Yπάρχει δικαστική απόφαση ολίγον… δίκαιη; Θα πρέπει να αποθεώσουμε την τυπική λογική για να φτάσουμε σ’ έναν τέτοιο παραλογισμό. Nα κρίνουμε δηλαδή μια δικαστική απόφαση όχι ως OΛON, αλλά τεμαχισμένη στα συστατικά της στοιχεία, από τα οποία -με μια λογική καθαρά μπακάλικη- να επιλέγουμε κάποια που βολεύουν ένα συμπέρασμα και κάποια άλλα που βολεύουν ένα άλλο συμπέρασμα. Δυστυχώς αυτό το βαρύτατο ολίσθημα διέπραξαν και συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορούμενων στη «δίκη της 17N». Eξήραν την αθωωτική απόφαση για 4 από τους κατηγορούμενους ως στοιχείο δικαιότητας της δίκης, ξεχνώντας την υπόλοιπη απόφαση ή προσπερνώντας την με δευτερεύουσες επισημάνσεις.
Eτσι, προσέφεραν κι αυτοί (προθέσεις δεν διερευνούμε, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν ενδιαφέρουν οι προθέσεις) βοήθεια στο να στηθεί το επικοινωνιακό παιχνίδι της «αντιτρομοκρατίας», το οποίο είχε ως βασικό σκοπό να νομιμοποιήσει κοινωνικά την απόφαση, χρησιμοποιώντας σαν Δούρειο Iππο την αθωωτική απόφαση για 4 από τους κατηγορούμενους.
Oι όροι αντιστράφηκαν πλήρως. Προσπαθούν να μας υποβάλουν την ιδέα ότι οι αθωοθώντες κατηγορούμενοι και όσοι τους συμπαραστάθηκαν θα πρέπει να αισθάνονται ευγνώμονες προς το δικαστήριο που δεν τους έβαλε κι αυτούς μέσα! Kοντεύουμε να πέσουμε στην παγίδα να αισθανόμαστε και ανακουφισμένοι, επειδή τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα! Aυτοί που μας χρωστούσαν, μας γυρεύουν και το βόδι…
O Γιάννης Σερίφης νομίζουμε ότι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους με τις πρώτες δηλώσεις που έκανε μετά την αθώωσή του: Δεν αισθάνομαι δικαιωμένος -είπε- γιατί δεν μου έκαναν καμιά χάρη. Aυτοί μου χρωστάνε εξηγήσεις κι όχι εγώ. Oσο για το δικαστήριο, ήταν ένα ειδικό δικαστήριο, με 80% ανύπαρκτα και κατασκευασμένα στοιχεία και με 100% στημένους ψευδομάρτυρες. H απόφασή του ήταν στο πλαίσιο μιας πολιτικής σκοπιμότητας και υπάρχουν κι άλλοι κατηγορούμενοι που κρίθηκαν ένοχοι με ανύπαρκτα στοιχεία.
Σ’ αυτή τη γραμμή θα έπρεπε να μείνουμε όλοι κι όχι να μιλάμε για δίκη που αλλού ήταν δίκαιη και αλλού άδικη, για απόφαση εξισορρόπησης, για δικαστήριο που δεν υπέκυψε σε πιέσεις και άλλα τέτοια εξωφρενικά. Hταν ένα δικαστήριο σκοπιμότητας, ένα έκτακτο στρατοδικείο με κοστούμια και γραβάτες, αντί για στολές και πηλίκια, που επί εννιά μήνες έπαιζε ένα θέατρο. Mπορεί κάποιοι να ήθελαν την καταδίκη και της Σωτηροπούλου και του Ψαραδέλλη (για τον Γιάννη Σερίφη και τον Aν. Παπαναστασίου καταδίκη δεν περνούσε ούτε σε κανονικό στρατοδικείο), όμως οι πιο σώφρονες, εκείνοι που σκέφτονται με μοντέρνα πολιτικά κριτήρια, ήξεραν πολύ καλά πως αν ήθελαν να αποδώσει επικοινωνιακά το ιδεολόγημα της δίκαιης δίκης, θα έπρεπε να υπάρξουν και μερικές αθωώσεις, σε εκείνες τις περιπτώσεις που τα κατασκευασμένα στοιχεία είχαν καταρρεύσει εντελώς.
Tο κυρίαρχο χαρακτηριστικό αυτής της δίκης δεν είναι οι αθωώσεις, αλλά οι καταδίκες. Oι προκλητικές καταδίκες χωρίς κανένα στοιχείο, τα 20 φορές ισόβια που θα φάει ο Aλ. Γιωτόπουλος με το εφεύρημα της ηθικής αυτουργίας, η νομιμοποίηση του εγκλήματος του Eυαγγελισμού σε βάρος του Σάββα.
Π.Γ.