Το παιχνίδι είναι γνωστό από παλιά. Εκαναν μια αντιστασιακή πράξη οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, προχωρούσαν σε σκληρά αντίποινα οι ναζί κατακτητές και ταυτόχρονα ξαμόλαγαν τους ρουφιάνους να λένε, άλλοτε φωναχτά και άλλοτε ψιθυριστά, πως για όλα φταίνε οι αντάρτες.
Γινόταν μια σύγκρουση διαδηλωτών με τα ΜΑΤ κι αμέσως φούντωνε η προβοκατορολογία: Αυτοί που συγκρούστηκαν ήταν ή ηλίθιοι ή βαλτοί (αναλόγως με τη θέση του προβοκατορολόγου), προκειμένου το κράτος να εντείνει την καταστολή.
Εκανε μια ενέργεια μια οργάνωση του αντάρτικου πόλης, πάλι τα ίδια: ή είναι βαλτοί για να επιτρέψουν στο κράτος να περάσει νέα κατασταλτικά νομοθετήματα ή δεν έχουν καμιά σχέση με το κίνημα και δεν μπορούν να καταλάβουν ότι με τις ενέργειές τους μόνο την κρατική καταστολή ενισχύουν.
Πέρασαν στην παρανομία ο Ν. Μαζιώτης και η Π. Ρούπα και πολλοί προεξοφλούσαν ότι σαν συνέπεια θα έρθει η πιο σκληρή καταδίκη των υπόλοιπων που δικάζονταν για την υπόθεση του ΕΑ.
Γίνεται η εκτέλεση των δύο μελών των νεοναζιστικών ταγμάτων εφόδου και πολλοί τη βάφτισαν προβοκάτσια, ενώ άλλοι προεξοφλούσαν ότι το κράτος θα βρει ευκαιρία να «καθαρίσει» τη ΧΑ από τις διώξεις που της άσκησε.
Η Ιστορία, βέβαια, έχει απαντήσει και στη βρόμικη προβοκατορολογία και στις ηττοπαθείς, λεγκαλιστικές θεωρίες, που στην πραγματικότητα καλούν σε κοινωνική αδράνεια, προκειμένου δήθεν να μην ενταθεί η καταστολή. Καλούν σε σεβασμό της αστικής νομιμότητας ή σε περιορισμό εντός των ορίων της (άντε και λίγο έξω απ’ αυτά), έτσι που η κοινωνική σύγκρουση να είναι οριοθετημένη και γενικώς ανεκτή από το σύστημα.
Επειδή αυτή η τακτική είναι τόσο παλιά όσο και το κοινωνικό κίνημα, δεν μας εξέπληξε καθόλου η ανακοίνωση του «Δικτύου», που καταγγέλλει τη μη επιστροφή του Χριστόδουλου Ξηρού στη φυλακή. «Με αφορμή την εξατομικευμένη στάση του Χριστόδουλου Ξηρού, μια στάση που ανεξάρτητα από τους αξιολογικούς συνειρμούς που εγείρει, επιφέρει σοβαρές συνέπειες στους συγκρατούμενους του που διεκδικούν άδειες εξόδου…», γράφει στην αρχή κιόλας η ανακοίνωση (για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία για τον πραγματικό σκοπό της). «Χριστόδουλε, αναμφισβήτητα το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά, αλλά όταν δηλώνει κάποιος πολιτικός κρατούμενος, οφείλει να σκέφτεται και τη λευτεριά των συγκρατουμένων και των συντρόφων του. Και το 2002 και το 2014…», έγραψε ο Ν. Γιαννόπουλος του «Δικτύου» στην «Εποχή», κάνοντας και ένα… άλμα στο παρελθόν, με καθαρά ρεβανσιστική διάθεση.
Το πιο προκλητικό είναι ότι οι κύριοι και οι κυρίες του «Δικτύου» εμφανίζονται να μιλούν για λογαριασμό των υπόλοιπων πολιτικών κρατούμενων, αφήνοντας αισχρά υπονοούμενα. Ποιοι είναι οι «αξιολογικοί συνειρμοί» που εγείρει η στάση του Χρ. Ξηρού; Γιατί δεν τους λένε, αλλά αφήνουν ανοιχτό το πεδίο να βάζει ο καθένας ό,τι νομίζει; Γιατί θα πρέπει να φορτώσουμε στη στάση του Χρ. Ξηρού την εκδικητικότητα του αστικού κράτους, αντί να πούμε ότι πρέπει να αγωνιστούμε για τα δικαιώματα των πολιτικών κρατούμενων; Δεν αβαντάρει αυτή η άποψη τη λογική της συλλογικής ευθύνης που ακολουθεί το κράτος;«Ανεξάρτητα από τη θέση που παίρνει ο καθένας απέναντι στο σύστημα της φυλακής, καθήκον μας είναι να υπερασπιστούμε τα όσα κατάκτησαν οι φυλακισμένοι και οι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές της χώρας και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε όπως το κάναμε μέχρι και σήμερα», δήλωσε ο Δ. Κουφοντίνας, αποφεύγοντας κάθε αιχμή και εστιάζοντας στην ουσία της υπόθεσης.
Οι καιροί που τα πουλητάρια της Υπατίας αναγνωρίζονταν ως «γενικοί συντονιστές» στα ζητήματα των δικαιωμάτων έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ευτυχώς για το κίνημα, αυτό το «νταβατζιλίκι» πλέον δεν περνάει. Η προσπάθειά τους να διαιρέσουν τους πολιτικούς κρατούμενους ανάλογα με κάποιον «κώδικα συμπεριφοράς», ξένο προς το κίνημα, θα πέσει στο κενό.