Από τις 22 μέχρι τις 25 του Μάη, ο Μπαράκ Ομπάμα πραγματοποίησε επίσκεψη στο Βιετνάμ, την τρίτη αμερικάνου προέδρου από το 1995 που οι δυο χώρες αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις, ανακοινώνοντας την κατάργηση του αμερικάνικου εμπάργκο στην πώληση όπλων, που κρατά πέντε δεκαετίες, με στόχο την πλήρη ομαλοποίηση των σχέσεων με τον άλλοτε άσπονδο εχθρό.
Η διάρκεια της επίσκεψης Ομπάμα δείχνει την αυξανόμενη σπουδαιότητα που αποδίδει ο Λευκός Οίκος στο Ανόι, στην προσπάθειά του να απλώσει περισσότερο το πόδι του στη γειτονιά της Κίνας και να μπει σφήνα στις σχέσεις της με το Βιετνάμ εν μέσω της συνεχιζόμενης εδαφικής διαμάχης για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας από χώρες της περιοχής, μεταξύ των οποίων και το Βιετνάμ. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η κατάργηση του αμερικάνικου εμπάργκο έχει κυρίως πολιτική σημασία. Ο βασικός και για χρόνια προμηθευτής όπλων του Βιετνάμ είναι η Ρωσία και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει εύκολα, δεδομένων των στενών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών. Ωστόσο, τα δυο τελευταία χρόνια το Ανόι αναζήτησε και άλλες πηγές όπλων, μεταξύ των οποίων η Γαλλία, η Σουηδία, ο Καναδάς και η Νότια Κορέα. Αρα, η άρση του αμερικάνικου εμπάργκο έχει και οικονομικό ενδιαφέρον. Ηδη, σε αντάλλαγμα για την κατάργηση του εμπάργκο, η βιετναμέζικη κυβέρνηση υπέγραψε συμφωνία για την αγορά 100 αεροσκαφών Boeing, αξίας 11.3 δισ. δολαρίων.
Οι εξελίξεις αυτές ανησυχούν το Πεκίνο, που βλέπει στις κινήσεις της Ουάσιγκτον την προσπάθειά της να περιορίσει την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην περιοχή και να αντιταχθεί στα μέτρα που παίρνει για να επιβάλει την κυριαρχία της στα αμφισβητούμενα νερά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας. Η αντίδραση του Πεκίνου ήρθε μέσω της εφημερίδας «China Daily», που εκφράζει τις απόψεις της κινέζικης ηγεσίας. Σε σχετικό άρθρο επισημάνθηκε μεταξύ άλλων, ότι η πολιτική των ΗΠΑ «δεν προμηνύει τίποτα καλό για την περιφερειακή ειρήνη και ασφάλεια, περιπλέκοντας περισσότερο την κατάσταση στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και μετατρέποντας ενδεχομένως την περιοχή σε ναρκοπέδιο».
Οι σχέσεις της Κίνας με το Βιετνάμ εξελίσσονται στον απόηχο της διαμάχης στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας σχετικά με τα αρχιπελάγη Σπάρτλι και Παρασέλ. Στα νησιά αυτά, που περιβάλλονται από πλούσια κοιτάσματα άριστης ποιότητας ορυκτών καυσίμων, εγείρουν εδαφικές διεκδικήσεις πέντε χώρες της περιοχής (Μπρουνέι, Μαλαισία, Βιετνάμ, Ταϊβάν και Φιλιππίνες). Από την πλευρά της, η Κίνα επιχειρεί να επιβάλει την κυριαρχία της στα νησιά κατασκευάζοντας στρατιωτικούς αεροδιαδρόμους και πραγματοποιώντας πτήσεις σ’ αυτά, ενώ έχει επανειλημμένα προειδοποιήσει την Ουάσιγκτον να μην παρεμβαίνει στην περιοχή. Παρολαυτά, η Ουάσιγκτον, εκμεταλλευόμενη τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των εμπλεκόμενων χωρών, συνεχίζει να παρεμβαίνει υποστηρίζοντας ότι η Κίνα πρέπει να τηρήσει τη διαδικασία που ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας, σύμβαση που οι ΗΠΑ δεν έχουν υπογράψει, και κατηγορεί το Πεκίνο ότι παρακάμπτει τη διπλωματική διαδικασία και παίρνει μέτρα στρατιωτικοποίησης των νησιών, εγκαθιστώντας σ’ αυτά ακόμα και βαριά όπλα και βαλιστικούς πυραύλους.