Οσοι ασχολούμασταν με τα αθλητικά σωματεία την εποχή του «ερασιτεχνικού» αθλητισμού θυμόμαστε ότι για να μπορέσει μια ομάδα να κάνει μια καλή μεταγραφή θα έπρεπε να εξασφαλίσει στον υπό μεταγραφή αθλητή ένα καλό «χαρτζιλίκι» για να πάρει την υπογραφή του. Συνήθως, τη λύση έδινε ο πρόεδρος της ομάδας, που πρόσφερε στον παίχτη «δουλειά» στην εταιρία του (δημιουργούσε έξοδα στην εταιρία που αφαιρούνταν από την εφορία) ή κάποιος από τους παράγοντες της ομάδας, που είχε τις κατάλληλες πολιτικές διασυνδέσεις και φρόντιζε να προσληφθεί ο παίχτης στο δήμο ή σε κάποια δημόσια επιχείρηση. Με αυτόν τον τρόπο η ομάδα «έδενε» τον παίχτη και τον κρατούσε για όσο διάστημα ήθελε στο ρόστερ της, αφού αν έφευγε θα έχανε το «χαρτζιλίκι» που του εξασφάλιζε.
Δεν συνεχίζουμε γιατί θα χαλάσουμε το ρομαντισμό του «ερασιτεχνικού» αθλητισμού και θα σπείρουμε αμφιβολίες για την «αφοσίωση» ορισμένων παιχτών που έχουν συνδέσει την αγωνιστική τους πορεία με μια ομάδα και αποτελούν τη «σημαία» και το σημείο αναφοράς για τους οπαδούς της.
Με την πάροδο του χρόνου τα δεδομένα αλλάξαν και ο αθλητισμός από «ερασιτεχνικός» έγινε επαγγελματικός. Οι ομάδες είναι πλέον ανώνυμες εταιρίες και οι παίχτες αποτελούν περιουσιακά τους στοιχεία, που ανταλλάσσονται στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο με γνώμονα το κέρδος που θα έχει το ταμείο της ομάδας. Ολοένα και λιγότεροι είναι οι παίχτες που συνδέονται με μια ομάδα στην καριέρα τους, καθώς ως επαγγελματίες κοιτάζουν το συμφέρον τους και βάζουν σε δεύτερη μοίρα το «δέσιμο» με την ομάδα και τους οπαδούς της.
Πλέον η παραμονή κάποιου αθλητή για αρκετά χρόνια σε μια ομάδα και η ανάδειξή του σε «σημαία» της προϋποθέτει να είναι πρωτοκλασάτος και γύρω από αυτόν να δημιουργηθεί ένα εμπορικό brand name που να εξασφαλίζει φράγκα στο ταμείο της. Οταν η παραμονή του παίχτη δεν είναι επικερδής, τότε «με πόνο ψυχής» οι δυο πλευρές σταματούν τη συνεργασία τους (η περίπτωση Μπαρτσελόνα-Μέσι είναι χαρακτηριστική).
Στην εποχή του επαγγελματικού αθλητισμού η ομάδα είναι το «όχημα» για να προωθήσει ο καπιταλιστής ιδιοκτήτης της τα εξωαγωνιστικά επιχειρηματικά του συμφέροντα. Η δυναμική της ομάδας αποτελεί μοχλό πίεσης προς τα κέντρα αποφάσεων για να «προωθηθούν» οι επιχειρηματικές υποθέσεις του προέδρου. Ταυτόχρονα, οι οργανωμένοι οπαδοί της μετατρέπονται σε ιδιωτικό στρατό του, που όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις «νουθετεί» όσους δεν συμμερίζονται το «όραμά» του για την ομάδα.
Και επειδή ο επαγγελματικός αθλητισμός απαιτεί σε όλους τους τομείς τους κατάλληλους «επαγγελματίες», οι οποίοι είναι λογικό να απαιτούν και ένα «χαρτζιλίκι» για τις υπηρεσίες τους, κάποιος θα πρέπει να πληρώσει. Η λύση είναι πολύ απλή. Τα έξοδα για τα «παπαγαλάκια» και τον οπαδικό στρατό του προέδρου χρεώνονται στο ταμείο της ομάδας.
Αρκεί μια ματιά στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των ομάδων για να επιβεβαιωθούν τα παραπάνω. Ο αριθμός των ατόμων που δηλώνονται ως εργαζόμενοι ξεπερνάει κατά πολύ αυτούς που θα έπρεπε να δουλεύουν στην ομάδα. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζουμε τις ετήσιες οικονομικές δραστηριότητες της ΠΑΕ ΑΕΚ, όπως καταχωρηθήκαν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), για τη χρονική περίοδο από 1/7/2014 έως 30/6/2021.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο μέσος όρος στην κιτρινόμαυρη ΠΑΕ τη συγκεκριμένη περίοδο είναι 117 εργαζόμενοι, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που χρειάζεται για να λειτουργήσει μια ομάδα. Εξηγείται, όμως, αν υπολογίσουμε στους «εργαζόμενους» και όλους αυτούς που «εργάζονται» για να προωθήσουν τις μπίζνες του προέδρου.
Από το ρεπορτάζ προκύπτει ότι και οι άλλες μεγάλες ΠΑΕ εφαρμόζουν την ίδια τακτική με τους κιτρινόμαυρους, καθώς είναι παρόμοιος ο αριθμός των εργαζόμενων σε αυτές. Είναι φανερό ότι οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες των ομάδων χρεώνουν στις ομάδες τα έξοδα για τις «παράπλευρες» δραστηριότητες προώθησης των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση: «Το χέρι στην τσέπη το βάζουν μόνο τον Δεκέμβρη, γιατί κρυώνουν».
Ισως κάποιοι να αναρωτηθούν: είναι τόσο απλό να χρεώνονται τα «χαρτζιλίκια» των κολαούζων του προέδρου στο εξοδολόγιο της ομάδας; Δεν υπάρχουν κρατικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί που να ελέγχουν τις οικονομικές δραστηριότητες και τους ισολογισμούς των ΠΑΕ; Για όσους δεν ασχολούνται με τις ομάδες και τα τεκταινόμενα στον επαγγελματικό αθλητισμό τα ερωτήματα αυτά ίσως είναι εύλογα. Ομως γι’ αυτούς που έχουν έστω και στοιχειώδη επαφή με το συγκεκριμένο χώρο, τα ερωτήματα είναι ρητορικά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα ποσοστό των οπαδών κάθε ομάδας επιλέγει το κόμμα που θα ψηφίσει με κριτήριο τη στήριξη που προσφέρει στην ομάδα του, σύμφωνα με τη «γραμμή» που θα δώσει ο πρόεδρος. Οπότε οι μεγαλοκαπιταλιστές ιδιοκτήτες των ομάδων δρουν ανεξέλεγκτοι, καθώς το πολιτικό προσωπικό και ιδιαίτερα η εκάστοτε κυβέρνηση, για να μην πέσει στη δυσμένειά τους, φροντίζει να τους κάνει τα χατίρια και να τους επιτρέπει να κάνουν μεγάλο φαγοπότι στις πλάτες της ομάδας.
ΥΓ. Για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά δε γίνονται μόνο στις ΠΑΕ αλλά γενικότερα στις ΑΕ. Τα πολυτελή αυτοκίνητα με τα οποία κυκλοφορούν οι καπιταλιστές, τα σπίτια, ακόμα και το υπηρετικό προσωπικό στις βίλες τους στις πόλεις, σε νησιά και σε ορεινά θέρετρα (καθαριστές, κηπουροί, μάγειροι, σερβιτόροι κτλ) εμφανίζονται σαν περιουσιακά στοιχεία ή σαν εργαζόμενοι της επιχείρησης. Ετσι, ο καπιταλιστής περνά την παρασιτική κατανάλωση του ίδιου και της οικογένειάς του ως δαπάνη της επιχείρησης, πετυχαίνοντας διπλό όφελος: ο ίδιος έχει τζάμπα παρασιτική κατανάλωση και η εταιρία ανύπαρκτη δαπάνη, με αποτέλεσμα ένα μέρος του κέρδους να περνά κατευθείαν στον καπιταλιστή αφορολόγητο.
Θυμόμαστε πολύ καλά τι έγινε το 2007-8 μεταξύ Βγενόπουλου και Δασκαλόπουλου. Ο Δασκαλόπουλος πούλησε τη Vivartia στην υπό τον Βγενόπουλο MIG. Μετά πλακώθηκαν, για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Ανάμεσα στις κατηγορίες που ο Βγενόπουλος και η MIG απηύθυναν στον Δασκαλόπουλο, για να τον πετάξουν από το μάνατζμεντ της Vivartia, ήταν ότι είχε περάσει στην εταιρία προσωπικά αυτοκίνητα και εργατικό προσωπικό που απασχολούσε στις βίλες του.
Κος Πάπιας