Το καμπανάκι για το ύψος του δανεισμού των νοικοκυριών έκρουσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Ν. Γκαργκάνας από τις ΗΠΑ (βρισκόταν για την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ). Το τελευταίο που απασχολεί, βέβαια, τον Γκαργκάνα είναι το βάρος που φορτώνονται τα νοικοκυριά. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να εισπράξει τα δάνεια (το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» εξακολουθεί να ισχύει) και οι γενικότερες οικονομικές ισορροπίες του συστήματος, που μπορεί να διαταραχτούν, επειδή οι τράπεζες ανταγωνίζονται η μια την άλλη και μέσα στον άγριο ανταγωνισμό τους μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια στο δανεισμό. Αυτός είναι, άλλωστε, ο ρόλος του Γκαργκάνα. Να παρεμβαίνει ως «συλλογικός καπιταλιστής» και να εξισορροπεί τις ανισορροπίες που δημιουργεί ο ανταγωνισμός.
Η ΤτΕ γνωρίζει ότι τα δάνεια που βρίσκονται «στο κόκκινο» είναι περισσότερα απ’ αυτά που εμφανίζονται στις στατιστικές της, γιατί κάθε τράπεζα χρησιμοποιεί δικά της κριτήρια για την εκτίμηση της επικινδυνότητας στην είσπραξη ενός δανείου και με διάφορα λογιστικά τρικ κρύβουν το μέγεθος των επισφαλειών (αυτό έχει να κάνει με την εικόνα που κάθε τράπεζα θέλει να εμφανίσει για τον εαυτό της στη διεθνή αγορά). Γεγονός είναι πως υπάρχει πλέον κάποια ανησυχία για το βαθμό υπερχρέωσης των νοικοκυριών, γι’ αυτό και οι τράπεζες παρήγγειλαν στην ICAP τη διεξαγωγή νέας σχετικής έρευνας.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο των μη επιχειρηματικών δανείων (δηλαδή των δανείων των νοικοκυριών) διαμορφώθηκε σε 58,55 δισ. ευρώ τον Ιούλη του 2005 (έναντι 46,9 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2004). Εμφανίζεται, δηλαδή, ένας ρυθμός αύξησης 24,7%. Στην πραγματικότητα, το ποσό είναι ακόμα μεγαλύτερο, γιατί οι τράπεζες τιτλοποιούν μέρος των δανείων. Δηλαδή, δανείζονται οι ίδιες από άλλες μεγαλύτερες τράπεζες του εξωτερικού, εκδίδοντας ομόλογα, και έτσι το τοκογλυφικό επιτόκιο με το οποίο δανείζουν τα νοικοκυριά μοιράζεται σε περισσότερους τραπεζίτες. Οι τιτλοποιήσεις καταναλωτικών δανείων εγγράφονται χωριστά από την ΤτΕ και φτάνουν τα 952,4 εκατ. ευρώ.
Από το σύνολο του ανεξόφλητου υπόλοιπου δανείων, τα 37,2 δισ. ευρώ αφορούν στεγαστικά δάνεια (29,8 δισ. ευρώ τον Ιούλη του 2004) και τα 19,85 δισ. ευρώ αφορούν καταναλωτικά δάνεια μαζί με τις τιτλοποιήσεις (14,98 δισ. ευρώ τον Ιούλη του 2004). Με μια πρόχειρη ματιά φαίνεται πως ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτόν των στεγαστικών. Για την ακρίβεια, τα μεν καταναλωτικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 32,5%, τα δε στεγαστικά κατά 24,9%.
Οι τράπεζες, βέβαια, δεν πρόκειται να πιαστούν κορόιδα. Τα λεφτά τους θα τα εισπράξουν. Ειδικά στον τομέα των στεγαστικών δανείων, όπου εγγράφουν υποθήκες στα αγοραζόμενα ακίνητα. Κι αν χάσουν στον τομέα των καταναλωτικών δανείων (κυρίως από προσωπικά δάνεια, που τα ποσά δεν ξεπερνούν τα 3.000 ευρώ ανά δάνειο), οι απώλειες θα είναι μικρές. Απείρως μικρότερες από τα κέρδη που αποθησαυρίζουν με τα υπέρογκα επιτόκια. Το γεγονός ότι διάφοροι μεγαλοραντιέρηδες του εξωτερικού έρχονται και αγοράζουν τίτλους που εκδίδονται με βάση καταναλωτικά δάνεια δείχνει πρώτον ότι η αγορά στην Ελλάδα αφήνει μεγάλα περιθώρια κέρδους και δεύτερον ότι το ρίσκο είναι σχετικά μικρό.
Αυτό δείχνουν και στοιχεία από μελέτες διεθνών τραπεζικών οίκων. Πρόσφατη έκθεση της UBS προβλέπει για τις ελληνικές τράπεζες μέση ετήσια αύξηση των λειτουργικών κερδών τους κατά 25,7% και των κερδών ανά μετοχή κατά 30%, για την περίοδο 2004-2006. Ο μέσος όρος του τραπεζικού κλάδου στην Ευρώπη είναι 11,4% για τα λειτουργικά κέρδη και 13,5% για τα κέρδη ανά μετοχή. Δηλαδή, η τραπεζική κερδοφορία στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στα λειτουργικά κέρδη ο ρυθμός αύξησης είναι ο κορυφαίος στην Ευρώπη, ενώ στο ρυθμό αύξησης των κερδών ανά μετοχή είναι ο τρίτος (μετά την Ιταλία και τη Γερμανία).
Κι όμως, ο Γκαργκάνας, που πριν μερικούς μήνες δήλωνε ότι δεν υπάρχει καμιά ανησυχία από το βαθμό υπερχρέωσης των ελληνικών νοικοκυριών, διότι αυτός είναι χαμηλότερος από τα ευρωπαϊκά στάνταρ, τώρα υποστηρίζει το αντίθετο και… μας σκάει το παραμύθι, ότι τα επιτόκια σήμερα βρίσκονται σε… χαμηλά επίπεδα και δεν πρόκειται να παραμείνουν σ’ αυτά! Είναι φανερό ότι εκείνο που τους ανησυχεί είναι η επισφάλεια που δημιουργεί η υπερχρέωση. Γι’ αυτό και προκρίνουν τη λύση «λιγότερα δάνεια με ψηλότερα επιτόκια», ώστε να συνεχιστεί ο τρελός χορός της τραπεζικής υπερκερδοφορίας.
Αυτά όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η καπιταλιστική πλευρά αντιμετωπίζει τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών. Γιατί υπάρχει και μια άλλη πλευρά η οποία ουδόλως απασχολεί τη δημόσια συζήτηση που γίνεται. Η πλευρά των εργαζόμενων και της ταξικής τους πάλης.
Υπάρχουν ορισμένοι που υποστηρίζουν ότι ο τραπεζικός δανεισμός δεν είναι παρά ένα μοντέρνο υποκατάστατο του «τεφτεριού» με το οποίο ψώνιζαν παλιά οι εργαζόμενοι και των διάφορων «δοσάδων» που πουλούσαν είδη για το νοικοκυριό. Αυτό είναι λάθος. Είναι λάθος γιατί μιλάμε για εντελώς διαφορετικά μεγέθη. Το «τεφτέρι» και οι δόσεις ήταν μια διαδικασία που στηρίζονταν στην εμπιστοσύνη και τη γνωριμία. Ηταν περισσότερο ταμειακή διευκόλυνση. Οταν πήγαινε να πάρει τη μορφή μακροχρόνιου δανείου (και πολύ περισσότερου μη εξοφλούμενου) σταματούσε. Η αντίληψη στον ίδιο τον εργαζόμενο ήταν ότι δανείζεται τόσο όσο να μπορεί να τα φέρει βόλτα με το μεροκάματο. Γι’ αυτό και σε καμιά περίπτωση δεν μιλούσαμε για δανεισμό και πολύ περισσότερο για υπερδανεισμό.
Ο τραπεζικός δανεισμός με όλες τις μορφές (πλαστικό χρήμα, καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια) είναι καινούργιο φρούτο στην Ελλάδα. Και δεν είναι τυχαίο ότι αναπτύχθηκε σε μια περίοδο παρατεταμένης καθήλωσης των μισθών σε σχέση με την αύξηση του κόστους ζωής. Οι εργαζόμενοι παλιότερα, όταν διαπίστωναν ότι ο μισθός και το μεροκάματο δεν φτάνουν για να τα βγάλουν πέρα, διεκδικούσαν αυξήσεις. Οι δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 ήταν γεμάτες από απεργίες με μισθολογικά αιτήματα. Κάτω από την πίεση αυτού του κινήματος το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να θεσμοθετήσει μια κουτσουρεμένη ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή). Ακόμα και την περίοδο της ΑΤΑ οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν αυξήσεις πάνω απ’ αυτή, γιατί ήξεραν πολύ καλά ότι είναι κάλπικη. Σήμερα, η ΑΤΑ έχει σταλεί στο μουσείο, οι μισθοί και τα μεροκάματα υστερούν έναντι ακόμη και του επίσημου πληθωρισμού (πόσο μάλλον του πραγματικού), όμως απεργιακοί αγώνες για αυξήσεις δεν γίνονται. Ο δανεισμός ήρθε να αντικαταστήσει αυτή την περίπου αυτόματη κοινωνική διαδικασία που χαρακτήριζε το εργατικό κίνημα.
Τώρα το πράγμα φρακάρει. Το διαπιστώνουν οι τραπεζίτες που θ’ αρχίσουν να κάνουν καλύτερη διαλογή των πελατών τους, κρατώντας εκείνους που ο μισθός τους τους προσδίδει φερεγγυότητα (κυρίως εργαζόμενους στο στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα). Και βέβαια, εδώ και καιρό έχουν αρχίσει κατασχέσεις αυτοκινήτων οι ιδιοκτήτες των οποίων δεν πλήρωσαν τις δόσεις, αλλά και σπιτιών ακόμη και για μικροποσά (σε σχέση με την τιμή των σπιτιών) της τάξης των 5.000 ευρώ.
Μπορεί να προσδοκά κανείς ότι θα υπάρξει ένα ανασκούμπωμα του εργατικού κινήματος μετά απ’ αυτό το φρακάρισμα; Η εμπειρία λέει όχι. Υπάρχει το παράδειγμα της μεγάλης ληστείας του χρηματιστήριου. Δεν είδαμε κανένα κοινωνικό κίνημα να γεννιέται μέσα απ’ αυτή τη μεγάλη απάτη. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κλαίνε τα λεφτουδάκια που έδωσαν στους αετονύχηδες, πιστεύοντας ότι θα πιάσουν την καλή, όμως από τους κόλπους τους δεν βγήκε καν μια μαζική διαμαρτυρία, πόσο μάλλον ένα διεκδικητικό κίνημα. Αντίθετα, την ώρα που έκλαιγαν τα κλεμμένα, έσπευδαν στις τράπεζες να πάρουν δάνεια για να τα βγάλουν πέρα, κοιτάζοντας μόνο το σήμερα και παραβλέποντας την πολύχρονη οικονομική υποδούλωση.
Αυτή η οικονομική υποδούλωση μετατρέπεται και σε ταξική υποδούλωση. Ο καταχρεωμένος κοιτάζει πώς θα ξεχρεώσει. Πώς δεν θα του πάρει η τράπεζα το αυτοκίνητο ή το σπίτι, πώς θα γλιτώσει έναν πλειστηριασμό, πώς θα ανακυκλώσει το δανεισμό με νέους επαχθέστερους όρους. Σπεύδει να βρει και δεύτερη δουλειά, να κάνει υπερωρίες, να δουλέψει τα Σαββατοκύριακα. Ο καταχρεωμένος είναι ένα άτομο χαμένο μέσα σε μια δίνη και δεν σκέφτεται συλλογικά. Η ίδια η κατάστασή του δεν του επιτρέπει να σκεφτεί συλλογικά. Μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και αντιδραστικά σε συλλογικές προσπάθειες, για να μη χάσει τα μεροκάματα της απεργίας, για να μη μπει στο μάτι του αφεντικού κ.λπ. Εχει ήδη απαξιώσει την αξιοπρέπειά του, αισθάνεται ανήμπορος για οποιαδήποτε διεκδίκηση.
Ας μην περιμένουμε, λοιπόν, διαδικασίες αυτόματου ξεσηκωμού των υπερχρεωμένων. Ο εργαζόμενος θα ξεσηκωθεί όχι επειδή είναι υπερχρεωμένος, αλλά όταν συνειδητοποιήσει ότι είναι εργαζόμενος και ότι μονόδρομος γι’ αυτόν είναι (τουλάχιστον) η διεκδίκηση καλύτερης αμοιβής. Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι το φορτίο που έχει συσσωρευτεί είναι μεγάλο και σαν βαρίδι καθηλώνει την ταξική πάλη (ή, για να ακριβολογούμε, βοηθάει τα μέγιστα στην καθήλωση της ταξικής πάλης). Από την άλλη, όμως, το φρακάρισμα στη διαδικασία του δανεισμού, το κλείσιμο της στρόφιγγας από τις αιματορουφήχτρες τράπεζες θα έχουν τη δική τους συνδρομή στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος πιο ευνοϊκού για την ανάπτυξη διεκδικητικών (οικονομικών) αγώνων. Μιας συνθήκης ικανής, όχι όμως και αναγκαίας, για να βγάλει κόσμο στο δρόμο. Και πάλι, όμως, αυτό δεν θα γίνει ενιαία, γιατί το γενικό φρκάρισμα δεν σημαίνει ταυτόχρονο φρακάρισμα για όλους. Τα πράγματα σε κοινωνικό επίπεδο είναι πάντα πολύ πιο σύνθετα απ’ όσο τα καταγράφουν οι στατιστικές.
Αν αφιερώσαμε τόσο χώρο σ’ αυτό το θέμα, είναι γιατί θέλουμε να επισημάνουμε τις μορφές κοινωνικής συνείδησης που παράγει ο δανεισμός και όχι για να δώσουμε «οδηγίες προς εργαζόμενους». Οι νόμοι της ταξικής πάλης έτσι κι αλλιώς θα λειτουργήσουν. Το ερώτημα είναι πότε.