Εμπροοός; Της γης οι κολασμένοι;
Το φεγγάρι λάμπει μέσα στο δωμάτιο. Τίποτα δεν είναι πραγματικό./ Κάθε ματιά μένει ανεξιχνίαστη,/ ο ντουνιάς/ κολοσσσιαία ηχώ στο λαβύρινθο των συναισθημάτων. Ενα κέρμα στην παλάμη μου – το φυλαχτό μου. Εβδομήντα γραμμάρια ασήμι, σύμβολο καθαρό./ Εσύ, κουκουβάγια, φώτισέ με, άνοιξε τα μάτια./ Κτήνος, χαραγμένο στο αττικό τετράδραχμο, βόηθα (Ντουρς Γκρύνμπαϊν, «Interieur mit Eule», στη συλλογή «KOLOSS IM NEBEL», 2012)…
Καθόλου MEGAλο…

> «Δωρεάν είσοδος σε παιδότοπο» – («Το χωνί», 22/5/16). Η «παιδική χαρά» των Συριζανέλ…
> Μπιν(ε)αλίκια στον Νταβούτογλου, εντολή στον Μπιναλί.
> «Ανανεωμένη κατά 50% η Βουλή» – «Χαραυγή», 24/5/2016. Αλλαγή στη Βουλή της Κύπρου βλέπει η επίσημη του ΑΚΕΛ και –ως άλλος Περισσός- δηλώνει: «Ανασύνταξη δυνάμεων στο ΑKΕΛ»…
> Για δε, που (επιθυμεί να) μας δουλεύει ο Καμμένος: «αντισυνταγματική» κι «εγκληματική» η αύξηση ΦΠΑ στα νησιά. (Και ποιος την ψήφισε, ωρέ Τζόνι περιπατητή; Ο φούφουτος;).
> «Η παλιότερη εφαρμογή της θεωρίας του Ρικάρντο, που δείχνει στους εργάτες πως το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής, που είναι δικό της δημιούργημα, τους ανήκει γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί δημιουργοί του, οδηγεί ολόισια στον κομμουνισμό. Μα κι αυτή, όπως μας κάνει ο Μαρξ να το προσέξουμε, είναι καθαρά λαθεμένη μιλώντας οικονομικά, γιατί είναι μια απλή εφαρμογή της ηθικής στην οικονομία. Σύμφωνα με τους νόμους της αστικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος από τα προϊόντα δεν ανήκει στους εργάτες που τα δημιούργησαν. Αν λοιπόν πούμε: αυτό είναι άδικο, αυτό δεν πρέπει να γίνεται, αυτό δεν έχει καμία σχέση με την οικονομία. Λέμε μονάχα πως αυτό το οικονομικό γεγονός, βρίσκεται σ’ αντίφαση με το ηθικό μας αίσθημα. Να γιατί ο Μαρξ δε θεμελίωσε ποτέ τις κομμουνιστικές του διεκδικήσεις πάνω σ’ αυτό, μα πιο πολύ πάνω στην αναγκαστική κατάρρευση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που πραγματοποιείται κάτω απ’ τα μάτια μας κάθε μέρα και πιο πολύ». (Φ. Ενγκελς: Πρόλογος -1884- στο έργο του Μαρξ «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας»).
> Τσακαλotto, Τsip(ra): (Tsatsi tou kefalaiou).
> «Το όνομα του Μπρεχτ αναγράφεται για πρώτη φορά σε ελληνικό έντυπο ήδη από το 1931! Στην Ιστορία της γερμανικής λογοτεχνίας του Thomas Walter, που μετέφρασε για τις εκδόσεις Ελευθερουδάκη ο Γ. Σερούιος, ο Μπρεχτ αναφέρεται (χωρίς άλλες πληροφορίες εκτός από το έτος γεννήσεώς του) ανάμεσα στους νέους δραματουργούς οι οποίοι “ήρχισαν την πραγματική μάχη υπέρ των νέων εν τη τέχνη τάσεων”. Μετά την πρώτη αυτή αναφορά, που την επισήμανσή της την οφείλουμε στον Λάμπρο Μυγδάλη (Ελληνική βιβλιογραφία Μπέρτολτ Μπρεχτ), θα περάσει ένα ολόκληρο τέταρτο του αιώνα για να συναντήσουμε αυτό το όνομα στον ελληνικό τύπο. Το πρώτο αφιερωμένο στον Μπρεχτ κείμενο δημοσιεύεται στις 2 Απριλίου 1955, στη δεύτερη σελίδα του Βήματος. Πρόκειται για μια ανώνυμη ανταπόκριση από το Παρίσι (υπογραφή Χ), με επίτιτλο “Νέες τάσεις στο θέατρο”, τίτλο “Το επικό κατά του κλασσικού” και υπότιτλο “Η επανάστασις του Μπέρτολτ Μπρεχτ”. Αρθρο σοβαρό και σωστό, από την πρώτη του κιόλας φράση επισημαίνει ότι το μπρεχτικό έργο, που ο Ζαν Βιλάρ “δεν διστάζει να θεωρήσει ως ένα από τα δύο ή τρία μεγαλύτερα του αιώνα μας”, χρειάστηκε να περιμένει πολλά χρόνια για να επιβληθεί έξω από την Γερμανία. Ο ανώνυμος αρθρογράφος θεωρεί ότι, παράλληλα με τον Μπρεχτ, στον 20ό αιώνα, ο Πωλ Κλωντέλ επίσης ανανεώνει “όχι μόνο τη μορφή αλλά και την ίδια την υφή και τη σύσταση του θεατρικού έργου”, σημειώνει όμως ότι κι αυτός “δεν ξεφεύγει από τα γενικώς παραδεκτά”, ενώ ο Μπρεχτ “στρέφεται αδιστάκτως κατά του αριστοτελικού θεάτρου”. Πράγματι, συνεχίζει, αυτό που “χαρακτηρίζει κατά πρώτο λόγο το επικό θέατρο” είναι η “συναίσθηση της αποστάσεως που τον χωρίζει (=τον θεατή) από τον κόσμο της σκηνής” και η οποία “πρέπει να επιβληθεί στη συνείδηση του θεατού”. Ετσι, μοιραία επέρχεται “μία επανάστασις όχι μόνο εις ό,τι αφορά την συγγραφήν των θεατρικών έργων” αλλά και στο επίπεδο της σκηνοθεσίας, των σκηνικών και της ηθοποιίας, που “πρέπει να είναι ρεαλιστικά αλλά ταυτόχρονα και σχηματοποιημένα”. Τέτοιες αντιλήψεις, διαπιστώνει ο αρθρογράφος, “δεν είναι βέβαιο ότι συμφωνούν απολύτως με τις θεωρίες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού” και “αυτό ίσως εξηγεί γιατί ο Μπρεχτ, παρά την αφοσίωσή του στο καθεστώς, ούτε μέλος του κόμματος είναι, ούτε και εγκατέλειψε την αυστριακήν υπηκοότητα”. Αφού επαναλάβει τη διαπίστωση της αρχής, ότι “το θέατρο και η προσπάθεια” του Μπρεχτ περίμεναν “τριάντα σχεδόν ολόκληρα έτη” για να αρχίσουν “να εξασκούν την επίδρασή τους εις όλο τον υπόλοιπο κόσμο”, διατυπώνει την άποψη-προτροπή ότι “δεν είναι πολύ ενωρίς για ν’ αρχίσουν να μας ενδιαφέρουν”. Και πραγματικά, σαν να δόθηκε το σύνθημα, το ενδιαφέρον θα εκδηλωθεί έντονα μέσα στους επόμενους μήνες». (Σωτήρης Χαβιάρας, «Η υποδοχή του Μπρεχτ στην Ελλάδα 1955-1957 – σταχυολόγηση από τον Τύπο», «Θεατρικά Τετράδια-15», Μάρτιος 1987).
> And thaw, sir, have thou the titles and the stomach to absorb my essence?
> «Power in the darkness», Tom Robinson.
> French refineries workers: της γης οι κολασμένοι.
> Κρατική προστασία στον Μπόμπολα. [Η δικαιοσύνη ούτε στραβή, ούτε περίεργη είναι αβιάστως (αστική) ταξική].
> Ακου, «δίκτυο στήριξης κυβερνητικού έργου», μη σωχέ!
> «Μαχητικές κινητοποιήσεις εργατών στα διυλιστήρια» (Ριζοσπάστης, 25/5/2016, online). Στη Γαλλία, έτσι;
> Ε, όχι κι «επαναστατικό συγκρότημα» οι ΒΕΑΤLES (από εκπομπή στον «9,84 FM», 12.00μμ 25/5/2016).
> Οθε γροικάς από ψηλά, χαΐρι δε σου πρέπει, οπού δοιρμός να σ’ εύρει σε, να σούρθει το γαζέπι.
Βασίλης






