Στο μεταξύ, συνεχίζεται η στασιμότητα στην πορεία του πολέμου, καθώς, όπως φαίνεται μέχρι στιγμής, ούτε ο κυβερνητικός στρατός ούτε οι αντάρτες είναι σε θέση να τον κερδίσουν. Παράλληλα, κλιμακώνονται οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αντικυβερνητικούς αντάρτες, που θέλουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την επαρχία Χασάκα, και ένοπλους κουρδικών πολιτοφυλακών, με αποτέλεσμα να έχουν σκοτωθεί μέσα σε μια βδομάδα περισσότεροι από 56 μαχητές. Οι Κούρδοι, που αποτελούν το 10% του πληθυσμού της Συρίας και έχουν επιβάλλει καθεστώς αυτονομίας στις περιοχές τους εκμεταλλευόμενοι την αποχώρηση του κυβερνητικού στρατού, είναι στην πλειοψηφία συγκεντρωμένοι στη βόρεια επαρχία Χασάκα, όπου βρίσκεται σημαντικό μέρος των αποθεμάτων αργού πετρελαίου, που υπολογίζονται σε 2.5 δισ. βαρέλια περίπου.
Σε αποτυχία κατέληξε η διήμερη σύνοδος του 70μελούς συμβουλίου του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού της αντιπολίτευσης, που έγινε στην Ισταμπούλ στις 19 και 20 Ιανουαρίου και είχε ως στόχο το σχηματισμό εξόριστης κυβέρνησης. Τα μέλη του συμβουλίου δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν ούτε καν στο όνομα του πρωθυπουργού, πόσω μάλλον στα μέλη της κυβέρνησης. Το μόνο όνομα που προτάθηκε για το πόστο του μεταβατικού πρωθυπουργού ήταν του Ριάντ Χιτζάμπ (το πιο υψηλόβαθμο μέλος του στενού κύκλου του Ασαντ που αποσκίρτησε). Ο Ριάντ Χιτζάμπ είχε υπηρετήσει ως υπουργός Γεωργίας και για ένα μήνα περίπου ως πρωθυπουργός το περασμένο καλοκαίρι πριν αποσκιρτήσει.
Η αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης φέρνει ξανά στο φως τις αδυναμίες της αντιπολίτευσης, τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στις γραμμές του ηγετικού επιτελείου του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού, που έχει αναγνωριστεί από τους εμπνευστές του και τους συμμάχους τους (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία, αραβικές χώρες και άλλες) ως ο μόνος νόμιμος εκπρόσωπος του συριακού λαού, ενώ πλήττει την αξιοπιστία του ως εναλλακτική πολιτική λύση.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια εικόνα της συριακής αντιπολίτευσης που αποτυπώνεται σε ρεπορτάζ των «New York Times» (15/1/13), το οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Καθώς ο συριακός εμφύλιος πόλεμος κλείνει τα δύο χρόνια, οι αντίπαλοι του προέδρου Μπασάρ Ασαντ και οι διεθνείς υποστηρικτές του δεν έχουν καταφέρει να κερδίσουν την υποστήριξη πολλών υποστηρικτών της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των μειονοτήτων, ένα τμήμα του πληθυσμού η βοήθεια του οποίου είναι ουσιαστική όχι μόνο για την επίλυση της σύγκρουσης, αλλά και για να μη γίνει η Συρία ένα αποτυχημένο κράτος.
Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης στην εξορία έχουν επανειλημμένα δώσει υποσχέσεις ότι μια μελλοντική Συρία θα εξασφαλίσει ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως θρησκείας και εθνικότητας, συμπεριλαμβανομένης της μειονότητας των Αλεβιτών του προέδρου Ασαντ, και ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χωρίς αίμα στα χέρια τους θα είναι ασφαλείς. Ομως έχουν κάνει λίγα για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη ενός σημαντικού τμήματος των Σύριων που είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην εξέγερση.
Η αντιπολίτευση στην πραγματικότητα βοηθά το καθεστώς να διατηρήσει τη συνοχή του, επεσήμανε ο Peter Harling, αναλυτής του International Crisis Group, που συναντά στη Συρία ανθρώπους απ’ όλες τις πλευρές. Φαίνεται να μην έχει καμιά στρατηγική για να μιλήσει για τι πρόκειται να διατηρηθεί από το κράτος, ώστε να προσεγγίσει τους Αλεβίτες ή όσους δεν ξέρουν ποιον να μισούν περισσότερο, το καθεστώς ή την αντιπολίτευση.
Αναλυτές που έχουν επαφές στη Συρία ισχυρίζονται ότι η αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει να διευκρινίσει πώς θα διαχειριστεί σοβαρά πολιτικά ζητήματα όπως την τύχη του κόμματος Μπάαθ, το στρατό και το δημόσιο τομέα –που απασχολεί τουλάχιστον 1.2 εκατομμύρια Σύριους – ή πώς θα περιορίσει τη σεχταριστική βία και τις δολοφονίες εκδίκησης….
Μέρος του προβλήματος είναι ότι η αντιπολίτευση, αντίθετα με την κυβέρνηση, δεν μιλά με μια φωνή. Χωρίζεται σε κοσμικά και θρησκευτικά μέλη, σε εξόριστους και σ’ αυτούς που πολεμούν μέσα στη Συρία, σε υποστηρικτές και αντίπαλους του ένοπλου αγώνα. Ακόμη και μετά την αναδιοργάνωσή της κάτω από την πίεση της Δύσης , ο Συνασπισμός δεν έχει ακόμη συμφωνήσει στο σχηματισμό εξόριστης κυβέρνησης».
Επίσης, μια αποκαλυπτική εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη βόρεια Συρία, μεγάλα τμήματα της οποίας ελέγχονται από τους αντάρτες, δίνεται σε σχετικό δημοσίευμα της «Ουάσιγκτον Ποστ» (11/1/13), με τίτλο «Ανησυχίες για “αποτυχημένο κράτος” στη Συρία», που επικαλείται μια έκθεση η οποία παραδόθηκε στο αμερικάνικο υπουργείο Εξωτερικών στις αρχές Ιανουαρίου από συριακές πηγές που συνεργάζονται με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό.
Το δημοσίευμα αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Το αυξανόμενο χάος στις απελευθερωμένες περιοχές της βόρειας Συρίας πείθει μερικά μέλη της συριακής αντιπολίτευσης ότι η χώρα θα γίνει “αποτυχημένο κράτος”, αν δεν αρχίσει γρήγορα μια μεθοδική πολιτική μετάβαση για να αντικατασταθεί ο πρόεδρος Μπασάρ Ασαντ.
Περιγράφοντας την κατάσταση από το Χαλέπι μέχρι τα τουρκικά σύνορα, όπου ο κυβερνητικός στρατός έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί, η έκθεση δίνει μια εικόνα αποδιοργανωμένων μαχητών, άπληστων πλανόδιων εμπόρων όπλων και κερδοσκόπων πολέμαρχων.
Το κενό ασφάλειας στην περιοχή του Χαλέπι φαίνεται να έχει βοηθήσει το Jabhat al-Nusra, που είναι σύμμαχος της Αλ Κάιντα. Η ομάδα αυτή ωφελείται όχι μόνο από την ανδρεία της στη μάχη αλλά και από την άρνησή της να εμπλακεί σε λεηλασίες ή άλλες ληστρικές ενέργειες. Στην έμφασή της σε ωμή αλλά ισότιμη δικαιοσύνη και κοινωνικές υπηρεσίες μιμείται άλλες επιτυχείς μουσουλμανικές εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως η Χεζμπολά στο Λίβανο και οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.
Βλέποντας μπροστά, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είναι αναγκαίο να ενθαρρύνουν πιο σταθερές μεταβιβάσεις της εξουσίας, κατά τις οποίες να μπορούν να διατηρούνται οι εθνικοί θεσμοί, όπως οι κρατικές υπηρεσίες και ο στρατός, αλλά να μεταφέρεται ο έλεγχός τους σε νέα, πιο δημοκρατική ηγεσία. Αυτό έγινε στις ως επί το πλείστον αναίμακτες επαναστάσεις στην Αίγυπτο και στην Υεμένη, όπου οι ΗΠΑ ώθησαν τους στρατηγούς να εγκαταλείψουν τους δικτάτορες».
Στη συνέχεια, το δημοσίευμα της «Ουάσιγκτον Ποστ» επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα αυτά παραθέτοντας κάποια σχετικά αποσπάσματα της προαναφερόμενης έκθεσης.
«Υπάρχουν εκατοντάδες μικρές ομάδες (10 – 20 μαχητών) διάσπαρτες σ’ όλη την περιοχή του Χαλέπι. Ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός έχει μετατραπεί σε αποδιοργανωμένες ομάδες ανταρτών στις οποίες έχει διεισδύσει μεγάλος αριθμός εγκληματιών. Ολες οι προσπάθειές μας με τα στρατιωτικά συμβούλια έχουν ακυρωθεί… Οι πολέμαρχοι είναι μια πραγματικότητα τώρα… Ενα αποτυχημένο κράτος είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα της σημερινών συνθηκών, εκτός αν γίνει κάποια διευθέτηση».
«Οι παραβιάσεις από τους αντάρτες έχουν γίνει σύνηθες καθημερινό φαινόμενο, ιδιαίτερα σε βάρος πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της λεηλασίας δημόσιων και ιδιωτικών εργοστασίων, αποθηκών, κατοικιών και αυτοκινήτων».
«Οι άνθρωποι αγωνίζονται για να καλύψουν βασικές ανάγκες επιβίωσης. Η τιμή του προπανίου έχει αυξηθεί οχτώ φορές. Τα καύσιμα θέρμανσης και η βενζίνη έχουν δεκαπλασιαστεί, η τιμή του ψωμιού έχει οχταπλασιαστεί. Οντας σε απόγνωση, οι φτωχοί κόβουν δέντρα από τα δημόσια πάρκα ή καίνε σχολικά θρανία για να ζεσταθούν».
«Σ’ αυτή την κατάσταση αναρχίας, το πειθαρχημένο Jabhat al-Nusra κερδίζει δημοτικότητα. Δεν λεηλατεί ή δεν καταπατά τις περιουσίες των πολιτών. Μοιράζει τα κέρδη μεταξύ όλων των συμμετεχόντων ταγμάτων. Αν καταλάβει σημαντικά υλικά (δεξαμενές προπανίου) τα μοιράζει στο λαό δωρεάν. Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, οι εξτρεμιστικές ομάδες θα μετατραπούν σε “σωτήρα” του συριακού λαού από τους πολέμαρχους».
Οσο κι αν είναι κανείς επιφυλακτικός απέναντι στην αντικειμενικότητα των προαναφερόμενων δημοσιευμάτων, αναμφίβολα υπάρχουν σ’ αυτά στοιχεία μιας πραγματικότητας, που προφανώς ευνοεί το καθεστώς Ασαντ και εξηγεί τη στάση των Αμερικάνων και των συμμάχων τους, οι οποίοι έχουν σαφώς χαμηλώσει τους τόνους και έχουν μειώσει την πίεση απέναντι στο καθεστώς Ασαντ, ενώ έχουν σταματήσει από καιρό τις δηλώσεις περί στρατιωτικής επέμβασης και εξοπλισμού των ανταρτών με βαριά όπλα.
Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι Δύση και Ρωσία θέλουν μια μεταβατική πολιτική λύση, με τη συμμετοχή και ανθρώπων του καθεστώτος Ασαντ και με τη διατήρηση των κυβερνητικών και κρατικών δομών, ώστε να διασφαλίσουν ελεγχόμενες πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις για να αντιμετωπιστεί η απειλή προέλασης των δυνάμεων του ριζοσπαστικού Ισλάμ και να αποτραπεί η πλήρης διάλυση και το χάος.