει δελτίο στη Μπάρτσα, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ή τον Αγιαξ.
Η ανάπτυξη του ερασιτεχνικού αθλητισμού υποτίθεται ότι είναι ευθύνη του αστικού κράτους. Επειδή, όμως, ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει τον αθλητισμό αποκλειστικά και μόνο ως μια επικερδή μπίζνα για τα συμφέροντα επιχειρηματιών του, δεν υπάρχει περίπτωση να στηρίξει τον ερασιτεχνικό του χαρακτήρα.
Και αυτό είναι απολύτως καθαρό στην περίπτωση του σχολικού προγράμματος, όπου ο αθλητισμός θα έπρεπε να αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας των νέων. Πώς όμως να γίνει αυτό στο ασφυκτικό περιβάλλον του αστικού σχολείου που έχει ως κύριο μέλημά του να εκπαιδεύει και να διαπαιδαγωγεί, από την πρώτη στιγμή, τον άνθρωπο της μερικής δεξιότητας –η οποία ακολουθεί και προσαρμόζεται στις απαιτήσεις τις καπιταλιστικής αγοράς– που ως αυριανός εργαζόμενος θα πληροί της προϋποθέσεις του ευέλικτου, φθηνού, ανταγωνιστικού και αποσχολήσιμου;
Σε αυτό λοιπόν το εξετασιοκεντρικό σχολείο, που στραγγαλίζει την προσωπικότητα, τις ιδιαίτερες κλίσεις και τα χαρίσματα του παιδιού, με την άθλια υλικοτεχνική υποδομή, το μάθημα της γυμναστικής θεωρείται πάρεργο και καλύπτει μόλις δύο από τις 30 ώρες του ωρολόγιου προγράμματος στην Πρωτοβάθμια και δύο από τις 33-35 ώρες στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με εξαίρεση την Γ΄ τάξη του Λυκείου στην οποία καλύπτει τρεις ώρες. Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της πρόκλησης, δύο ώρες την εβδομάδα διδάσκονται παντού και τα θρησκευτικά (μη τυχόν και χάσει το παπαδαριό τους μελλοντικούς του πελάτες), εκτός από την Γ΄ Λυκείου που γίνεται μία, μιας και αποτελεί ουσιαστικά φροντιστηριακή τάξη, στην οποία διδάσκονται σχεδόν αποκλειστικά τα μαθήματα του προσανατολισμού.
Μένει ανεκπλήρωτη δηλαδή από το σχολείο η ανάγκη των παιδιών να αθληθούν, να διασκεδάσουν και να μάθουν μέσα από το παιχνίδι. Και επειδή ο καπιταλισμός προσφέρει σχεδόν πάντα και το ψευτο-φάρμακο για την αρρώστια που προκαλεί (σε αυτούς φυσικά που μπορούν να το αγοράσουν), δημιούργησε μια καρικατούρα ερασιτεχνικού αθλητισμού, τα λεγόμενα ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία.
Οι διαχειριστές αυτών των σωματείων, πάντα σε συννενόηση με τους τοπικούς δήμους, αρπάζουν κάθε δημόσιο αθλητικό χώρο που προσφέρεται για εκμετάλλευση και «στήνουν» ομάδες νέων, ζητώντας από τους γονείς τους ποσά που κυμαίνονται από 300 έως 900 ευρώ το χρόνο. Μετατρέπουν, δηλαδή, και αυτή την ελάχιστη χαρά σε μια κερδοφόρα μπίζνα.
Κυρίαρχο ζήτημα, λοιπόν, αν θέλουμε έναν πραγματικό και μαζικό ερασιτεχνικό αθλητισμό, είναι η ανατροπή του καπιταλισμού που μετατρέπει τον άνθρωπο σε καλοκουρδισμένη μηχανή για τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Αυτή είναι η μοναδική στρατηγική επιλογή. Ενώ στο πλαίσιο αυτού του απάνθρωπου συστήματος μπορούμε να διεκδικήσουμε περισσότερο χρόνο για άθληση και ελεύθερη πρόσβαση σε σύγχρονες αθλητικές εγκαταστάσεις.
Γ.Ρ.