♦ Ποια λαϊκή εντολή;
Τη βραδιά των εκλογών, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του εκλογικού αποτελέσματος, ο Τσίπρας έκανε την καθιερωμένη δήλωση, στην οποία ανέφερε ότι «η μεγάλη μας άνοδος δεν αποτελεί επιβράβευση ενός κόμματος ή ενός προσώπου, αλλά επιβράβευση μιας πρότασης. Της πρότασής μας για κυβέρνηση της αριστεράς». Από τη στιγμή που «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν έβγαινε, γιατί δεν έβγαιναν τα νούμερα, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σ’ όλο αυτό το παιχνίδι; Οχι μόνο με τα καραγκιοζιλίκια της διερευνητικής, αλλά και με το παρασκήνιο αναζήτησης «οικουμενικής κυβέρνησης», το οποίο απεκάλυψε ο Βενιζέλος; Και γιατί στη συνέχεια, «θυμήθηκε» ο Τσίπρας ότι δεν μπορεί να μπει σε καμιά κυβέρνηση, γιατί άλλη είναι η λαϊκή εντολή, την οποία πλέον ταυτίζει όχι με την πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς», αλλά με το «πρόγραμμα» του ΣΥΡΙΖΑ;
Τι αποδεικνύουν αυτά τα πολιτικά κολπάκια και το άφθονο παρασκήνιο; Οτι η «λαϊκή εντολή» δεν είναι παρά μια δημαγωγική φρασούλα, μια καραμέλα στο στόμα των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, που την πιπιλάνε συνεχώς, ερμηνεύοντάς την κατά το δοκούν, καταπώς τους βολεύει κάθε φορά.
♦ Σοσιαλδημοκρατία παλαιάς κοπής (1)
«Τα 50 δισ. ευρώ που προβλέπεται να καταβληθούν για την ανακεφαλαιοποίηση και διάσωση του τραπεζικού συστήματος, με το έναν ή τον άλλον τρόπο, θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και εξ αντικειμένου τίθεται θέμα για δημόσιο έλεγχο των τραπεζών. Πρέπει να συζητήσουμε τον τρόπο που θα γίνει ο δημόσιος έλεγχος, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα του παρελθόντος. Εμείς προκρίνουμε κάτι κοντά στο σουηδικό μοντέλο, όταν η χώρα κρατικοποίησε τις τράπεζες, τις τροφοδότησε με κεφάλαια, τις εξυγίανε, τις κατέστησε κερδοφόρες και τις πούλησε σε ιδιώτες».
Τα παραπάνω δεν ειπώθηκαν από κανένα στέλεχος του κόμματος Καμμένου. Ειπώθηκαν από τον Γιάννη Δραγασάκη (συνέντευξη στο «Βήμα»), βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και –προπαντός– επικεφαλής του οικονομικού του επιτελείου και μέντορα του Τσίπρα (ο οποίος, όπως έχουμε ξαναγράψει, δεν σκαμπάζει τίποτα από οικονομικά).
Δεν έχει, λοιπόν, καμιά αντίρρηση, καταρχήν, ο ΣΥΡΙΖΑ με την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Απλά, θέλει μια κάπως διαφορετική διαδικασία. Σαν αυτή που εφάρμοσε η Σουηδία, η οποία πάλι είχε ως κατάληξη την επιστροφή των τραπεζών στους ιδιώτες καπιταλιστές. Οταν, μάλιστα, ο Δραγασάκης ρωτήθηκε, στο καπάκι, αν θα δώσουν κίνητρα για να επιστρέψουν οι τράπεζες σε ιδιώτες, κάθε άλλο παρά το απέκλεισε: «Θα γίνει ένας διάλογος. Αφήνουμε ανοικτό το θέμα της μελλοντικής αρχιτεκτονικής του συστήματος, γιατί η κρίση η δική μας είναι αγνώστου διάρκειας»!
♦ Σοσιαλδημοκρατία παλαιάς κοπής (2)
Παραθέτουμε, από την ίδια συνέντευξη, την απάντηση που έδωσε ο Δραγασάκης στην ερώτηση: «Ποια είναι η θέση σας για το “κούρεμα” δανείων ιδιωτών, ιδιαίτερα αν κρατικοποιηθούν οι τράπεζες, διότι τότε οποιοδήποτε “κούρεμα” θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό;».
«Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα επιτρέψει μια ρύθμιση των δανείων των ιδιωτών, η οποία είναι αναγκαία για την οικονομία και τη σωτηρία των τραπεζών. Πρέπει να υπάρξει ένας ρεαλισμός. Αν κάποιος πήρε στεγαστικό δάνειο με δεδομένο ότι είχε έναν μισθό και τώρα είναι άνεργος ή ο μισθός του μειώθηκε, δεν μπορεί να χάσει το σπίτι του. Εκαναν λάθος και οι δύο στην αξιολόγηση των πραγμάτων, και περισσότερο η τράπεζα που είναι η δουλειά της. Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι επειδή είναι δημόσιες οι τράπεζες θα πρέπει να χαρίσουν δάνεια, αλλά θα πρέπει να βρεθούν κοινωνικά δίκαιες και οικονομικά βιώσιμες λύσεις».
Αυτός ο «ρεαλισμός» για τον οποίο μιλά ο Δραγασάκης, αποκλείοντας κυνικά την προοπτική διαγραφής χρεών, είναι κάτι το σύνηθες στην τραπεζική πρακτική. Οταν ο δανειολήπτης δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το δάνειο, προσφεύγει στην τράπεζα και ζητά νέο διακανονισμό, τον οποίο η τράπεζα συζητά και συχνά δίνει. Αυτό, άλλωστε, έχει θεσπιστεί με νόμο που ψήφισε η Κατσέλη ως υπουργός Οικονομίας, χωρίς καμιά αντίρρηση από την τρόικα.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα παραπάνω (και πολλά άλλα, με κορυφαίο ντοκουμέντο την επιστολή Τσίπρα προς τους Μπαρόζο, Ραμπόι, Σουλτς, Ντράγκι) είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα με την κοινωνική δημαγωγία, η οποία επιβάλλεται από την προοπτική νέων εκλογών, φιλοτεχνεί το προφίλ της «υπεύθυνης ευρωπαϊκής δύναμης», αντλώντας προγραμματικό υλικό από την παλαιάς κοπής σοσιαλδημοκρατία.
♦ Απόψε αυτοσχεδιάζουμε
Το γνωστό έργο του Πιραντέλο θυμίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, από τότε που κατέστη κεντρικός παράγοντας του αστικού πολιτικού συστήματος. Μετά τον Στρατούλη ήρθε η σειρά του Γλέζου. Ο πρώτος είχε δηλώσει πως χρήματα για την ανάπτυξη θα βρεθούν μέσα από τη δέσμευση των καταθέσεων (εγγυημένων, βέβαια), αποκαλύπτοντας πλήρη άγνοια στοιχειωδών κανόνων λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ο δεύτερος δήλωσε ότι το πρόβλημα δανεισμού του κράτους θα λυθεί μέσω δανεισμού από τους πολίτες. Οσοι έχουν πάνω από 20.000 ευρώ εισόδημα να δίνουν 100 ευρώ το μήνα δάνειο στο κράτος, λέει η… μεγαλοφυής πρόταση. Μάλιστα, για όσους έχουν είσόδημα έστω και ένα ευρώ πάνω από 20.000, η εισφορά θα μπορούσε να είναι υποχρεωτική, κατά τον Γλέζο.
Φυσικά, έγινε της τρελής. Τα αστικά ΜΜΕ έκαναν σημαία τις δηλώσεις Γλέζου, ενώ οι Συριζαίοι έσπευδαν πανικόβλητοι να στήσουν μια «Επιτροπή Πολιτικής Επικοινωνίας», κυρίως από Συριζαίους δημοσιογράφους, με επικεφαλής το πρώην διευθυντικό στέλεχος του Συγκροτήματος Λαμπράκη Β. Μουλόπουλο. Η πρώτη αντίδραση του Γλέζου ήταν μια ανακοίνωση από το Γραφείο του, που μιλούσε για «ενδεικτικές προτάσεις του Μ. Γλέζου για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος», ενταγμένη στη «βασική λογική του ΣΥΡΙΖΑ», που είναι η «αναδιανομή του πλούτου». Πώς, όμως, μπορεί να γίνει αναδιανομή του πλούτου με υποχρεωτικό ομολογιακό δάνειο, που θα παίρνει ένα κατοστάρικο το μήνα από ένα ζευγάρι εργαζόμενων στο δημόσιο και το ίδιο ποσό από έναν τραπεζίτη ή μεγαλοκαπιταλιστή; Ασε που στους παλιότερους αυτό θύμισε τα «ομολογιακά δάνεια» της χούντας, που έπαιρνε με το ζόρι λεφτά από τους εργαζόμενους στο δημόσιο, δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα κωλόχαρτα.
Η ανακοίνωση του Γραφείου του Γλέζου έλεγε ότι αυτού του τύπου ο δανεισμός «αποτελεί ένα μόνο μέτρο, σε αντικατάσταση το χαρατσιών και των άλλων δυσβάστακτων αντικοινωνικών μέτρων, ενταγμένο σε μια δέσμη μέτρων κοινωνικής προστασίας και ανάπτυξης». Αυτά το Σάββατο. Επειδή, όμως, οι σύντροφοί του στον ΣΥΡΙΖΑ άφησαν εντελώς ακάλυπτο τον Γλέζο, αυτός επανήλθε με προσωπική του δήλωση τη Δευτέρα (αφού, δηλαδή, παρήλθε ένα ολόκληρο διήμερο) στην οποία μιλούσε για «πανικό» και «τρόμο» αυτών «που κατάντησαν την Ελλάδα επαίτη της ΕΕ», οι οποίοι «φοβούνται το λαό και προσπαθούν να ανακόψουν την πορεία του προς την εξουσία» και γι’ αυτό «επιτίθενται, διαστρεβλώνουν, πετούν λάσπη, κάνουν ό,τι μπορούν για να πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ». Για την ταμπακέρα, βέβαια, δεν είπε τίποτα ο μαθητευόμενος μάγος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ οι σύντροφοί του εξακολούθησαν να τον αφήνουν ακάλυπτο. Ισως κάποια στιγμή βγει να τον αδειάσει με στιλ ο Δραγασάκης, όπως έκανε με τον Στρατούλη (σε συνέντευξη στο «Βήμα»).
♦ Φτηνιάρικες απατεωνιές
Προφανώς θεωρήθηκε σημαντική η δήλωση της Ρένας Δούρου, εκλεγμένης βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και διανεμήθηκε από το Γραφείο Τύπου του ΣΥΝ. Η κ. Δούρου δήλωσε: «Απόρριψη της πολιτικής σκληρής λιτότητας της καγκελαρίου Μέρκελ συνιστά η ιστορική συντριβή των Χριστιανοδημοκρατών στο κρατίδιο βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας την Κυριακή. Αυτή η ήττα, ύστερα από εκείνη του προέδρου Νικολά Σαρκοζί στη Γαλλία, σηματοδοτεί τη σταδιακή αλλαγή του ευρωπαϊκού τοπίου: πλέον ο κυρίαρχος λόγος της λιτότητας ρηγματώνεται ενώ την ίδια στιγμή οι πολίτες επιστρέφουν στις πλατείες της Ευρώπης, καθιστώντας το πρόταγμα μιας εναλλακτικής πολιτικής με έμφαση στην ανάπτυξη, την απασχόληση και την αλληλεγγύη, ακόμη πιο επιτακτικό». Στη συνέχεια, η λαλίστατη βουλευτής μίλησε για τη συγκέντρωση των «αγανακτισμένων στην Πουέρτα ντελ Σολ της Μαδρίτης, για τις διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης Μόντι στην Ιταλία και τις διαδηλώσεις στην Πορτογαλία και τη Βρετανία. Το μόνο που δεν μας εξήγησε η κ. Δούρου είναι πώς συνέβη και η ήττα του κόμματος της Μέρκελ στη Ρηνανία-Βεστφαλία συνοδεύτηκε από εκρηκτική άνοδο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (μήπως αυτό το κόμμα είναι φιλεργατικό-φιλολαϊκό;), από την άνοδο ακόμα και των λυσσασμένων νεοφιλελεύθερων των Βαστερβέλε-Ρέσλερ και από συντριβή του αδελφού κόμματος Die Linke, που έχασε τη μισή δύναμή του σε ψήφους και έμεινε εκτός Βουλής του κρατίδιου.
► Δοχεία διαστολής
Πολύς ντόρος έγινε για τ’ αποτελέσματα των εκλογών στο γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας. Πρόκειται για το πληθυσμιακά μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας, στο οποίο μάλιστα είναι συγκεντρωμένο το σχετικά μεγαλύτερο κομμάτι του γερμανικού και μεταναστευτικού προλεταριάτου (είναι η κοιτίδα της γερμανικής βιομηχανίας). Οι σοσιαλδημοκράτες αύξησαν το ποσοστό τους κατά 4,3% (έφτασαν το 38,8%), οι χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ έπεσαν κατά 8,6%, οι νεοφιλελεύθεροι των Βαστερβέλε-Ρέσλερ έκαναν την έκπληξη ανεβαίνοντας κατά 2,1%, οι Πράσινοι έμειναν στα ίδια (12,2% έναντι 12,1%) και Η Αριστερά (Die Linke) των Γκίζι-Λαφοντέν καταποντίστηκε στο 2,6% (είχε 5,6%) και έμεινε εκτός Βουλής του κρατιδίου.
Μούγκα επικράτησε στη συριζαίικη στρούγκα, που προ διετίας έφερνε αυτό το κόμμα και την τακτική του ως παράδειγμα για όλη την Ευρώπη. Ομως, κάποια πράγματα είναι ευεξήγητα. Οταν η σοσιαλδημοκρατία πέφτει, καταβάλλοντας το πολιτικό κόστος για την κυβερνητική της θητεία, ανοίγει χώρος για την άνοδο τέτοιων ενδιάμεσων κομμάτων που παριστάνουν τα αριστερά. Οταν η σοσιαλδημοκρατία έχει ξεπλύνει τα πολιτικά της αμαρτήματα, παραμένοντας για κάποιο χρονικό διάστημα εκτός κυβέρνησης, αυτά τα κόμματα αρχίζουν να συρρικνώνονται. Ακολουθούν, δηλαδή, τον πολιτικό κύκλο της σοσιαλδημοκρατίας, λειτουργώντας σαν δοχεία διαστολής. Εγκλωβίζουν, δηλαδή, ριζοσπαστικές ταξικές δυνάμεις, διευκολύνοντας το καπιταλιστικό σύστημα να διαχειρίζεται χωρίς κοινωνικούς κραδασμούς την πολιτική του κρίση.