Ο Κ. Συνοδινός, βοηθός του Κούγια, ξεκίνησε την αγόρευσή του λέγοντας ότι η παρουσία της υπεράσπισης Κανά στη δίκη δεν είναι μόνο για να βοηθήσει τον Κανά να διεκδικήσει την ελευθερία του, αλλά και για να διώξει από πάνω του το στίγμα του τρομοκράτη, που αβασάνιστα του πρόσαψαν.
Ο συνήγορος αναφέρθηκε κυρίως στην Κυριακίδου και στη συνεργασία της με τους Αμοιρίδη, Πουλλακίδα και Βεντούρη, για να κατασκευαστεί το κατηγορητήριο σε βάρος του Κανά. Αναφέρθηκε επίσης στους άλλους μάρτυρες (Τόγκα, Πομώνη, Σιώζου) και στον τρόπο με τον οποίο η Αντιτρομοκρατική τους ενέταξε στο σχεδιασμό της.
Μετά το τέλος της αγόρευσης Συνοδινού, ο Κ. Αγαπίου ζήτησε το λόγο και αναφέρθηκε σε δημοσίευμα του Ιού της «Ελευθεροτυπίας» που αναφερόταν στις ανατροπές του κατηγορητήριου υπέρ των κατηγορούμενων από τις καταθέσεις μαρτύρων που κλήθηκαν και κατέθεσαν για πρώτη φορά σ’ αυτό το δικαστήριο και στην αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο στήθηκε αυτή η υπόθεση.
Επόμενη στη σειρά των αγορεύσεων η Αλέκα Ζορμπαλά, συνήγορος υπεράσπισης του Μιχάλη Κασίμη. Δεν είχε, βέβαια, να πει τίποτα επί της ουσίας για τον εντολέα της, μετά και την εισαγγελική αθωωτική πρόταση. Ετσι, περιορίστηκε σε μια συνοπτική γενική τοποθέτηση.
Ξεκαθάρισε καταρχάς ότι αυτή η δίκη, συνέχεια της προηγούμενης, δεν ταυτίζεται με τις κοινές ποινικές δίκες. Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην περιπέτεια της οικογένειας Κασίμη, μετά τη δολοφονία του Χρήστου Κασίμη. Περιπέτεια που κορυφώθηκε με την οργουελικής έμπνευσης εμπλοκή του Μ. Κασίμη σ’ αυτή την υπόθεση.
Η δίκη αυτή –τόνισε η Α. Ζορμπαλά- είναι πολιτική, γιατί συνδέεται ευθέως με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», που έχει επιλεγεί ως ο νέος μπαμπούλας, μετά τον κομμουνισμό. Ειδική νομοθεσία, ειδικά δικαστήρια, ειδικές συνθήκες κράτησης οδηγούν στην ενίσχυση της ασφάλειας έναντι της ελευθερίας, στην ενδυνάμωση της κρατικής καταστολής. Σ’ αυτό το πλαίσιο καθίσταται δυσχερής η θέση του κατηγορούμενου και του υπερασπιστή του, καθώς κυριαρχεί ένα άτυπο τεκμήριο ενοχής. Κάτω από την πίεση του ξένου παράγοντα και του προολυμπιακού κλίματος, οι υποθέσεις των οργανώσεων ένοπλης βίας έπρεπε να εκκαθαριστούν με οποιονδήποτε τρόπο, με οποιοδήποτε τίμημα. Σ’ αυτό το κλίμα ενεπλάκη και ο Μ. Κασίμης, ταλαιπωρούμενος ήδη για περισσότερο από δυόμισι χρόνια.
Η συνήγορος αναφέρθηκε στο τυχαίο γεγονός της έκρηξης στα χέρια του Σάββα Ξηρού και στην απάνθρωπη και παράνομη ανάκριση ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου στην Εντατική του Ευαγγελισμού.
Για την υπόθεση ΕΛΑ, μιας οργάνωσης που στη δράση της χρησιμοποίησε και την ένοπλη βία, στοιχεία δεν υπήρχαν. Επειδή όμως έπρεπε να επιδειχτεί αντιτρομοκρατικό έργο, εφευρέθηκε μια νομικά και λογικά απαράδεκτη κατασκευή, αυτή του ενιαίου όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων πλην 17Ν. Ετσι, ξεκίνησε το κυνήγι μαγισσών, που οδήγησε και στον Μ. Κασίμη ο οποίος ήταν όχι ο συνήθης ύποπτος αλλά ο ιδεώδης ύποπτος, λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον Χρ. Κασίμη.
Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι κάποιος κάπου είδε ένα αυτοκίνητο που έμοιαζε με το δικό του και με το ότι ο ίδιος, καίτοι υψηλόβαθμο στέλεχος της Διοίκησης, ήταν αριστερός, τον οδήγησε στο εδώλιο με μια σωρεία κατηγοριών. Και διαρκούσης της πρώτης δίκης εκδόθηκε ένα βούλευμα με τους ίδιους κατηγορούμενους και την προσθήκη του Γ. Σερίφη. Πίσω και απ’ αυτή τη δίωξη, που αγνόησε την παραγραφή των συγκεκριμένων αδικημάτων, κρυβόταν η πολιτική σκοπιμότητα, να θεωρηθούν ληγμένες όλες οι υποθέσεις με την παραπομπή τους στο ακροατήριο.
Το δικαστικό συμβούλιο, για να ξεπεράσει τα ανυπέρβλητα δικονομικά εμπόδια, προχώρησε σε μια νέα κατασκευή, συνενώνοντας τις άσχετες μεταξύ τους υποθέσεις του Γ. Σερίφη και των υπόλοιπων πέντε. Εκείνο που έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί ήταν η παραπομπή σε Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, που θεωρείται casus belli για τους διωκτικούς μηχανισμούς. Δεν δίστασαν να παραπέμψουν τον Γ. Σερίφη, όπως δεν δίστασαν να τον χρησιμοποιήσουν για να μην παραπεμφθούν οι πέντε σε ΜΟΔ, όπου η αθώωσή τους ήταν σφόδρα πιθανή.
Μετά από αυτή την πολιτικά φορτισμένη εισαγωγή, η Α. Ζορμπαλά πέρασε στην εξέταση των κατηγοριών, αναφερόμενη αρχικά στο θέμα της παραγραφής. Θέμα που ο Μ. Κασίμης είχε θέσει ήδη από την προδικασία με το απολογητικό του υπόμνημα στον ειδικό εφέτη ανακριτή. Από κει και πέρα, η ενοχή των τεσσάρων κατηγορούμενων βασίστηκε σε μια νομικά απαράδεκτη συνεπαγωγή. Κρίθηκε ότι αφού υπήρξαν μέλη του ΕΛΑ ευθύνονται ως απλοί συνεργοί για όλες τις πράξεις, λόγω ψυχικής συνδρομής. Ετσι, καταργήθηκε η αρχή της εξατομίκευσης της πράξης και εισήχθη έμμεσα στη νομολογία η αρχή της συλλογικής ευθύνης.
Αν για τον Μ. Κασίμη η απόφαση ήταν εξ αντικειμένου προδιαγεγραμμένη, λόγω ουσιαστικού δεδικασμένου από την αθώωσή του στην προηγούμενη δίκη, μήπως για τον ίδια λόγο ήταν αντικειμενικά προδιαγεγραμμένη και για τους υπόλοιπους τέσσερις κατηγορούμενους; Η Α. Ζορμπαλά αναφέρθηκε στην προδικαστική απόφαση του δικαστήριου, που θεώρησε τη συμμετοχή ως περίσταση του αδικήματος της έκρηξης. Ομως, το αδίκημα της συμμετοχής είναι αυτοτελές αδίκημα και δεν μπορεί να θεωρείται ως περίσταση σε ένα άλλο αδίκημα.
Η θέσπιση του ν. 2928/2001, του αποκαλούμενου τρομονόμου, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού και συνάντησε λαϊκές αντιδράσεις και αντιδράσεις του νομικού και επιστημονικού κόσμου. Ψηφίστηκε μόνο από 12 βουλευτές, εκ των οποίων μόνο ένας, ο εισηγητής, του κεβερνώντος κόμματος.
Η συνήγορος θύμισε τα ονόματα των καθηγητών και νομικών που αποχώρησαν από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, επειδή δεν θέλησαν να συνδέσουν το όνομά τους με μια συνταγματική εκτροπή, με μια έκτακτη νομοθεσία. Αναφέρθηκε επίσης στον καθηγητή Κ. Μπέη, που χαρακτήρισε το νόμο ως δείγμα υποτέλειας και κάλεσε σε μη εφαρμογή του.
Πέρα απ’ αυτά, η συγκεκριμένη διάταξη, σημαντική εξ ορισμού, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως περίσταση ενός άλλου αδικήματος. Για τους λόγους αυτούς, η υπεράσπιση Κασίμη δεν συμμετείχε σε καμιά φάση της διαδικασίας που σχετιζόταν με το αδίκημα της συμμετοχής.
Αναφερόμενη στον Χρ. Τσιγαρίδα, η Α. Ζορμπαλά είπε πως δεν γνωρίζει τα κίνητρά του και γι’ αυτό δεν μπορεί να τα κρίνει. Είδε, όμως, και αξιολόγησε τη στάση του, την οποία χαρακτήρισε απόλυτα εναρμονισμένη με τις παραδόσεις του κομμουνιστικού κινήματος, με το ήθος εκείνων των αγωνιστών που όταν έσφιγγε ο κλοιός αναλάμβαναν με τιμή και αξιοπρέπεια, σαν παλικάρια –όπως είπε ο μάρτυρας Φοίβος Ιωαννίδης- την πολιτική ευθύνη της δράσης τους.
Αντίθετα, προκαλεί ανατριχίλα και θέτει μπροστά σε κάθε λειτουργό της Δικαιοσύνης το ερώτημα «τι είδους δικαιοσύνη θέλουμε;», η παρουσία μαρτύρων σαν κι αυτούς που εμφανίστηκαν στο δικαστήριο, αναγνωρίζοντας ανθρώπους που είχαν δει για ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν από 20 χρόνια. Θύμα τέτοιων μαρτύρων είναι ο Κ. Αγαπίου, που πληρώνει το αντιστασιακό του παρελθόν και το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του και η Ειρ. Αθανασάκη, που πληρώνει την αξιοπρέπειά της.
«Γυναίκα δηλητήριο» χαρακτήρισε η συνήγορος την Σ. Κυριακίδου, που απεμπόλησε ακόμα και την ιδιότητα της γυναίκας, καταδικάζοντας όχι μόνο τον τέως σύζυγό της, αλλά και τον εαυτό της και το παιδί της. Δικαιολογώντας την άποψη που εξέφερε και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς των εισαγγελέων, η συνήγορος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κυριακίδου δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι μέλος του ΕΛΑ. Οχι μόνο γιατί το είπε ο Τσιγαρίδας αλλά γιατί δεν διαθέτει το ελάχιστο που θα μπορούσε να την εντάξει ευρύτερα στο χώρο της Αριστεράς. Αλλωστε, αυτά που περιγράφει αναφέρονται μόνο στους κατηγορούμενους και σε νεκρούς, τον Χρ. Κασίμη και τον Χρ. Τσουτσουβή.
Αφού αναφέρθηκε και στα άλλα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, αποτυπώματα κ.λπ.), έκλεισε με το τυπικό (εκ των πραγμάτων) αίτημα της αθώωσης του Μ. Κασίμη.