Την παράκαμψη του κοινοβουλίου επιλέγει ο γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς προκειμένου να περάσει το κακόφημο αντεργατικό νομοσχέδιο Ελ Κομρί (πήρε το όνομά του από την υπουργό Εργασίας), για να «προχωρήσει μπροστά» η χώρα! Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο που η κυβέρνηση Ολάντ επικαλείται την παράγραφο 3 του άρθρου 49 του γαλλικού συντάγματος για να περάσει ένα νομοσχέδιο στο οποίο αντιτίθεται η πλειοψηφία της γαλλικής κοινωνίας και η ψήφισή του από τα νομοθετικά σώματα κρίνεται αμφίβολη. Το ίδιο είχε κάνει πέρσι με το νομοσχέδιο Μακρόν (υπουργός Οικονομικών) που μείωνε τους περιορισμούς για το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή.
Το νομοσχέδιο Ελ Κομρί αφορά στον πυρήνα των εργασιακών σχέσεων των γάλλων εργαζομένων, στην κατεύθυνση της μετατροπής τους σε λάστιχο προκειμένου ο γαλλικός ιμπεριαλισμός να συμβαδίσει με τον γερμανικό και τον αμερικάνικο σε αυτό που ονομάζεται «ανταγωνιστικότητα». Δηλαδή, στην ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης για την παραγωγή μέγιστου κέρδους. Γι’ αυτό και συναντά εδώ και τρεις μήνες πολύ μεγάλη αντίδραση, που εκφράστηκε με αλλεπάλληλες διαδηλώσεις που ορισμένες φορές πήραν βίαιο χαρακτήρα (από ένα μειοψηφικό τμήμα των διαδηλωτών, όπως είναι φυσικό) και καταλήψεις δημοσίων κτιρίων. Η αστυνομική καταστολή ήταν άμεση ακόμα και κατά ειρηνικών διαδηλωτών. Ομως το κίνημα συνεχίζεται.

Στις 28 Απρίλη πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία που είχαν αποφασίσει τα συνδικάτα. Αν και οι συγκεντρώσεις δεν μάζεψαν τον κόσμο που τους αναλογούσε, δεδομένου του χαρακτήρα των μέτρων, μισό εκατομμύριο διαδηλωτές κατέβηκαν σε διάφορες πόλεις της χώρας. Σε ορισμένες πόλεις έγιναν συγκρούσεις (Παρίσι, Νάντη, Λιόν, Ρεν), με την αστυνομία να πνίγει στα χημικά τους διαδηλωτές.
Η οργή ενάντια στο αντεργατικό νομοσχέδιο Ελ Κομρί έκανε ακόμα και συνδικαλιστές της CGT να προχωρήσουν σε σαμποτάζ του δικτύου τηλεπικοινωνιών στο γαλλικό διαμέρισμα του Ανω Λίγηρα (Haute Loire), με πάνω από 200 χιλιάδες κατοίκους, με αποτέλεσμα να χαθεί το τηλέφωνο και το διαδίκτυο για εννιά ώρες. Η ενέργεια ήταν προφανώς «εκτός γραμμής» της ρεφορμιστικής συνδικαλιστικής οργάνωσης, πράγμα που φάνηκε και από το ότι η ανακοίνωση των συνδικαλιστών της CGT στον Ανω Λίγηρα δεν αναρτήθηκε ούτε στην ιστοσελίδα της. Εγινε όμως γνωστή από τα γαλλικά μίντια που δημοσίευσαν αποσπάσματά της, τα οποία ανέφεραν: «Ο κοινωνικός διάλογος δεν υπήρξε ποτέ. Δεν έχουμε άλλη λύση πλέον για να ακουστούμε» (δείτε π.χ. στη Le Parisien: https://www.leparisien.fr/economie/loi-travail-la-cgt-revendique-le-sabotage-des-lignes-telephoniques-en-haute-loire-06-05-2016-5773057.php). O Πιέρ Μαρσέν, νεοεκλεγείς γενικός γραμματέας της CGT στο εν λόγω διαμέρισμα, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη τήρησε αποστάσεις, αλλά δεν τόλμησε να καταδικάσει το σαμποτάζ.
Η απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να νομοθετήσει παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς τη φασιστικοποίηση της πολιτικής. Φοβούμενοι ότι κάποιοι βουλευτές θα καταψηφίσουν κάτω από την λαϊκή πίεση, οι «δημοκράτες» διαχειριστές της αστικής εξουσίας στη Γαλλία αποδεικνύουν πως ακόμα και αυτή η αστική δημοκρατία μπορεί να παραμεριστεί αν αυτό το απαιτήσει η εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους των καπιταλιστών. Με τον τρόπο αυτό συμπληρώνεται η καταστολή των αστυνομικών δυνάμεων που γίνεται όλο και πιο έντονη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αντίδραση της αστυνομίας στις συγκεντρώσεις που έγιναν στο Παρίσι και τη Νάντη, μετά από την ανακοίνωση της γαλλικής κυβέρνησης για επικύρωση του νομοσχεδίου μέσω διατάγματος.
Τώρα είναι που ξεκινά η μεγαλύτερη μάχη. Αν η αντίδραση παραμείνει στο πλαίσιο των «αγανακτισμένων» των πλατειών και μιας μειοψηφικής αντιβίας, το αντεργατικό έκτρωμα της κυβέρνησης Ολάντ θα περάσει. Αν όχι, η γαλλική μπουρζουαζία θα βρεθεί αντιμέτωπη με κάτι που είχε πολλά χρόνια να αντιμετωπίσει (από την εποχή του νόμου για το συμβόλαιο πρώτης πρόσληψης), οπότε η ένταση της καταστολής θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, όχι όμως και η εφαρμογή του νόμου.