Το πολιτικό-τηλεοπτικό σόου που παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες, από τότε που άρχισαν οι απεργίες για το Ασφαλιστικό στη ΔΕΗ και στους ΟΤΑ, δεν είναι βέβαια καινοφανές. Το έχουμε ξαναδεί. Το βλέπουμε κάθε φορά που γίνεται απεργία με πολιτικά χαρακτηριστικά, δηλαδή απεργία που στρέφεται κατά της κυβέρνησης και πλήττει αυτά που ονομάζονται «δημόσια αγαθά». Οι απεργοί των δύο κλάδων υποδεικνύονταν ως «εχθροί του λαού», ως «ανάλγητοι συνδικαλιστές» που «αδιαφορούν για την ταλαιπωρία των συμπολιτών τους».
Ο ίδιος ο όρος «συμπολίτες» μάς εισάγει κατευθείαν στο κοινωνιολογικό-φιλοσοφικό υπόβαθρο αυτής της εκστρατείας. Στην έννοια του «πολίτη» συμπυκνώνεται ο ταξικός διχασμός του εργαζόμενου. Εργαζόμενος-παραγωγός από τη μια, καταναλωτής προϊόντων και υπηρεσιών από την άλλη. Μετά απ’ αυτό το διχασμό οι τάξεις εξαφανίζονται και στη θέση τους υπάρχουν άτομα. Ατομα αγοραία. Μαζί με τις τάξεις εξαφανίζεται και η κοινότητα των συμφερόντων ανάμεσα στους εργαζόμενους, καθώς και η έννοια της αλληλεγγύης που συντρόφευε πάντοτε το εργατικό κίνημα, από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στο ιστορικό προσκήνιο ως κίνημα μιας «τάξης καθεαυτής».
Η αυτοαναγνώριση της εργατικής τάξης, η οποία πόρω απέχει από τη συνειδητοποίηση της ιστορικής της αποστολής («τάξη για τον εαυτό της») περιείχε ως βασικά συστατικά της το «συμπάσχω» και το «συμπαρίσταμαι». Ακόμα και όταν το πρόβλημα δεν είναι δικό μου, συμπάσχω και συμπαρίσταμαι στο συνάδελφο. Πόσο μάλλον όταν το πρόβλημα είναι και δικό μου, όπως συμβαίνει με το Ασφαλιστικό.
Η αγοραία αντίληψη, η οποία κυριαρχεί στην αστική κοινωνιολογία και πολιτική την τελευταία εικοσαετία, θέλει τον εργαζόμενο πρωτίστως πολίτη-καταναλωτή. Ως τέτοιος οφείλει να ενδιαφέρεται μόνο για το αν έχει συγκοινωνίες για να μετακινείται, ηλεκτρικό για να καταναλώνει, καθαρούς από σκουπίδια δρόμους. Ανεξάρτητα από την αιτία που προκαλεί δυσλειτουργίες στην κατανάλωση κάποιων απ’ αυτές τις υπηρεσίες. Ο συνάδελφός του μπορεί να έχει δίκιο όταν απεργεί, αλλά κι αυτός έχει δίκιο ως καταναλωτής και απαιτεί να μη διαταράσσονται οι καταναλωτικές του συνήθειες.
Αυτή είναι η βάση του «κοινωνικού αυτοματισμού», όπως η ελληνική σοσιαλδημοκρατία πολιτογράφησε τον ταξικό εμφύλιο, δηλαδή την κινητοποίηση εργαζόμενων-καταναλωτών ενάντια σε εργαζόμενους-απεργούς. Μπορεί αυτή τη φορά να μην είχαμε «κοινωνικό αυτοματισμό», όμως τα κανάλια εύρισκαν ανθρώπινο υλικό για να επενδύσουν τις γκεμπελικού τύπου εκπομπές τους: εργαζόμενους που ως πολίτες εξέφραζαν την… κατανόησή τους για τα αιτήματα των απεργών, αλλά ταυτόχρονα απαιτούσαν να μην έχουν κανένα πρόβλημα ως καταναλωτές!
Αν αυτός ο διχασμός παγιωθεί, αν βαθύνει περισσότερο η εξατομίκευση αντικαθιστώντας το συλλογικό, η αστική τάξη θα έχει καταγάγει στρατηγικής σημασίας νίκη επί της εργατικής τάξης. Γιατί θα έχει αποσαθρώσει τον πυρήνα της ταξικής αυτοαναγνώρισης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι σ’ αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει τα μέγιστα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία του «κοινωνικού εταιρισμού», που προωθεί το συντεχνιασμό, που οδηγεί τους εργαζόμενους σε απολογητική θέση (λες και η απεργία είναι έγκλημα και πρέπει να εκδηλώνεται με τις μικρότερες δυνατές συνέπειες), που με διάφορους αντιδραστικούς τακτικισμούς προωθεί από τη μια τη μικρότερη αντίσταση και τη συνείδηση της αναποτελεσματικότητας των κοινωνικών αγώνων και από την άλλη την ταξική διαίρεση.
Είναι απαραίτητη, λοιπόν, και η ιδεολογική πάλη για να επιστρέψουμε εκεί που βρισκόταν το εργατικό κίνημα ενάμιση αιώνα πριν.
Π.Γ.