Η πέμπτη ταινία του σκηνοθέτη γνωστών τηλεοπτικών σειρών («Ψίθυροι καρδιάς», «Αγγιγμα ψυχής», «Μη μου λες αντίο») παρουσιάζεται αυτήν την εβδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ο Μανούσος Μανουσάκης «εμπνέεται» από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη.
Θεσσαλονίκη, 1943-1944. Ο απαγορευμένος έρωτας ενός χριστιανού, του Γιώργου, και μιας εβραίας, της Εστρέα, βρίσκει καταφύγιο στο Ουζερί Τσιτσάνης, το οποίο είχε ανοίξει ο Γιώργος με το Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Γιώργος μπαίνει στην αντίσταση. Ο Τσιτσάνης εκφράζει με το μπουζούκι του τη φρίκη της εποχής. Η οικογένεια της Εστρέα, όπως όλοι οι εβραίοι Θεσσαλονικείς, διώκεται από τους ναζί.
Ο ελληνικός κινηματογράφος φιλοδοξεί να συναντήσει το «χολιγουντιανό μεγαλείο», μακριά δυστυχώς ακόμα και από τα καλά στοιχεία του. Η ταινία είναι μια μεγάλη και φιλόδοξη παραγωγή: πολλοί ηθοποιοί, πολλές πολυπρόσωπες και πολυπληθείς σκηνές, σκηνικά και κοστούμια εποχής. Λίγο το θέμα (Τσιτσάνης, αντίσταση, εβραίοι), λίγο οι πρωταγωνιστές, λίγο η ατμόσφαιρα εποχής και είμαστε εντάξει, θα τσουλήσει το εργάκι.
Δεν έχουμε διαβάσει το βιβλίο και δεν έχουμε δει προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη. Η συγκεκριμένη πάντως είναι μια φτηνιάρικη, αφελής και πρόχειρη προσπάθεια. Πρώτ' απ' όλα, το χτίσιμο των πρωταγωνιστικών ρόλων είναι τόσο σχηματικό, οι διάλογοι είναι τόσο τηλεοπτικοί στην προσπάθειά τους να δηλώσουν πρόσωπα και καταστάσεις, ώστε ο θεατής αισθάνεται είτε ότι αντιμετωπίζεται ως ηλίθιος είτε ότι παρακολουθεί σαπουνόπερα.
Η τόσο χοντροκομμένη αναπαράσταση των προσώπων, που υποτίθεται ότι συνθέτουν όλους τους χαρακτήρες της εποχής εκείνης (ο γόης που είναι καταδότης, ο φτωχός πλην τίμιος νέος που μπαίνει στην αντίσταση και τον σκοτώνει ως εκδίκηση για τις ρουφιανιές του, ο σύντροφός του που μεθάει κάθε βράδυ για στάχτη στα μάτια, η πανέμορφη, γενναία και ανυπάκουη εβραία κόρη που ερωτεύεται το χριστιανό, αντιστασιακό νέο και πάνε κόντρα στις κοινωνικές επιταγές, η δεμένη οικογένειά της, ο επαναστάτης ξάδερφος που θυσιάζεται για χάρη της, η λαϊκή κοπέλα τραγουδίστρια που ερωτεύεται τον Τσιτσάνη, η υπομονετική σύζυγος του Τσιτσάνη και τέλος ο ίδιος ο Τσιτσάνης, που δεν αντέχει αυτό που συμβαίνει και το μεταγράφει στη μουσική του), χωρίς κανένα ψεγάδι ή αμφισβήτηση ή εμβάθυνση ή κατανόηση ως προς αυτό που φέρουν, συνιστούν το πιο έντονο στοιχείο προχειρότητας και αφελούς προσέγγισης. Καταδεικνύεται όμως και μια αντίληψη ως προς τον τρόπο αντανάκλασης της ζωής στην τέχνη, που επιβάλλει εύκολα παραμυθάκια με καλούς και κακούς, που δεν αμφισβητούνται ώστε να μη μπερδεύεται ο (τηλε)θεατής, κι ένα δραματικό τέλος, που αφήνει και μια χαραμάδα αισιοδοξίας για να πέσει συγκλονισμένος για ύπνο (στην κυριολεξία, γιατί μεταφορικά κοιμάται ήδη).
Ο σκηνοθέτης στο σημείωμά του ανάμεσα σ' άλλα αναφέρει ότι τον τράβηξε η ουσία του βιβλίου, το γεγονός ότι μέσω μιας ερωτικής ιστορίας και ενός μεγάλου λαϊκού συνθέτη μπορούσαν να καταδείξουν τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή. Αλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε…