Με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν συνεχίζονται για τρίτη βδομάδα οι διαδηλώσεις στο Κίεβο μετά την απόφαση της ουκρανικής βουλής στις 21 Νοέμβρη να αναστείλει την υπογραφή της προενταξιακής συμφωνίας σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ενωση και να στραφεί προς την ανάπτυξη των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία. Η απόφαση αυτή στις παραμονές υπογραφής της συμφωνίας (29 Νοέμβρη) προκάλεσε σοκ και ήταν η πρώτη σημαντική ήττα και ισχυρό πολιτικό και οικονομικό πλήγμα των δυτικοευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην επέκτασή τους προς ανατολάς, γιατί, εκτός των άλλων, πρόκειται για μια αγορά 46 εκατομμυρίων.
Εκτοτε, τα μαχαίρια βγήκαν ανοιχτά πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στους ισχυρούς ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την υποστήριξη του Λευκού Οίκου, και στο Κρεμλίνο. Οι πρώτοι, αφήνοντας στην άκρη κάθε πρόσχημα, άρχισαν ένα μπαράζ πιέσεων στην κυβέρνηση της Ουκρανίας με βασικό μοχλό τα ευρωλάγνα και ευρωπαιόδουλα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και με απροκάλυπτες πολιτικές παρεμβάσεις. Με στόχο να την αναγκάσουν να αλλάξει ρότα ή τουλάχιστον να παγώσει τη διαδικασία ένταξης στην «Ευρωασιατική Ενωση», δηλαδή την τελωνειακή ένωση που προωθεί το Κρεμλίνο, στην οποία ήδη συμμετέχουν η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Εκτός από τις προκλητικές έως απαξιωτικές δηλώσεις ευρωπαίων υπουργών και αξιωματούχων και τους παρασκηνιακούς εκβιασμούς, υπήρξαν πρωτοφανείς για τα πολιτικά ήθη ανοιχτές πολιτικές επεμβάσεις. Ενδεικτικά, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γκουίντο Βεστερβέλε επισκέφτηκε στις 2 Δεκέμβρη τον καταυλισμό των διαδηλωτών στην πλατεία Ανεξαρτησίας στο Κίεβο εκφράζοντας τη συμπαράστασή του. Και στις 9 Νοέμβρη, η επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας λαίδη Κάθριν Αστον, μετά τη συνάντησή της με την ουκρανική κυβέρνηση, εξέφρασε τη συμπαράστασή της από την εξέδρα της πλατείας και αποθεώθηκε από τους διαδηλωτές, ενώ μια μέρα αργότερα, η απεσταλμένη του Λευκού Οίκου Βικτόρια Νούλαντ έκανε ένα βήμα παραπέρα, μοιράζοντας μπισκότα στους διαδηλωτές και στους αστυνομικούς.
Η υπαναχώρηση της ουκρανικής κυβέρνησης οφείλεται σε οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Με την οικονομία να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, οι έντονες πιέσεις που ασκούσε τους τελευταίους μήνες το Κρεμλίνο για να αποτρέψει την πρόσδεση της Ουκρανίας στο άρμα της Ε.Ε απέδωσαν. Οι εξαγωγές αγαθών και ιδιαίτερα χάλυβα και άλλων προϊόντων της βαριάς βιομηχανίας περιορίστηκαν δραστικά, με αποτέλεσμα το ύψος των συνολικών εξαγωγών προς τη Ρωσία να μειωθεί κατά 6,5 δισ. δολάρια μέσα στο 2013. Παράλληλα, το Κρεμλίνο απειλούσε με ακύρωση της συμφωνίας του ελεύθερου από δασμούς εμπορίου μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας σε περίπτωση υπογραφής της συμφωνίας σύνδεσης με την Ε.Ε. Συν τοις άλλοις, η Ουκρανία χρειάζεται 10.8 δισ. δολάρια για να πληρώσει το εξωτερικό χρέος μέχρι το τέλος του 2014 και γύρω στα 4 δισ. ακόμη για να πληρώσει μέρος του χρέους της για το φυσικό αέριο που αγοράζει από τη Ρωσία. Το ΔΝΤ ανέστειλε το 2011 τη χορήγηση δανείου ύψους 15 δισ. για λόγους μη συμμόρφωσης της Ουκρανίας στους όρους που είχε θέσει και συνεχίζει να απαιτεί δραστικές μεταρρυθμίσεις και πακέτο σκληρών μέτρων (π.χ αύξηση κατά 40% της τιμής του φυσικού αερίου, πάγωμα μισθών, μεγάλες περικοπές στον προϋπολογισμό, μείωση της επιδότησης στην ενέργεια κ.ά.) προκειμένου να αρχίσει η χορήγηση του δανείου. Από την άλλη, η ΕΕ υποσχέθηκε μόλις 610 εκατομμύρια ευρώ σε περίπτωση υπογραφής της συμφωνίας σύνδεσης. Γι αυτό και ο ουκρανός πρωθυπουργός Νικολάι Αζάροφ τους πέταξε το γάντι στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου στις 11 Δεκέμβρη δηλώνοντας ότι η Ουκρανία έχει ανάγκη από 20 δισεκατομμύρια ευρώ οικονομικής βοήθειας για να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης, ώστε να περιοριστούν οι συνέπειές της στην ουκρανική οικονομία.
Σημειωτέον ότι η συμφωνία σύνδεσης προβλέπει, μεταξύ άλλων, ποσοστώσεις στην εξαγωγή σιτηρών (σήμερα η Ουκρανία εξάγει στις ευρωπαϊκές χώρες γύρω στα 3 εκατομμύρια τόνους σιτηρά, ενώ η συμφωνία προβλέπει μόλις ένα εκατομμύριο) και στις εξαγωγές χάλυβα.
Αντίθετα οι χώρες της Ε.Ε. μπορούν να κατακλύσουν την ουκρανική αγορά με απεριόριστο αριθμό προϊόντων και ποσότητες εμπορευμάτων και μέσω της Ουκρανίας τη ρώσικη αγορά, αφού τα ευρωπαϊκά προϊόντα θα βαφτίζονται ουκρανικά και θα εισάγονται στη Ρωσία χωρίς δασμούς με βάση την ισχύουσα συμφωνία του ελεύθερου από δασμούς εμπορίου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Γι αυτό και το Κρεμλίνο απειλεί ότι θα την ακυρώσει.
Στη σύγκρουση ανάμεσα στους σταυροφόρους της «ευρωπαϊκής πορείας» για την Ουκρανία και στις ρωσόφιλες και ρωσόδουλες πολιτικές δυνάμεις που κυβερνούν σήμερα τη χώρα ενυπάρχει και η διαμάχη για την εξουσία. Οι ισχυροί της Ε.Ε. επέμειναν μέχρι τέλους στον όρο της απελευθέρωσης της πρώην πρωθυπουργού Γιούλιας Τιμοσένκο, που θεωρείται ο πιο επικίνδυνος πολιτικός αντίπαλος του τωρινού προέδρου Βίκτωρ Γιανουκόβιτς ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2015.
Για τη Ρωσία, η Ουκρανία είναι ζωτικής στρατηγικής σημασίας. Το 66% του ρωσικού φυσικού αερίου που εξάγεται στην Ευρώπη μεταφέρεται με αγωγούς μέσω της Ουκρανίας. Γι αυτό και η Μόσχα επιδιώκει να περιορίσει την εξάρτησή της από το ουκρανικό δίκτυο έχοντας κατασκευάσει έναν εναλλακτικό αγωγό που μεταφέρει φυσικό αέριο μέσω της Βαλτικής Θάλασσας και σχεδιάζοντας ένα δεύτερο μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Ανάμεσα στις δυο χώρες υπάρχουν επίσης στενοί βιομηχανικοί δεσμοί. Πολλές ουκρανικές και ρωσικές βιομηχανίες αποτελούν στοιχεία της ίδιας βιομηχανικής αλυσίδας. Επί ΕΣΣΔ, υπήρχαν στην Ουκρανία εργοστάσια της βαριάς βιομηχανίας που ειδικεύονταν, μεταξύ άλλων, στην επεξεργασία μετάλλων, στην κατασκευή αυτοκινήτων, πλοίων, αεροπλάνων και πυραύλων. Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, κάποια απ’ αυτά έκλεισαν, πολλά όμως κατάφεραν να επιβιώσουν, ώστε σήμερα η Ρωσία να εξακολουθεί να εισάγει από την Ουκρανία ανταλλακτικά αεροπλάνων, κινητήρες πυραύλων, τουρμπίνες, αντλίες, πολλά βιομηχανικά εξαρτήματα και εργαλεία.
Τέλος, η Ουκρανία φιλοξενεί τη βάση του Ρωσικού Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στο λιμάνι της Σεβαστούπολης στην Κριμαία. Το 2010, ο ουκρανός πρόεδρος Βίκτωρ Γιανουκόβιτς υπέγραψε με τη Ρωσία συμφωνία με την οποία παρατείνεται η ενοικίαση της βάσης μέχρι το 2042.
Οι αντιδράσεις τόσο από το Κρεμλίνο όσο και από την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς είναι μέχρι στιγμής προσεκτικές και συγκρατημένες, αποφεύγοντας να ρίξουν λάδι στη φωτιά προκειμένου να πετύχουν με κάποιες μικροπαραχωρήσεις εκτόνωση της έντασης και εξομάλυνση της πολιτικής κατάστασης. Σε ομιλία του από την τηλεόραση στις 10 Δεκέμβρη εν μέσω τριών πρώην ουκρανών προέδρων, ο Γιανουκόβιτς, ενώ ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί ακόμη την ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην Ε.Ε., συμπλήρωσε ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε για το μέλλον χωρίς να μιλάμε για την αποκατάσταση των εμπορικών μας σχέσεων με τη Ρωσία». Επίσης, δεν έκανε καμιά νύξη για αλλαγή της πολιτικής του ούτε έδωσε καμιά ένδειξη ότι θα υποχωρήσει στα αιτήματα της αντιπολίτευσης που ζητά διάλυση της κυβέρνησης και προκήρυξη πρόωρων εκλογών.
Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσει κανείς ποιες θα είναι οι εξελίξεις, καθώς οι παράγοντες που κινούν τα νήματα είναι πολλοί, ο ανταγωνισμός άγριος και ο ρώσικος ιμπεριαλισμός σκληρός παίχτης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όποια κι αν είναι η έκβαση αυτής της ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης θα είναι σε βάρος των συμφερόντων της εργατικής τάξης και της εργαζόμενης κοινωνίας της Ουκρανίας. Αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι πραγματική τραγωδία. Η εργαζόμενη κοινωνία έχει διχαστεί και διασπαστεί σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Το ένα, στην πλειοψηφία ρωσόγλωσσο στη δυτική Ουκρανία με τις μεγάλες βιομηχανίες, που συντάσσεται με τις ρωσόφιλες και ρωσόδουλες πολιτικές δυνάμεις. Και το άλλο, στην πλειοψηφία ουκρανόγλωσσο στην κυρίως αγροτική ανατολική και νότια Ουκρανία, που συντάσσεται με τις εθνικιστικές και ευρωπαιόδουλες πολιτικές δυνάμεις. Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται παιχνίδι στα χέρια αυτών των πολιτικών δυνάμεων και των συμφερόντων που υπηρετούν.