Ανέτοιμη αγωνιστικά και εύθραυστη πνευματικά παρουσιάστηκε η εθνική ομάδα μπάσκετ στο κρίσιμο νοκ άουτ ματς με αντίπαλο τη Γερμανία στο Βερολίνο, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί άδοξα στα προημιτελικά από τη συνέχεια του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Το ελληνικό μπάσκετ σε επίπεδο εθνικών ομάδων ανδρών μένει για 13 συνεχόμενα χρόνια εκτός τελικής τετράδας μεγάλης διοργάνωσης (δηλαδή για 11 συνεχόμενες διοργανώσεις!).
Για να καταλάβουμε πόσο ασυνήθιστο είναι αυτό για τα δεδομένα του αθλήματος στη χώρα, αρκεί να αναφέρουμε ότι το μεγαλύτερο διάστημα που είχε να συμβεί κάτι αντίστοιχο από το μαγικό ’87 μέχρι σήμερα ήταν η επταετία 1998 – 2005 (μετά από την 4η θέση στο Μουντομπάσκετ της Αθήνας το 1998 ακολούθησαν έξι αποτυχημένες προσπάθεις μέχρι την 1η θέση και το θρίαμβο στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου το 2005).
Οι Γερμανοί μπήκαν στο παιχνίδι με το πόδι πατημένο στο γκάζι και απέναντι στην παθητική άμυνα της Εθνικής είχαν 8/10 τρίποντα στα πρώτα 6 λεπτά, παίρνοντας διαφορά 11 πόντων. Ο Ιτούδης αντέδρασε σωστά, χαμήλωσε το σχήμα, βγάζοντας τον Παπαγιάννη που δεν μπορούσε να συνυπάρξει στην ίδια πεντάδα με τον Γιάννη, και η ομάδα ισορρόπησε.
Ο κόουτς συνέχισε στο 2ο δεκάλεπτο με παρόμοια χαμηλά σχήματα (με σέντερ τον Γιάννη, ένα φόργουορντ και τρεις περιφερειακούς παίκτες) και η Εθνική παρέμενε κοντά στο σκορ, παρά την ικανότητα των Γερμανών να χτυπούν σωστά στα μις ματς, μεταφέροντας πλέον το παιχνίδι κοντά στο καλάθι. Το πρώτο ημίχρονο έκλεισε με το θεαματικό μπάζερ μπίτερ τρίποντο του Σλούκα από το κέντρο του γηπέδου, που έδωσε προβάδισμα 4 πόντων στην Εθνική και έκανε όλους του έλληνες φιλάθλους να πιστέψουν πως το μομέντουμ άλλαξε οριστικά.
Στο δεύτερο ημίχρονο ο κόουτς Ιτούδης, στην προσπάθειά του να παίξει με ένα σχήμα που να αντιστοιχεί στα ύψη της γερμανικής πεντάδας, αντί να χρησιμοποιήσει τον ύψους 2.10 Αγραβάνη (που για κάποιον ανεξήγητο λόγο στα νοκ άουτ ματς τον «ξέχασε» και έπαψε να τον υπολογίζει, ενώ ταίριαζε ιδανικά με τον Γιάννη), επανέφερε τον Γιώργο Παπαγιάννη και δυστυχώς επαναλήφθηκε μπροστά στα μάτια μας το σκηνικό του 1ου δεκαλέπτου.
Η Γερμανία έβρισκε πλέον λύσεις με όλους τους δυνατούς τρόπους, οι έλληνες παίκτες δέχονταν το ένα χαστούκι μετά το άλλο, σαν να μην έχουν ίχνος μπασκετικού εγωισμού, και το τελικό σκορ 107-96 ήρθε φυσιολογικά, γκρεμίζοντας τα όνειρα για διάκριση.
Ο Λαρεντζάκης έδειξε στους υπόλοιπους διεθνείς (οι Σλούκας, Ντόρσεϊ, Παπαπέτρου πρέπει να παραδειγματιστούν) πώς το πείσμα, ο τσαμπουκάς και η αστείρευτη ενέργειά του υπερκαλύπτουν την όποια έλλειψη σε τεχνική, κάνοντάς τον να κοιτά στα μάτια αστέρες του NBA όπως ο Γερμανός Φραντς Βάγκνερ.
Ο Γιάννης στα εννιά χρόνια παρουσίας του στο NBA έχει γίνει καλύτερος σε όλους τους τομείς του παιχνιδιού, που τον έκαναν έτσι και αλλιώς από πριν να ξεχωρίζει και να αναγκάζει τους σκάουτερ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού να γεμίζουν τα μπλοκάκια τους με σημειώσεις. Πρόσθεσε 20 κιλά μυών (από 90 κιλά έφτασε να ζυγίζει 110), δουλεύοντας ακούραστα το σώμα του στο γυμναστήριο, χρησιμοποιώντας φυσικά και τα κατάλληλα «βοηθήματα διατροφής» που έχουν στη διάθεσή τους όλοι οι επαγγελματίες αθλητές του NBA (με την ανοχή και την κάλυψη της λίγκας φυσικά!), δικαιολογώντας στο έπακρο το προσωνύμιό του ως «Greek Freak». Η αλλαγή αυτή έγινε σταδιακά, με τρόπο που δεν του στέρησε τμήμα της πλαστικότητας, της εκρηκτικότητας και της δυνατότητάς του να ελίσσεται σαν περιφερειακός παίκτης. Ενας περιφερειακός παίκτης, βέβαια, με ύψος 211 εκατοστών, άνοιγμα χεριών 221 εκατοστών και δύναμη ικανή να μετακινήσει βουνά!
Χειρίζεται πλέον την μπάλα καλύτερα από ποτέ, τρέχει το γήπεδο πιο γρήγορα από τον καθένα, ασκώντας έτσι τεράστια πίεση στους ψηλούς της αντίπαλης ομάδας στο επιθετικό transition, ενώ η δυνατότητά του να πασάρει τον κάνει πιο αποτελεσματικό στο να σπάει τις άμυνες που στέλνουν συνεχώς βοήθεια στο μαρκάρισμά του. Αρκεί φυσικά οι συμπαίκτες του να μπορούν να ευστοχήσουν σε κάποια ελεύθετα τρίποντα!
Από την άλλη, η εμμονή του να δοκιμάζει μακρινά σουτ (4 με 5 τρίποντα σε κάθε παιχνίδι στη διοργάνωση, με ποσοστό 20%) είναι εξηγήσιμη, αλλά ως πότε θα γίνεται αποδεκτή από τον εκάστοτε προπονητή και τους συμπαίκτες του; Θέλει να δείξει σε όλο τον μπασκετικό κόσμο ότι μπορεί να βάλει καλάθι ακόμη και με τον τρόπο που σκοράρει ένα σύγχρονο τριάρι (όπως ο Ντουράντ, ο Λέονταρντ, ο Τέιτουμ), αλλά για την ώρα πρέπει να αποδεχτεί ότι μπορεί να κάνει ίσως τα πάντα στο γήπεδο, εκτός από το να σουτάρει με συνέπεια όπως αυτοί («ανεβαίνουν» βίντεο που τον δείχνουν να βάζει 6, 7, ακόμα και 10 σερί τρίποντα στο χαλαρό ζέσταμα, αλλά οι συνθήκες αυτές σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν προσομοίωση ενός αγώνα μπάσκετ).
Φαίνεται πως τα περιθώρια εξέλιξής του με το προπονητικό τιμ των Μιλγουόκι Μπακς και επικεφαλής τον κόουτς «Μπαντ» έχουν προ πολλού εξαντληθεί! Ο Γιάννης έχει ανάγκη από έναν προπονητή που θα τον κοουτσάρει «σκληρά», που θα τον πιέσει να κάνει στο παρκέ αυτά στα οποία είναι αποδοτικός και χρήσιμος στην ομάδα (όταν σουτάρει τρίποντο, ο αντίπαλος ανακουφίζεται) και θα του επισημάνει ορισμένες χτυπητές αδυναμίες του, όπως η απουσία μιας-δυο κινήσεων με πλάτη στο καλάθι. Δεν θα του έκανε ζημιά να δουλέψει ένα καλοκαίρι με έναν μετρ του είδους όπως ο Γιώργος Πρίντεζης.
Ο κόουτς Δημήτρης Ιτούδης μάζεψε τα ασυμμάζευτα της εποχής των Μίσσα και Σκουρτόπουλου, προσπάθησε να μοιράσει ρόλους, αλλά απέτυχε να ενεργοποιήσει τον εγωιστή Ντόρσεϊ (που ώρες-ώρες μοιάζει να είναι ξένο σώμα στην ομάδα) και να χρησημοποιήσει σωστά τους ρολίστες του στο κρισιμότερο παιχνίδι της διοργάνωσης.
ΥΓ. Η στήλη θα υποστηρίξει σήμερα την «αχώνευτη» Ισπανία στον μεγάλο τελικό απέναντι σε μια Γαλλία που έπρεπε να έχει ήδη αποκλειστεί από την αυτόχειρα Τουρκία στη φάση των 16.
Ο Ιταλός Σέρτζο Σκαριόλο είναι ο κορυφαίος προπονητής του φετινού Ευρωμπάσκετ, με μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο. Απέδειξε ότι όλοι οι τίτλοι που κατέκτησε η Ισπανία με εκείνον στο τιμόνι (τρία χρυσά και ένα χάλκινο μετάλλιο σε Ευρωμπάσκετ, ένα χρυσό σε Μουντομπάσκετ, ένα ασημένιο και ένα χάλκινο ολυμπιακό μετάλλιο) δεν οφείλονται μόνο στη φοβερή και τρομερή «φουρνιά» του ισπανικού μπάσκετ, που κυριάρχησε για 15 τουλάχιστον χρόνια στα παρκέ, αλλά και στη δική του μαεστρία.
Οδήγησε το φτωχότερο ρόστερ που είχε η εθνική ομάδα της Ισπανίας τα τελευταία 20 χρόνια στον τελικό, καθαρίζοντας στον ημιτελικό την οικοδέσποινα Γερμανία του Σρούντερ, που είχε σηκώσει τη μύτη στον ουρανό και προκαλούσε με το ειρωνικό γελάκι του τους πάντες (ακόμη και τη Ρούλα Κορομηλά).
Γ.Ρ.