Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση παίζει έντονα το «μήνυμα». Κυρίως από εκείνους που δεν έχουν τα φόντα να σχηματίσουν κυβέρνηση. Ο λαός καλείται να συμμετάσχει και να ψηφίσει για να στείλει «μήνυμα». Μόνο η αποχή –συνειδητή ή μη– δε θεωρείται μήνυμα! Αλλοι καλούν σε υπερψήφισή τους για να σταλεί απλώς «αγωνιστικό μήνυμα» και άλλοι «για να υπάρξει ισχυρή αντιπολίτευση που θα στηρίξει τους λαϊκούς αγώνες». Οι ψηφοφόροι καλούνται να ξεχάσουν τι έγινε τα προηγούμενα χρόνια. Λες και αυτοί που ζητούν ψήφο-μήνυμα γεννήθηκαν χτες. Λες και δεν είχαν ξαναζητήσει ψήφο-μήνυμα, λες και ο κόσμος δεν ξέρει τι ρόλο έπαιξε αυτή η ψήφος-μήνυμα.
Πόσα μηνύματα δεν έστειλε ο ελληνικός λαός και ιδιαίτερα η εργατική τάξη την πρώτη τριετία των Μνημονίων; Πόσες απεργίες, πόσες διαδηλώσεις, πόσες οργισμένες μούντζες με κατεύθυνση τη Βουλή; Οταν το μήνυμα του «δρόμου» δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, γιατί ήταν τζούφιο, γιατί δεν συνοδευόταν από εκείνους τους όρους που θα το έκαναν πραγματικά «ηχηρό», ήρθε η ώρα να σταλεί το «μήνυμα» της κάλπης. Ο,τι δεν κατάφερε ο λαός στο δρόμο θα το κατάφερνε μια «κυβέρνηση της Αριστεράς». Τη δοκίμασε κι αυτή η εργατική τάξη, έφαγε και τη χλαπάτσα του κάλπικου δημοψηφίσματος και ως επιστέγασμα αυτών των αυταπατών ήρθε το τρίτο Μνημόνιο, που προστέθηκε στα δύο προηγούμενα, κάνοντας τις προοπτικές ακόμα πιο εφιαλτικές.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όλα δείχνουν ότι ο κύκλος έκλεισε και ξαναρχίζει από την αρχή. Με τον ίδιο κατά βάση θίασο ποικιλιών (μετά από συνταξιοδοτήσεις και νέες προσλήψεις), με κάποιες αλλαγές στα νούμερα (για να σπάει η μονοτονία), με την ίδια αποστολή: να καθηλώσει τους θεατές στις καρέκλες τους για να μπορούν να τους αφαιμάζουν τα αφεντικά.
Παρά ταύτα, κάποιοι ζητούν και πάλι ψήφο-μήνυμα. Ψήφο στους «έντιμους» και τους «συνεπείς». Για να κάνουν τι; Αυτό που κάνουν τόσα χρόνια τώρα. Αλλοι αναπαράγονται ως κομματικός μηχανισμός στο περιθώριο του αστικού κοινοβουλευτισμού, ο οποίος τους επιδαψιλεύει τιμές για τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητά τους. Εναντι του συστήματος, φυσικά. Αλλοι μετρούν την αγωνιστικότητα και την… επαναστατικότητά τους στις κάλπες του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αλλο μέτρο δε γνωρίζουν. Κι αναζητούν αυτό το μέτρημα ακόμα και τότε που η όποια εκλογική καταγραφή δεν έχει καμιά αντιστοίχηση με αγώνες που προηγήθηκαν, αλλά είναι είτε τυχαίο γεγονός είτε απλώς καταγραφή θυμού, απογοήτευσης και ήττας.
Οταν καλείς μια κοινωνία γονατισμένη, καταπλακωμένη από το σύνδρομο της ήττας, «μπερδεμένη», μετέωρη, με την υποψία ότι η ψήφος της δεν έχει καμιά αξία (αλλά παρά ταύτα πρέπει να πάει και να τη ρίξει στην κάλπη), να στείλει «μήνυμα» μέσω της κάλπης, ουσιαστικά της λες ότι η μόνη ρεαλιστικά αποτελεσματική οδός διεξόδου είναι οι εκλογές! Κι αν δεν λες ότι είναι η μόνη οδός διεξόδου, αφήνεις να εννοηθεί πως είναι μία από τις βασικές οδούς.
Με τους σημερινούς συσχετισμούς, με τις διαμορφωμένες πολιτικές τάσεις, με το ευρύτατο μνημονιακό μέτωπο που έχει διαμορφωθεί, με το μετα-Μνημόνιο να καθορίζει τα πάντα μέχρι και το 2060, ό,τι και να ρίξει κανείς στην κάλπη, αυτή θα βγάλει κινεζοποίηση και ταξική εξαθλίωση.
Γιατί να νομιμοποιήσουμε αυτή τη διαδικασία, με το προκαθορισμένο αποτέλεσμα; Γιατί να λειτουργήσουμε ως διακοσμητικοί μαϊντανοί του αστικού συστήματος εξουσίας; Γιατί να τους προσφέρουμε το άλλοθι δημοκρατικότητας («αντλούμε εξουσία μόνο από το λαό») και πλουραλισμού, που τόσο έχουν ανάγκη; Γιατί να μην καταγράψουμε με τον πιο «ηχηρό» τρόπο την καταγγελία μας όχι στο ένα ή στο άλλο αστικό κόμμα, αλλά συνολικά στο αστικό πολιτικό σύστημα;
Γιατί να μη δώσουμε πολιτικό περιεχόμενο στη διαμορφωμένη αυθόρμητη τάση της αποχής, που έχει διαφανεί από τον Σεπτέμβρη του 2015, η οποία ασφαλώς δεν είναι θέση συνειδητής στράτευσης σε μια επαναστατική προοπτική, εκφράζει όμως θυμό και απέχθεια για το πολιτικό σύστημα;
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν ένα ευρύτερο μέτωπο πολιτικών δυνάμεων (απ’ αυτές που περιμένουν και πάλι να μετρήσουν «κουκιά» στις κάλπες) κρατούσε μια συνεπή αντικοινοβουλευτική στάση, καλώντας το λαό σε αποχή και δείχνοντάς του έναν άλλο δρόμο, τον οποίο θα πρέπει να βαδίσει, αν θέλει να πάρει ο ίδιος την υπόθεσή του στα χέρια του;
Μετά το ξεμασκάρεμα των παλιών «αντιμνημονιακών», αυτές οι εκλογές είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να σταλεί αυτό το μήνυμα. Το γεγονός ότι δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως αντικαπιταλιστικές δεν άλλαξαν σε τίποτα τις συνήθειές τους, αλλά εξακολουθούν να αναζητούν τη μίζερη καταγραφή τους σ’ αυτό το δεύτερο ημίχρονο ενός παιχνιδιού που έχει ήδη κριθεί από το πρώτο, είναι μια ακόμα επιβεβαίωση της μικροαστικής φύσης τους, που τις κρατά αυστηρά ευθυγραμμισμένες σε μια πολιτική ουράς, με την πρωτοβουλία να παραμένει στα χέρια των αστικών πολιτικών δυνάμεων.
Το μέγα πρόβλημα της ελληνικής εργαζόμενης κοινωνίας εξακολουθεί να είναι η ηττοπάθεια, αποτέλεσμα μιας πορείας που κρατάει χρόνια και που ολοκληρώθηκε κατά τη δεκαετία των Μνημονίων. Αν κοιτάξουμε τα τελευταία σαράντα χρόνια, θα δούμε πολλές περιόδους έξαρσης του διεκδικητικού κινήματος των εργαζόμενων μαζών, οι οποίες ακολουθούνται από περιόδους αδράνειας και ηττοπάθειας. Σε όλη αυτή την ιστορική διαδρομή, όμως, στις ανόδους και τις πτώσεις του κινήματος, εκείνο που το σφραγίζει είναι ο ετεροπροσδιορισμός του, η υποταγή του στην αστική πολιτική με τα χίλια πρόσωπα, η αδυναμία του να επαναχαράξει μια στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης, στην οποία θα «πατά» και η όποια τακτική.
Η πλήρης, κάθετη ρήξη με την αστική πολιτική στο σύνολό της υπήρχε ως ζητούμενο το 1974, εξακολουθεί να υπάρχει και σήμερα, αλλά τίθεται με πιο επιτακτικό τρόπο, ενώ υπάρχει η λαϊκή εμπειρία, που μπορεί να γενικευτεί θεωρητικά και να αξιοποιηθεί από την επαναστατική ζύμωση.
Η διέξοδος από το καθεστώς της κινεζοποίησης (και όχι από την κρίση) θα είναι επαναστατική ή δε θα υπάρξει. Για να οικοδομηθούν οι όροι για μια επαναστατική διέξοδο, πρέπει να γίνει πράξη η πλήρης ρήξη με την αστική πολιτική για σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει αυτόματα. Αυτό είναι ένα καθήκον που πρέπει να βάλουν στον εαυτό τους οι πρωτοπόροι αγωνιστές της εργατικής τάξης, αναπτύσσοντας την πολιτική τους ενότητα, δημιουργώντας εκείνη την πολιτική οργάνωση που θα είναι σε θέση να αποκαλύπτει, να πείθει, να οργανώνει.
Η συμμετοχή στις αστικές εκλογές και ιδιαίτερα σε εκλογές με προκαθορισμένο το αποτέλεσμα (όχι μόνο και όχι τόσο από την άποψη του αστικού κόμματος που θα νικήσει και θα σχηματίσει κυβέρνηση όσο από την άποψη της πολιτικής που θα εφαρμοστεί ή μάλλον που θα συνεχιστεί) δεν αποτελεί ούτε ένα μικρό βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση. Το μόνο που σωρεύει είναι σύγχυση, ερωτηματικά, λογική ανάθεσης, θολούρα σχετικά με το πού περνάνε οι διαχωριστικές γραμμές, αμβλύνσεις στον ταξικό ανταγωνισμό.
Η αποχή είναι εκείνη η στάση που αρμόζει σε όσους θέλουν να καταγγείλουν τον καπιταλισμό και συνολικά το πολιτικό του σύστημα, να σηματοδοτήσουν μια κατεύθυνση κάθετης ρήξης με την αστική πολιτική και το σύστημα που υπηρετεί.
Φυσικά, και η αποχή είναι μια εκλογική στάση. Μόνη της δεν οδηγεί πουθενά. Η αποχή είναι μια στιγμή, ο αγώνας για την επαναστατική πολιτική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος πρέπει να είναι διαρκής. Η αποχή, όμως, είναι η μόνη πολιτική στάση που μπορεί να στείλει ένα καθαρό μήνυμα διαχωρισμού από την αστική πολιτική, να αξιοποιήσει την πείρα των εργαζόμενων μαζών, να φωτίσει ερωτήματα και απορίες, να στείλει τελικά ένα μήνυμα αγώνα για την ανατροπή.
ΑΓΩΝΕΣ ΤΑΞΙΚΟΙ
ΣΤΗΝ ΚΑΛΠΗ ΑΠΟΧΗ