Οι φτωχοί αγρότες -καπνοπαραγωγοί, τευτλοπαραγωγοί, σταροπαραγωγοί- βιώνουν στο πετσί τους τις συνέπειες της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), που άρχισε να εφαρμόζεται από το 2006. Η νέα ΚΑΠ ψηφίστηκε σε δύο δόσεις, με κοινή βάση. Στην πρώτη δόση (Ιούλης 2003) υπουργός Γεωργίας ήταν ο Γ. Δρυς του ΠΑΣΟΚ, ενώ στη δεύτερη δόση (Απρίλης 2004) υπουργός Γεωργίας ήταν ο Σ. Τσιτουρίδης. Τσιτουρίδης και Μπασιάκος (υφυπουργός τότε) πανηγύριζαν για την «επιτυχημένη διαπραγμάτευσή τους» στη συμφωνία για τα τρία μεσογειακά προϊόντα (καπνό, ελαιόλαδο, βαμβάκι).
Τώρα, με την κατακόρυφη πτώση τόσο της καλλιεργούμενης έκτασης όσο και της παραγωγής καπνού, ο λαλίστατος Ε. Μπασιάκος έχει καταπιεί τη γλώσσα του και ψάχνει να βρει άλλους τομείς για να πανηγυρίσει για την πολιτική του. Εδώ και κάποιο διάστημα, συχνά-πυκνά με ανακοινώσεις του πανηγυρίζει για τις μεγάλες αυξήσεις στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, τις οποίες συνδέει με την πολιτική της κυβέρνησής του. Οπως όμως θα δούμε, είχαμε ταυτόχρονα μεγάλες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, που χειροτέρευσαν το ήδη ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και εφοδίων. Θα δούμε ακόμα, ότι σε μερικά προϊόντα, όπως τα λιπάσματα, η αύξηση ήταν συγκυριακή και δεν είχε καμιά σχέση με την πολιτική που ασκήθηκε στο συγκεκριμένο τομέα.
Με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) για το ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων φτιάξαμε τους τρεις πίνακες που δημοσιεύουμε. Δεν νομίζουμε ότι μας διέφυγε κάποιο σημαντικό αγροτικό προϊόν, το οποίο θα άλλαζε σημαντικά το ισοζύγιο.
Από τον Πίνακα 3 διαπιστώνουμε, (συνυπολογίζοντας και τα αποτελέσματα συγκυριών), ότι το εμπορικό έλλειμμα μέσα σε τρία χρόνια αυξήθηκε κατά 724,23 εκατ. ευρώ (από 1367,73 έφτασε στα 2091,93 εκατ. ευρώ).
Στο εμπόριο φρούτων και λαχανικών, που αποτελούν το βαρύ πυροβολικό της Ελλάδας, αυξήθηκαν και οι εξαγωγές και το εμπορικό πλεόνασμα. Το 2003 οι εξαγωγές και οι εισαγωγές ανήλθαν αντίστοιχα σε 919,67 και 587,82 εκατ. ευρώ, δημιουργώντας πλεόνασμα 331,85 εκατ. ευρώ. Το 2006 οι εξαγωγές ήταν 1198,19 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 278,52 εκατ. ευρώ) και οι εισαγωγές 648,96 εκατ. ευρώ. Ετσι, το πλεόνασμα αυξήθηκε κατά 217,38 εκατ. ευρώ και ανήλθε σε 549,23 εκατ. ευρώ. Μπορούμε να μιλήσουμε για επιτυχημένη πολιτική, στηριζόμενοι μόνο σ’ αυτό το στοιχείο; Θα μπορούσαμε να το κάνουμε, σν για παράδειγμα η «νέα διακυβέρνηση», στηριζόμενη στη λεγόμενη ποιοτική γεωργία, διεύρυνε τον κύκλο των χωρών εξαγωγής και αύξανε τις ποσότητες των εξαγώγιμων φρούτων και λαχανικών προς τις νέες χώρες. Τίποτα τέτοιο, όμως, δεν συνέβη. Το 2003, τρεις χώρες της ΕΕ (Γερμανία, Βρετανία και Ιταλία) εισήγαγαν ελληνικά φρούτα και λαχανικά αξίας 399,48 εκατ. ευρώ, ενώ το 2006 οι εισαγωγές τους ήταν αξίας 502,83 εκατ. ευρώ. Οι αυξήσεις στις εξαγωγές φρούτων και λαχανικών, λοιπόν, δε μπορούν να συνδεθούν με την πολιτική της «νέας διακυβέρνησης» και μάλιστα σε αντιδιαστολή με την πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.
Ας δούμε τα τρία μεσογειακά προϊόντα, ξεκινώντας από τον καπνό (κατεργασμένο και ακατέργαστο). Σύμφωνα με τον Πίνακα 2, το 2004 οι εξαγωγές καπνού, κατεργασμένου (σ’ αυτόν συμπεριλαμβάνονται τα τσιγάρα) και ακατέργαστου, έκαναν κοιλιά, το 2005 ανήλθαν στα επίπεδα του 2003 και ξανάπεσαν το 2006 κάτω από τα επίπεδα του 2003 και του 2005. Από τον Πίνακα 1 διαπιστώνουμε, ότι οι εισαγωγές την περίοδο 2003-2006 αυξάνονται, αργά μεν αλλά σταθερά, από 278,95 σε 310,42 εκατ. ευρώ. Ο Ε. Μπασιάκος και η κυβέρνησή του παρέλαβαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θετικό εμπορικό ισοζύγιο στον καπνό, ύψους 146,71 εκατ. ευρώ, και το κατέβασαν στα 62,68 εκατ. ευρώ! Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα κατορθώματα του υπουργού Γεωργίας. Από το 2007 θα εμφανιστεί εμπορικό έλλειμμα -και μάλιστα μεγάλο- και στον καπνό, δεδομένου ότι η παραγωγή ακατέργαστου καπνού έπεσε κατακόρυφα την καλλιεργητική περίοδο 2006-2007, συνεπεία της νέας ΚΑΠ με την οποία επιβλήθηκε η αποδέσμευση της επιδότησης από την παραγωγή. Θυμίζουμε, λοιπόν, στον Ε. Μπασιάκο, που τον Απρίλη του 2004 πανηγύριζε για την «επιτυχημένη διαπραγμάτευση» για καπνό, λάδι και βαμβάκι, την ερώτησή μας, αν και το φθινόπωρο του 2006 θα είναι στο υπουργείο Γεωργίας για να τον ρωτήσουμε για την μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης και την πτώση της παραγωγής καπνού. Τότε μας απάντησε «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε». Στο υπουργείο παρέμεινε και μάλιστα αναβαθμισμένος, ελέω κουμπαριάς. Μήπως μπορεί να μας πει και κάτι για την καπνοκαλλιέργεια;
Για το βαμβάκι δεν έχουμε να πούμε και πολλά, γιατί οι εξαγωγές της περιόδου 2003-2006 δεν βοηθούν τον Ε. Μπασιάκο και τους συμβούλους του να πανηγυρίζουν. Το 2003 η αξία του εξαχθέντος βαμβακιού ήταν 346,81 εκατ. ευρώ και το 2006 έπεσε στα 329,42 εκατ. ευρώ, ενώ τα δύο προηγούμενα χρόνια (2004 και 2005) είχε πέσει κι άλλο. Αυτές οι πτώσεις οφείλονταν βασικά στον καταστροφικό κανονισμό, που έβαζε πλαφόν στην παραγωγή σύσπορου βαμβακιού, και στη γενικότερη πολιτική της αμερικάνικης κυβέρνησης να σπάει τις διεθνείς τιμές του εκκοκκισμένου βαμβακιού και να ενισχύει τους μεγάλους αμερικάνους φάρμερ με δισ. δολάρια το χρόνο. Το 2006, πρώτη χρονιά της νέας ΚΑΠ, δεν μειώθηκαν μεν τα καλλιεργηθέντα στρέμματα, αλλά είχαμε μείωση στη συγκομισθείσα ποσότητα σύσπορου βαμβακιού (περίπου 250 χιλιάδες τόνους). Μείωση που θα φανεί και στις εξαγωγές του προϊόντος. Αργά ή γρήγορα, λόγω της νέας ΚΑΠ, θα παρατηρηθεί μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης, οπότε οι επιπτώσεις στο εμορικό ισοζύγιο του βαμβακιού θα είναι μεγάλες.
Στο ελαιόλαδο οι χρονιές 2005 και 2006 ήταν πολύ καλύτερες σε σχέση με το 2003. Από τα στοιχεία της ΕΣΥΕ διαπιστώνουμε ότι Ιταλία και Ισπανία ήταν από τις χώρες που πάντα εισήγαγαν τις μεγαλύτερες ποσότητες ελαιολάδου. Ακόμη, πρέπει να θυμίσουμε, ότι εκτός των άλλων παραγόντων, που είναι κοινοί και επηρεάζουν όλα τα αγροτικά προϊόντα, η παραγωγή ελαιολάδου αυξομειώνεται από χρόνο σε χρόνο. Γι’ αυτό και δε μπορεί το υπουργείο Γεωργίας να πανηγυρίζει για τις αυξημένες εξαγωγές ελαιολάδου το 2005 και το 2006. Από την άλλη, συνυπολογίζουν τις αυξημένες εξαγωγές του 2005 και του 2006 στις συνολικές εξαγωγές, προκειμένου να εμφανίσουν μεγάλες συνολικές αυξήσεις την περίοδο 2005-2006.
Στο εμπόριο ψαριών εκτός από τα θαλασσινά υπάγονται τα ψάρια των υδατοκαλλιεργειών (η Ελλάδα παράγει και εξάγει στην ΕΕ τις μεγαλύτερες ποσότητες σε λαβράκι και τσιπούρα). Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία εισήγαγαν την περίοδο 2003-2006 το 65-70% περίπου των ψαριών από ιχθυοκαλλιέργειες. Το εμπορικό ισοζύγιο το 2003 ήταν ελλειμματικό κατά 28 εκατ. ευρώ και από το 2004 άρχισε να γίνεται θετικό (3,78 εκατ. ευρώ το 2004 – 10,66 το 2005 – 28,10 το 2006).
Η εξαγωγή λιπασμάτων, που το 2006 παρουσίασε σε σχέση με το 2005 θεαματική αύξηση ύψους 216,59 εκατ. ευρώ, άντε να παρουσιαστεί και το 2007, στο βαθμό που η Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων έχει ακόμα στοκ στις αποθήκες της. Η άποψή μας για θεαματική άνοδο ενισχύεται και από το ότι η Ρωσία, ενώ το 2005 εισήγαγε από την Ελλάδα λιπάσματα αξίας 1 εκατ. ευρώ, το 2006 εισήγαγε λιπάσματα αξίας 123,27 εκατ. ευρώ! Ηταν το μοναδικό προϊόν στο οποίο ήταν τόσο μεγάλη η αξία των εξαγωγών προς τη Ρωσία. Φυσικά, αυτό δεν έγινε για να εμφανίσει ο Ε. Μπασιάκος αυξημένες τις εξαγωγές του 2006, αλλά για να βοηθήσει την Εμπορική Τράπεζα και το γαλλικό τραπεζικό κεφάλαιο. Ο Μπασιάκος απλά το εκμεταλλεύτηκε.
Αφήσαμε για το τέλος το ισοζύγιο ζώντων ζώων, κατεψυγμένων και νωπών κρεάτων, γαλακτοκομικών προϊόντων και δημητριακών και παρασκευασμάτων από δημητριακά. Οι εισαγωγές ζώντων ζώων το 2003 ήταν αξίας 80,11 και το 2006 86,86 εκατ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι το 2005 και το 2006 μειώθηκαν οι εισαγωγές αιγοπροβάτων από τη Ρουμανία, λόγω της αποκάλυψης του σκανδάλου των ελληνοποιήσεων. Αν αφαιρέσουμε τις εξαγωγές, το εμπορικό έλλειμμα στα ζώντα ζώα αυξήθηκε το 2006 κατά 5,5 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τους Πίνακες 1 και 2, το εμπορικό έλλειμμα των κρεάτων και των παρασκευασμάτων από κρέας το 2003 ανήρχετο σε 788 και το 2006 σε 1085,64 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 297,64 εκατ. ευρώ! Κατά τα άλλα, η δυάδα της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Γεωργίας πανηγυρίζει χωρίς ντροπή στα κανάλια και στα δελτία Τύπου για «επιτυχημένη πολιτική στη βιολογική και συμβατική κτηνοτροφία».
Ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο γαλακτοκομικών και αυγών πουλιών παρέλαβε η κυβέρνηση της ΝΔ, ελλειμματικό το διατηρεί και μάλιστα στα ίδια επίπεδα. Δηλαδή, δεν παρουσίασε καμία ουσιαστική βελτίωση. Συγκεκριμένα, το 2003 το έλλειμμα ήταν 457,37 εκατ. ευρώ, ενώ το 2006 ήταν 452,24 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, μέσα σε τρία χρόνια το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε μόνο κατά 5,13 εκατ. ευρώ.
Το εμπορικό έλλειμμα των δημητριακών το 2003 και το 2005 ήταν αντίστοιχα 275,19 και 278,85 εκατ. ευρώ. Αυξήθηκε δηλαδή κατά 3,6 εκατ. ευρώ. Το εμπορικό έλλειμμα της ζάχαρης και των παρασκευασμάτων της ήταν το 2003 33,38 και το 2005 50,82 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, την τριετία 2004-2006 αυξήθηκε κατά 17,44 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΣΥΕ είχαμε μείωση στις καλλιεργούμενες εκτάσεις και στην παραγωγή δημητριακών και ζαχαρότευτλων. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, που θα πάει το 2007 (και τα επόμενα χρόνια) το εμπορικό έλλειμμα των δημητριακών και της ζάχαρης των κουμπάρων.
Δεν χωράει αμφιβολία, ύστερα απ’ όσα εκθέσαμε, ότι όσο περνάει ο καιρός θα γίνονται πιο έντονες οι επιπτώσεις της νέας ΚΑΠ και στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων. Ωφελημένοι απ’ αυτή την εξέλιξη δεν θα είναι, βέβαια, οι φτωχοί αγρότες, που κατά δεκάδες χιλιάδες το χρόνο εγκαταλείπουν την αγροτική παραγωγή, ούτε οι εργάτες και εργαζόμενοι των πόλεων, που θα συνεχίσουν να αγοράζουν τα είδη πλατιάς κατανάλωσης πιο ακριβά, παρά τη μαζική και φτηνή εισαγωγή τους από τρίτες χώρες. Καλά θα κάνει, λοιπόν, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας να μη πολυμιλά για την αύξηση των εξαγωγών και να τη συνδέει μάλιστα με την αγροτική πολιτική της. Ο εργαζόμενος κόσμος, εργάτες, αγρότες και μισθοσυντήρητοι των πόλεων, ξύπνησε και δεν τρώει κουτόχορτο.
Γεράσιμος Λιόντος