Σε μια πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, υπερασπιζόμενος το σύστημα παρακολούθησης με τις κάμερες, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Γ. Βουλγαράκης επιστράτευσε το εξής επιχείρημα: «Σ’ ένα έγκλημα που διαπράττεται στην Πανεπιστημίου, αν έχω τη δυνατότητα να πλησιάσω το πρόσωπο του δολοφόνου, δεν θα το κάνω; Ποιανού προσωπικότητα υπερασπίζομαι τότε;».
Ουδείς από τους αντιπολιτευόμενους είχε τη στοιχειώδη ευφυΐα (ή μήπως δεν είναι θέμα ευφυΐας αλλά πολιτικής βούλησης;) να θέσει στον υπουργό το απλό ερώτημα: Πόσα εγκλήματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα στην Πανεπιστημίου και διέφυγαν οι δολοφόνοι, ώστε να δεχτούμε το επαχθές βάρος της συνεχούς παρακολούθησής μας από ηλεκτρονικούς χαφιέδες;
Το «επιχείρημα» Βουλγαράκη, που στηρίζεται σε μια εξωφρενική υπόθεση, η οποία δεν εδράζεται σε κανένα στοιχείο της πραγματικότητας, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα πρακτικής εφαρμογής της στρατηγικής του φόβου. Μιας στρατηγικής που ακολουθείται από τις κυβερνήσεις των καπιταλιστικών κρατών, ιδιαίτερα των αναπτυγμένων, με ιδιαίτερη επιτυχία πρέπει να πούμε, χάρη και στον αναβαθμισμένο ρόλο που διαδραματίζουν τα ΜΜΕ, ιδίως τα ηλεκτρονικά, στις σύγχρονες κοινωνίες. Βλέπουμε, για παράδειγμα, στη σημερινή Αγγλία ο φόβος να φωλιάζει σε κάθε γωνιά του κοινωνικού σώματος και να εκφράζεται ακόμα και με γελοιότητες, όπως η χρήση διαφανών σακιδίων πλάτης, για να φαίνεται το περιεχόμενό τους (λες και είναι δύσκολο να καμουφλαριστεί ένας εκρηκτικός μηχανισμός στο εσωτερικό ενός διαφανούς σακίδιου). Αυτά τα φαινόμενα τα έχουμε δει και στη χώρα μας. Εχουμε δει «νοικοκυραίους» να κραδαίνουν καραμπίνες μπροστά στις φιλόξενες τηλεοπτικές κάμερες, που υποδαύλιζαν την ξενοφοβία και το ρατσισμό. Εχουμε δει διαδηλώσεις για να μη φύγουν αστυνομικά τμήματα από γειτονιές. Το βλέπουμε -αν θέλετε- στο ιδιαίτερα ψηλό ποσοστό νέων που γίνονται υποψήφιοι στις αστυνομικές σχολές, ακόμα και με ψηλές βαθμολογίες. Η περιφρόνηση και η απαξίωση που συνόδευε τη δουλειά του μπάτσου τείνει να εξαφανιστεί σε μια κοινωνία που γίνεται ολοένα και περισσότερο φοβική, με αποτέλεσμα να αναζητά «προστασία».
Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες γίνονται ολοένα και περισσότερο φοβικές. Οχι μόνο σε πλευρές της ζωής που άπτονται άμεσα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά και σε τομείς της καθημερινότητας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, για παράδειγμα, την κατευθυνόμενη υστερία για τον κίνδυνο του AIDS, που έτεινε να καταστρέψει κι αυτή ακόμα τη χαρά του έρωτα, ενσταλλάζοντας το φόβο και την υποψία ανάμεσα στους νέους; Ενας «χάι τεκ» πουριτανισμός καλύπτει απλές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, που κατά τα άλλα εμφανίζεται αρκούντως «απελευθερωμένη». Πριν δυο-τρεις δεκαετίες οι παπάδες συμβούλευαν τους σχετικά λίγους φανατικούς πιστούς να κάνουν τα μπάνια των παιδιών τους Ιούνη-Ιούλη και όχι τον Αύγουστο, διότι τότε ενσκύπτουν στις ελληνικές παραλίες οι «ξένοι» που είναι «αλάδωτοι» και κουβαλούν αρρώστιες. Σήμερα μπορεί να μην κάνουν τα ίδια κηρύγματα (είναι και το όφελος της τουριστικής «βιομηχανίας», βλέπετε), όμως το ποίμνιο στα θρησκευτικά μαντριά είναι πολυπληθέστερο και υφίσταται συνεχή πλύση εγκέφαλου. Αλλωστε, τί άλλο παρά καλλιέργεια του φόβου είναι η έννοια της «αμαρτίας»; Ακόμα και η μάστιγα των ναρκωτικών αντιμετωπίζεται με φοβικό τρόπο. Με εργαλεία βγαλμένα από το οπλοστάσιο του αγγλοσαξονικού πουριτανισμού, τα οποία στη θέση της χημικής εξάρτησης βάζουν άλλου είδους εξαρτήσεις, μη θανατηφόρες βιολογικά αλλά θανατηφόρες κοινωνικά.
Η καλλιέργεια του φόβου ξεκινά από την παιδική ηλικία ακόμα: φόβος μη χτυπήσει το παιδί, φόβος μη μπλέξει με «κακές παρέες», φόβος μη μπλέξει με ναρκωτικά, φόβος για το ένα, φόβος για το άλλο, φόβος για όλα, έλεγχος σε όλα, πειθαρχία τύπου ιησουΐτικου μοναστηριού, καθορισμός στόχων, κανένας βαθμός ελευθερίας, καμιά πραγματική χαρά, αλλά μια χαρά καθορισμένη από αντιδραστικές κοινωνικές νόρμες, νεκρή, βαλσαμωμένη. Ετσι, οι νέες γενιές μεγαλώνουν σ’ ένα φοβικό κλίμα, το οποίο αποκλείει ή ευνουχίζει και αποδυναμώνει εκδηλώσεις συλλογικότητας και αλληλεγγύης και οδηγεί στον ατομοκεντρισμό. Εναν ατομοκεντρισμό που σφραγίζει στη συνέχεια τις πιο σοβαρές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, αυτές που αφορούν τα ζητήματα της ταξικής πάλης και τη διαμόρφωση κοινωνικών προταγμάτων και κοινωνικών-πολιτικών ρευμάτων.
Μια κοινωνία που φοβάται είναι ευεπίφορη στην καλλιέργεια νέων φόβων, ακόμα και όταν αυτοί αναφέρονται σε φανταστικούς εχθρούς. Μια κοινωνία που φοβάται αναγκαστικά αναζητά προστάτες. Προστάτες που θα καθησυχάσουν τους φόβους τους και οι οποίοι κατά τεκμήριο θα πρέπει να είναι πιο δυνατοί ή μάλλον να εμφανίζονται ως τέτοιοι. Δεν χρειάζεται, βέβαια, να πούμε ότι αυτή την ιδιότητα μπορούν να έχουν τα κράτη, που διαθέτουν στρατό, αστυνομίες, μυστικές υπηρεσίες, δικαστήρια. Προσέξτε, λέμε τα κράτη και όχι οι κυβερνήσεις. Διότι οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, όμως τα κράτη -ιδιαίτερα τα ιμπεριαλιστικά- αποτελούν σταθερές αξίες. Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία προσφέρει τη δυνατότητα της επιλογής. Οι πολίτες-ψηφοφόροι μπορούν να επιλέξουν εκείνη την κυβέρνηση που στους περισσότερους θα εγγυάται την καλύτερη διαχείριση του φόβου τους. Καμιά φορά οι εξαγγελίες αυτής της κυβέρνησης μπορεί να έχουν φιλειρηνικό, ήπιο, συναινετικό χαρακτήρα. Σημασία, όμως, έχει ότι και πάλι πρόκειται για διαχείριση του φόβου, για αναζήτηση της ασφάλειας με άλλα μέσα και όχι για ξεπέρασμα μιας φοβικής κοινωνικής συμπεριφοράς που αναζητά προστάτες και σωτήρες, μ’ έναν περισσότερο ή λιγότερο μεσσιανικό τρόπο.
Και βέβαια, η ευθύνη για τις φοβικές κοινωνικές συμπεριφορές δεν ανήκει μόνο στα κράτη και στους θεσμούς-μηχανισμούς τους (που στο κάτω-κάτω κάνουν τη δουλειά τους, κοιτάζουν το συμφέρον τους), αλλά και στις ίδιες τις εργαζόμενες τάξεις. Ας είμαστε ειλικρινείς και ας μην ταλανιζόμαστε με φιλοσοφικά ερωτήματα του τύπου «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα». Τα ΜΜΕ όντως παίζουν σημαντικό ρόλο. Αυτός ο ρόλος, όμως, έγινε τόσο σημαντικός γιατί βρήκε εύφορο κοινωνικό έδαφος. Ετσι, δημιουργείται μια αμφίδρομη (διαλεκτική) σχέση, στην οποία τα ΜΜΕ διαμορφώνουν κοινωνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές και η κοινωνία, ενσωματώνοντας αυτές τις αντιλήψεις και συμπεριφορές, ενθαρρύνει τα ΜΜΕ να «βελτιώσουν» τις παρεμβάσεις τους και να αναβαθμίσουν το ρόλο τους.
Αυτή η κατάσταση παρακμής οφείλεται πρωτίστως στην υποχώρηση των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων και στο χτύπημα που έχουν δεχτεί τα απελευθερωτικά προτάγματα που σφράγισαν τον εικοστό αιώνα. Η αστική τάξη δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το σοκ που υπέστησαν οι εργαζόμενες μάζες από την παταγώδη κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού». Είχε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς να παρέμβει, συνοδεύοντας αυτή την παρέμβαση με μια ολομέτωπη και παρατεταμένη επίθεση για τη συντηρητική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού (νεοφιλελευθερισμός, παγκοσμιοποίηση, αμερικάνικη ηγεμονία κ.λπ.). Κοινωνίες που έχουν ηττηθεί, που δεν αγωνίζονται, δεν ματώνουν γίνονται κοινωνίες φοβικές και ατομοκεντρικές και κατά συνέπεια υποταγμένες και συναινετικές.
Μια πλευρά, λοιπόν, μιας σύγχρονης επαναστατικής τακτικής είναι και η καταπολέμηση της στρατηγικής του φόβου, που προϋποθέτει την απαλλαγή των ίδιων των επαναστατών από πουριτανιστικά στερεότυπα που εμφιλοχωρούν στη σκέψη τους. Επαναστατική τακτική σημαίνει να αλλάζεις όχι μόνο το περιεχόμενο αλλά και τη μορφή.
Πέτρος Γιώτης