Μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις συγκλονίζουν από τον περασμένο Δεκέμβριο τις σουνιτικές στην πλειοψηφία επαρχίες του Ιράκ. Με αφορμή τη σύλληψη των φρουρών του σουνίτη υπουργού Οικονομικών Rafaie al – Esawi ξεκίνησαν από τη Φαλούτζα, τόπο καταγωγής του υπουργού, και στη συνέχεια κλιμακώθηκαν και εξαπλώθηκαν στις επαρχίες Ανμπάρ, Νινεβί, Ντιγιάλα και Σαλαχαντίν, απαιτώντας να σταματήσει η στοχοποίηση των σουνιτών Ιρακινών και να απελευθερωθούν οι κρατούμενες γυναίκες, κάποιες από τις οποίες έχουν βασανιστεί, έχουν πέσει θύματα βιασμού ή έχουν απειληθεί με βιασμό σύμφωνα με έκθεση της επιτροπής για τα ανθρώπινα δικαιώματα της ιρακινής βουλής.
Στην πόλη Ραμάντι, συνεχίζεται για 6η βδομάδα μια μεγάλη καθιστική διαμαρτυρία, που έχει κλείσει το βασικό αυτοκινητόδρομο που συνδέει το Ιράκ με την Ιορδανία. Στις 25 Ιανουαρίου, ο στρατός άνοιξε πυρ εναντίον δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών στη Φαλούτζα προκαλώντας το θάνατο 5 ανθρώπων και τον τραυματισμό 40. Την 1η Φεβρουαρίου, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές στις πόλεις Φαλούτζα και Ραμάντι συγκεντρώθηκαν για την προσευχή της Παρασκευής στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο και όχι στα τζαμιά για να τιμήσουν τους νεκρούς διαδηλωτές. Την ίδια μέρα, δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές στη Βαγδάτη, τη Μοσούλη, τη Σαμάρα, τη Μπακούμπα και άλλες σουνιτικές κοινότητες και πόλεις μετέτρεψαν τις πλατείες σε τόπους προσευχής και αντίστασης.
Εκτός από την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων, οι διαδηλωτές απαιτούν την κατάργηση του αντιτρομοκρατικού νόμου, που επιτρέπει τη σύλληψη οποιουδήποτε χωρίς ένταλμα, την κράτηση επ’ αόριστο χωρίς παραπομπή σε δίκη και τις θανατικές ποινές και εκτελέσεις με ομολογίες που αποσπώνται με βασανιστήρια. Απαιτούν επίσης την κατάργηση του «Νόμου Δικαιοσύνης και Ευθύνης», που χρησιμοποιείται εναντίον των πολιτικά διαφωνούντων, χαρακτηρίζοντάς τους Μπααθιστές, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και όσοι υπηρέτησαν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν μέχρι το 2003. Αυτοί που την πληρώνουν φυσικά δεν είναι οι πολιτικοί παράγοντες του προηγούμενου καθεστώτος που συνεργάστηκαν και συμμάχησαν με τους αμερικάνους και τους ιρακινούς εντολοδόχους τους, αλλά χαμηλόβαθμοι κρατικοί υπάλληλοι ή άνθρωποι που είχαν κάποια σχέση με το κυβερνητικό κόμμα Μπάαθ, οι οποίοι απολύθηκαν από τη δουλειά τους ή έχασαν τη σύνταξή τους.
Οι συνεχιζόμενες διαδηλώσεις αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση για τον ιρακινό πρωθυπουργό Νούρι αλ-Μαλίκι τα τελευταία χρόνια, καθώς η απελευθέρωση εκατοντάδων κρατούμενων δεν φαίνεται να εκτονώνει την οργή του σουνιτικού πληθυσμού, ενώ παράλληλα έχει να αντιμετωπίσει τα πυρά των κυβερνητικών εταίρων και των πολιτικών αντιπάλων του. Ενδεικτικό του πολιτικού κλίματος που επικρατεί είναι ο νόμος που εγκρίθηκε από τη βουλή που θέτει χρονικά όρια στη θητεία του πρωθυπουργού και σε περίπτωση που επικυρωθεί από το δικαστήριο δεν θα επιτρέψει στο Νού-ρι αλ-Μαλίκι να θέσει ξανά υποψηφιότητα, ενώ ο ισχυρός σιίτης κληρικός Μουκτάντα αλ-Σαντρ απείλησε ότι θα αποσύρει τους υπουργούς του από την κυβέρνηση Μαλίκι, αν η τελευταία δεν ικανοποιήσει τα αιτήματα των διαδηλωτών.
Πρέπει να σημειωθεί ότι παράλληλα με τις μαζικές διαδηλώσεις συνεχίζονται οι πολύνεκρες επιθέσεις εναντίον κυρίως σιιτικών αλλά και αστυνομικών στόχων από πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν είτε να πλήξουν και να αποσταθεροποιήσουν μ’ αυτό τον τρόπο την κυβέρνηση Μαλίκι. Είτε να ενισχύσουν τις αντιθέσεις και το διχασμό μεταξύ των θρησκευτικών και εθνικών κοινοτήτων. Είτε να προωθήσουν το αμερικανόπνευστο σχέδιο διαμελισμού του Ιράκ σε σουνιτικό, σιιτικό και κουρδικό.