Η τελευταία φάση της προσπάθειας αυτής ξεκίνησε με τη συνάντηση στην πρωτεύουσα του Πακιστάν Ισλαμαμπάντ τη Δευτέρα 11 Γενάρη, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, των ΗΠΑ και της Κίνας. Ακολούθησε δεύτερη συνάντηση μια βδομάδα αργότερα, τη Δευτέρα 19 Γενάρη, στην Καμπούλ και έχει προγραμματιστεί τρίτη συνάντηση στις 6 Φλεβάρη στην Ισλαμαμπάντ. Στόχος των συναντήσεων αυτών είναι να προετοιμάσουν έναν «οδικό χάρτη», με βάση τον οποίο θα καλέσουν τους Ταλιμπάν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι συμμετέχοντες έχουν συμφωνήσει ότι καμιά ομάδα των Ταλιμπάν δεν θα αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις και ότι δεν θα τεθεί καμιά προϋπόθεση για τη συμμετοχή τους.
Οι Αμερικάνοι με τους εταίρους τους και η αφγανική κυβέρνηση επείγονται να δρομολογήσουν τις διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή των Ταλιμπάν, καθώς τα πράγματα πηγαίνουν γι αυτούς από το κακό στο χειρότερο. Αντίθετα, οι Ταλιμπάν δεν έχουν κανένα λόγο να βιάζονται καθώς κερδίζουν έδαφος σε όλη τη χώρα, ενισχύοντας έτσι και τη θέση τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Οι Ταλιμπάν προελαύνουν
Ο βαρύς αφγανικός χειμώνας δεν έχει καταλαγιάσει τις συγκρούσεις στα πολεμικά μέτωπα, όπως συνέβαινε άλλα χρόνια. Αντίθετα, οι Ταλιμπάν συνεχίζουν και κλιμακώνουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα, χωρίς να περιμένουν την παραδοσιακή περίοδο της εαρινής επίθεσης.
Σε σχετικό ρεπορτάζ της «Ουάσινγκτον Ποστ» (A year of Taliban gains shows that “we haven’t delivered”, top Afghan official says, 27/12/2015), μεταξύ άλλων, επισημαίνεται:
«Εχοντας τον έλεγχο ή μια σημαντική παρουσία στο 30% περίπου των περιοχών της χώρας, σύμφωνα με δυτικούς και αφγανούς αξιωματούχους, οι Ταλιμπάν τώρα ελέγχουν περισσότερο έδαφος από κάθε άλλη χρονιά μετά την πτώση του καθεστώτος τους το 2001. Τώρα, κορυφαία αμερικάνικη και αφγανική προτεραιότητα είναι να αποτραπεί η πτώση της επαρχίας Χέλμαντ, η οποία προστατευόταν από αμερικάνους πεζοναύτες και βρετανικά στρατεύματα μέχρι το 2012, στα χέρια της εξέγερσης». «Οι Ταλιμπάν είναι πάλι πίσω (στη Χέλμαντ), επιδεικνύοντας πειθαρχία στη μάχη και πρωτοβουλία πολύ ανώτερη από τις εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες από τις ΗΠΑ αφγανικές δυνάμεις Ασφάλειας».
«Μέχρι τον περασμένο μήνα (Νοέμβρη), περίπου 7.000 μέλη των αφγανικών δυνάμεων Ασφάλειας είχαν σκοτωθεί και 12.000 είχαν τραυματιστεί, που σημαίνει αύξηση τουλάχιστον 26% σε σχέση με το 2014, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΝΑΤΟ. Ο ρυθμός των απωλειών ανέρχεται συνεχώς. Λιποτάκτες και τραυματισμένοι αφγανοί στρατιώτες υποστηρίζουν ότι πολεμούν μια πιο εξελιγμένη και καλύτερα οπλισμένη εξέγερση από όλα τα προηγούμενα χρόνια».
«Τώρα, οι αντάρτες βρίσκονται στο κατώφλι μερικών επαρχιακών πρωτευουσών, ασκώντας σε αστικές περιοχές περισσότερη πίεση σε σχέση με όλα τα προηγούμενα χρόνια του πολέμου. Οι συγκρούσεις στη Χέλμαντ αντανακλούν τη στρατηγική των Ταλιμπάν που οδήγησε στην κατάληψη της Κουντούζ, η οποία συνίσταται στην κατάληψη των γύρω περιοχών πριν κινηθούν προς την επαρχιακή πρωτεύουσα»
Eνα άλλο, πιο πρόσφατο ρεπορτάζ των «New York Times» (Taliban step up assaults, testing the mettle of Afghan Forces, 9/1/2016), μεταξύ άλλων, επισημαίνει ότι «οι αστικές επιθέσεις έρχονται έξαφνα με ρυθμό που προκαλεί ζάλη, πέντε μέσα στην πρώτη βδομάδα του Γενάρη. Οι τρεις ήταν σχετικά απλές, μόνο μαζικοί βομβαρδισμοί, αλλά στις άλλες, οι ένοπλοι μπήκαν σε σημαντικές πόλεις, κατέλαβαν κτίρια και ομήρους όταν μπορούσαν και όταν η σύλληψή τους φαινόταν αναπόφευκτη, ανατίναξαν τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένοι, μετά από πολύωρη σε αρκετές περιπτώσεις μάχη». Οι τελευταίες είναι οι αποκαλούμενες «σύνθετες επιθέσεις», με τις οποίες οι Ταλιμπάν σπέρνουν το φόβο και στέλνουν το μήνυμα ότι μπορούν να χτυπούν όπου θέλουν, ακόμη και μέσα στις πιο αυστηρά φρουρούμενες περιοχές της Καμπούλ.
Το τελευταίο διάστημα, στο επίκεντρο των συγκρούσεων βρίσκεται η επαρχία Χέλμαντ, όπου οι Ταλιμπάν έχουν καταλάβει τεράστιες εκτάσεις μέσα σε 12 μήνες από τότε που τα αμερικανονατοϊκά στρατεύματα αποχώρησαν και τώρα απειλούν να καταλάβουν την πρωτεύουσα Λασκάρ Γκαχ.
Η Χέλμαντ, εκτείνεται κατά μήκος των συνόρων με το Πακιστάν και παράγει τη μεγαλύτερη ποσότητα οπίου στο Αφγανιστάν. Το φράγμα Καγιάκι που βρίσκεται στο έδαφός της προμηθεύει με ηλεκτρική ενέργεια τη Χέλμαντ και τη γειτονική επαρχία Κανταχάρ, την κοιτίδα των Ταλιμπάν. Σε κάποιες περιοχές στις επαρχίες αυτές οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος πληρώνονται στους Ταλιμπάν. Η επαρχία Χέλμαντ θεωρείται το «καλύτερο εργαλείο στρατολόγησης για τους Ταλιμπάν» και η «πρωταρχική πηγή εσόδων».
Παρά τις ενισχύσεις που έχουν σταλεί, οι αφγανικές δυνάμεις έχουν αποδειχτεί ανίκανες να απωθήσουν τους Ταλιμπάν. Γεγονός που ανάγκασε το Λευκό Οίκο, εκτός από την αεροπορική υποστήριξη, να στείλει άντρες των ειδικών δυνάμεων, που πολεμούν στην πρώτη γραμμή μαζί με τον αφγανικό στρατό, αλλά και τη βρετανική κυβέρνηση να στείλει στρατιωτικό προσωπικό, με «συμβουλευτικό» υποτίθεται ρόλο. Παρολαυτά, οι Ταλιμπάν όχι μόνο δεν έχουν απωθηθεί σε απόσταση ασφάλειας από την πρωτεύουσα, αλλά, σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του «Ρόιτερς» (19/1/16), απειλούν να καταλάβουν τρεις στρατηγικής σημασίας περιοχές της επαρχίας Χέλμαντ, τις Γκερέσκ, Σανγκίν και Μάρτζα, γύρω από την πρωτεύουσα Λασκάρ Γκαχ.
Διαφθορά και αποδιοργάνωση
Εκτός από την ανεπαρκή εκπαίδευση, το χαμηλό ηθικό, την έλλειψη της απαιτούμενης πειθαρχίας και συντονισμού, σοβαρότατο πρόβλημα για τον αφγανικό στρατό είναι οι «στρατιώτες – φαντάσματα» που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά, αλλά ο μισθός τους (300 δολάρια το μήνα) καταβάλλεται κανονικά. Πρόκειται για στρατιώτες που λιποτακτούν ή σκοτώνονται και δεν αντικαθίστανται, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν στους καταλόγους και οι μισθοί τους καταλήγουν στις τσέπες ανώτερων αξιωματικών. Υπάρχουν φυσικά και αυτοί που συνδέονται με ισχυρούς πολέμαρχους, φέρονται ότι έχουν καταταχθεί στο στρατό, δεν παρουσιάζονται, αλλά πληρώνονται. Το ίδιο ισχύει και για την αστυνομία.
Το πρόβλημα υπάρχει σε εθνική κλίμακα, αλλά είναι ιδιαίτερα σοβαρό στην επαρχία Χέλμαντ, τη μεγαλύτερη επαρχία της χώρας. Σύμφωνα με τον επικεφαλής του επαρχιακού συμβουλίου της Χέλμαντ, Καρίμ Ατάλ, τουλάχιστον το 40% των στρατιωτών και των αστυνομικών που είναι καταχωρημένοι ότι υπηρετούν δεν υπάρχουν, γεγονός που έχει βοηθήσει τους Ταλιμπάν να καταλάβουν το 65% της επαρχίας και να απειλούν την πρωτεύουσα. Το κόστος του έλλειψης επαρκούς προσωπικού αποτυπώνεται στο πεδίο της μάχης με την εκτόξευση των απωλειών κατά 26% τουλάχιστον το 2015 σε σχέση με το 2014. Στην επαρχία Χέλμαντ, μόνο τους τρεις τελευταίους μήνες του 2015 σκοτώθηκαν γύρω στα 700 και τραυματίστηκαν 500 μέλη των αφγανικών δυνάμεων Ασφάλειας.
Συν τοις άλλοις, πολλοί απ’ αυτούς που υπηρετούν στο στρατό δεν παίρνουν τον πενιχρό μισθό τους σε τακτική βάση, ενώ δεν είναι ασυνήθιστο, λόγω της εκτεταμένης διαφθοράς, τα χρήματα για τους μισθούς να εξαφανίζονται πριν πάρουν το δρόμο για να φτάσουν στους στρατιώτες που πολεμούν. Το ίδιο συμβαίνει με τα πυρομαχικά, τα καύσιμα και τα τρόφιμα.
Στις συνθήκες αυτές, η κατάταξη στο στρατό ακόμη και για τα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού, που δεν έχουν άλλη επιλογή επιβίωσης, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη δουλειά, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στρατολόγησης για τον αφγανικό στρατό. Παράλληλα, αυξάνονται οι λιποταξίες είτε γιατί οι στρατιώτες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις των Ταλιμπάν είτε γιατί πολλοί πιστεύουν ότι αν σκοτωθούν, οι σοροί τους δεν θα παραδοθούν στις οικογένειές τους και σ’ αυτή την περίπτωση η οικογένεια δεν δικαιούται αποζημίωση.
Σημειωτέον ότι οι αφγανικές δυνάμεις Ασφάλειας χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στον πόλεμο, με κόστος περίπου 5 δισεκατομμύρια το χρόνο.
Το ISIS
Το αφγανικό ζήτημα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο καθώς το ISIS ενισχύει την παρουσία του στη χώρα. Η δράση του επικεντρώνεται μέχρι στιγμής κυρίως στις βορειοανατολικές επαρχίες Κουνάρ και Νανγκαρχάρ, όπου έχουν αναφερθεί συγκρούσεις με τους Ταλιμπάν. Ταυτόχρονα, έχει ξεκινήσει εκστρατεία στρατολόγησης στο ανατολικό Αφγανιστάν χρησιμοποιώντας, εκτός των άλλων, μια καθημερινή ραδιοφωνική εκπομπή, που ονομάζεται «Φωνή του Χαλιφάτου», με συνεντεύξεις, εκκλήσεις και τραγούδια. Στα μέσα του περασμένου Δεκέμβρη, ο αμερικάνος στρατηγός Τζον Κάμπελ, διοικητής των αμερικανονατοϊκών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, δήλωσε ότι το ISIS διαθέτει περίπου 3.000 μαχητές και προειδοποίησε ότι επεκτείνει την επιρροή του στο Αφγανιστάν.
Οι εξελίξεις αυτές αναγκάζουν το Λευκό Οίκο ένα χρόνο μετά την απόσυρση του μεγαλύτερου όγκου των αμερικάνικων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και την ανάθεση της ευθύνης για την ασφάλεια της χώρας στον αφγανικό στρατό να αναπτύσσει όλο και περισσότερους άντρες των Ειδικών Δυνάμεων στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων μαζί με τον αφγανικό στρατό. Παρόλο που αποφεύγει να το παραδεχτεί και συνεχίζει να επιμένει ότι η μάχιμη αποστολή των αμερικάνικων στρατευμάτων έχει τελειώσει και όσα παραμένουν στο Αφγανιστάν περιορίζονται στην «εκπαίδευση» και στην «συμβουλευτική υποστήριξη» του αφγανικού στρατού στις «αντιτρομοκρατικές» επιχειρήσεις.
Παράλληλα, επιχειρεί να επισπεύσει τις διαδικασίες για την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους Ταλιμπάν για να σταματήσει την προέλασή τους και να αποτρέψει τα χειρότερα. Με δυο λόγια, κανένας από τους διακηρυγμένους στόχους της αμερικάνικης στρατιωτικής επέμβασης δεν έχει υλοποιηθεί. Πρόκειται για το Βατερλό της αμερικάνικης στρατηγικής στο Αφγανιστάν.
Πρωτομάχος του σιωνισμού η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου
Αλλοτε θα προκαλούσε τεράστιο πολιτικό θόρυβο. Τώρα, πέρασε σχεδόν στο ντούκου, γιατί η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσπάθησε να θάψει αυτή τη ντροπή. Στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ, την περασμένη Δευτέρα, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς έκανε μεγάλη φασαρία, προκειμένου από απόφαση του Συμβουλίου να απαλειφθούν ή να αμβλυνθούν κάποια αποσπάσματα που επέκριναν την επέκταση των ισραηλινών εποικισμών στην κατεχόμενη Παλαιστίνη!
Ηδη, η Παλαιστινιακή Αρχή αντέδρασε με ανάρτηση στο facebook, που γράφει ότι ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ «μετά από αίτημα του Ισραήλ, υιοθέτησαν τις θέσεις της κατοχής» και ότι είναι γνωστές «οι χώρες που αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τα δεινά και τα εγκλήματα που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι». Την ισραηλινή αντίδραση δεν την γνωρίζουμε, γιατί η είδηση μας βρήκε στο κλείσιμο της εφημερίδας.
Την επόμενη εβδομάδα, ο Τσίπρας με το μισό του υπουργικό συμβούλιο θα επισκεφτεί και πάλι το Ισραήλ για τη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβούλιου Συνεργασίας Ελλάδας-Ισραήλ. Θα ψάξουμε καλύτερα το θέμα και θα επανέλθουμε, γιατί παραπάει ο φιλο-σιωνισμός των Τσιπροκαμμένων.