«Ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός. Πώς, λοιπόν, τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισμού την αλήθεια για το φασισμό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισμό, που τον προκαλεί; Πώς να 'χει η αλήθεια αυτή πραχτική σημασία; Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να 'ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί που παραπονιούνται για τη βαρβαρότητα που αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν μ' ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ' τ' αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι».
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια
Αναζητήσαμε τα λόγια του μεγάλου διαλεκτικού της τέχνης, όταν διαβάσαμε το editorial της ημιεπίσημης εφημερίδας του ΣΥΡΙΖΑ με τίτλο «Μέτωπο κατά του φασισμού» (ΕφΣυν, 23.1.2017). Απ' αφορμή τη γνωστή εισβολή χρυσαυγιτών σε σχολείο του Περάματος και τη δίωξη κατά της παρουσιάστριας Τ. Στεφανίδου, η εφημερίδα ψέγει τους φορείς της «κοινωνίας των πολιτών», διότι -σε αντίθεση με τα «δημοκρατικά πολιτικά κόμματα» (sic!), που στάθηκαν στο ύψος τους- «δεν αντέδρασαν αναλόγως, ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση». Κι αναρωτιέται η εφημερίδα «μήπως οι οργανωμένοι κοινωνικοί φορείς έχουν αρχίσει να συνηθίζουν την όψη του τέρατος» ή «έχουν αρχίσει να το φοβούνται».
Ωστε έτσι, λοιπόν. «Μέτωπο κατά του φασισμού», το οποίο έχουν αρχίσει ήδη να διαμορφώνουν τα «δημοκρατικά πολιτικά κόμματα» και στο οποίο οφείλουμε να προσχωρήσουμε όλοι! Μέτωπο μ' αυτούς που τροφοδοτούν το φασιστικό φαινόμενο με την πολιτική τους. Κι αφού το φούσκωσαν, επιδιώκουν να το ενσωματώσουν στην αστική πολιτική και να το χρησιμοποιήσουν για τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Οι συριζαίοι αρέσκονται να θυμίζουν τον Μπαλτάκο και τις φιλικές συνομιλίες του με τον Κασιδιάρη. Η δική τους κυβέρνηση, όμως, οργάνωσε «εθνική εκδρομή» στο Καστελλόριζο, όπου υπουργοί και βουλευτές τους εμφανίστηκαν ως «μια γροθιά» με τους νεοναζί ενάντια στον «εξωτερικό εχθρό». Ο δικός τους πρόεδρος της Βουλής δήλωνε ότι οι ψήφοι δεν έχουν χρώμα, περιμένοντας τους χρυσαυγίτες να ψηφίσουν υπέρ του νομοσχέδιου για τον εκλογικό νόμο. Το δικό τους προεδρείο της Βουλής δεν έχει πάρει ούτε ένα πειθαρχικό μέτρο κατά των χρυσαυγιτών που ασχημονούν μέσα στο αστικό κοινοβούλιο. Ο δικός τους υπουργός Δικαιοσύνης αρνούνταν να μεταφέρει τη δίκη των νεοναζί στο κτίριο του Εφετείου, θέλοντας να τη «θάψει» από άποψη δημοσιότητας, ώστε να πέσει το ενδιαφέρον. Και βέβαια, ο δικαστικός και αστυνομικός μηχανισμός της προηγούμενης κυβέρνησης φρόντιζε να προστατεύει τους νεοναζί όταν ανέπτυσσαν τη δολοφονική πογκρομική τους δράση, αλλά και να τους ρίξει όσο γίνεται στα πιο μαλακά, όταν αναγκάστηκε να τους αποδώσει κατηγορίες.
Πέρα από τα άπειρα παραδείγματα πολιτικής και αστυνομικοδικαστικής προστασίας των νεοναζί, υπάρχει ο πυρήνας του ζητήματος. Αυτόν που με τόση ενάργεια περιέγραφε ο Μπρεχτ. Η στενή σύνδεση φασισμού και καπιταλισμού. Η σχέση παιδιού μάνας. Το φασιστικό φαινόμενο αναπτύσσεται ως κοινωνικό δηλητήριο, όταν ο καπιταλισμός βυθίζεται σε πολιτική κρίση, όταν οι παραδοσιακές αστικές δυνάμεις ξεφτίζουν πολιτικά. Ο φασισμός έρχεται να καλύψει το πολιτικό κενό, για να μην υπάρξει κίνηση των μαζών προς τ' Αριστερά. Γι' αυτό και δεν μπορεί να νοηθεί πραγματικός αντιφασισμός χωρίς να πατάει σε αντικαπιταλιστική βάση. Γι' αυτό είναι παγίδα το «αντιφασιστικό μέτωπο» με τις αστικές πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις.
Π.Γ.