Τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων έγιναν αφορμή για να δώσει η Διαμαντοπούλου το περίγραμμα των αλλαγών που σχεδιάζονται για το Λύκειο, τον τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και ΤΕΙ, την τριτοβάθμια εκπαίδευση και τον λεγόμενο «χωροταξικό σχεδιασμό» της.
Συγκεκριμένα ανακοίνωσε:
– «Πάμε στην αλλαγή του Λυκείου με 4 μαθήματα, με εργασίες, όχι απλά με εξετάσεις, με συνολικές δραστηριότητες των παιδιών, με μαθήματα επιλογής. Αυτό συνδέεται με την αλλαγή στα Πανεπιστήμια. Το παιδί θα μπαίνει σε σχολή και όχι σε τμήμα και θα μπορεί να κινηθεί και να κάνει και άλλες επιλογές. Το πώς πάει από το Λύκειο στο Πανεπιστήμιο, θα συνδέεται με το συνολικό του βαθμό, όχι μόνο από μια εξέταση. Το Πανεπιστήμιο θα ορίζει ποια μαθήματα θέλει η συγκεκριμένη σχολή και τι συντελεστή βάζει σε κάθε μάθημα.
Η αλλαγή θα αφορά τα παιδιά που θα πάνε του χρόνου Α’ Λυκείου. Στόχος είναι η αλλαγή να γίνει ομαλά την επόμενη χρονιά».
Το «νέο» Λύκειο υποτάσσεται στις «νέες ανάγκες», που διαμορφώνουν το κεφάλαιο και η αγορά εργασίας. Απογυμνώνεται από κάθε εναπομείναν ψήγμα γνώσης και προσανατολίζεται σταθερά στην αποκλειστική κατάκτηση δεξιοτήτων, εκπαιδεύοντας και διαπαιδαγωγώντας τον άνθρωπο της μερικής δεξιότητας, που ως αυριανός εργαζόμενος θα πληροί τις προϋποθέσεις του ευέλικτου, φθηνού, ανταγωνιστικού απασχολήσιμου. Η έμφαση στα μαθήματα επιλογής με ταυτόχρονο περιορισμό των υποχρεωτικών μαθημάτων συντηρεί και ενισχύει τη διάσπαση του ενιαίου χαρακτήρα του Λυκείου (ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει από αυτόν) και τον κατακερματισμό του, βάζοντας ένα επιπλέον λιθαράκι στον ταξικό διαχωρισμό των μαθητών. Προωθείται κοντολογίς η διαφοροποίηση των μαθητών, η οποία, προφανώς, έχει να κάνει με την ταξική τους προέλευση, που καθορίζει αποφασιστικά τα «ενδιαφέροντα» και τις «προτιμήσεις» τους. Η επιλογή των μαθημάτων θα συνδέεται και με την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι σαφές ότι το Λύκειο δεν αποδεσμεύεται από την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο και παραμένει υποταγμένο σε αυτή, συντηρώντας την παραπαιδεία. Απλά, επιλέγεται ένα νέο μοντέλο, όπου η αξιολόγηση των μαθητών είναι συστηματική και σε καθημερινή βάση, αφού δεν στηρίζεται μόνο στις εξετάσεις, αλλά και σε εργασίες και «στο συνολικό έργο και τη συνολική προσπάθεια» των μαθητών, σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις της Διαμαντοπούλου. Επιλέγεται, δηλαδή, ένας τρόπος συνολικού φακελώματος των μαθητών, αφού θα αξιολογείται ακόμη και «η συμμετοχή σε κοινωνικές και περιβαλλοντικές εκδηλώσεις» (ερώτημα αφελούς: πώς θα αξιολογείται π.χ. ένας μαθητής που συμμετέχει δραστήρια στο κίνημα, τις μαθητικές καταλήψεις, κ.λπ.;). Ο ορισμός από τα Πανεπιστήμια των μαθημάτων στα οποία θα εξετάζονται οι μαθητές για την εισαγωγή τους σε αυτά, καθώς και των συντελεστών πρόσβασης σε καθένα από αυτά τα μαθήματα, προδιαγράφουν εξετάσεις εισαγωγής πολλών ταχυτήτων, που θα βάζουν εξαρχής και καθαρά τους ταξικούς φραγμούς, θα αποδίδουν την ευθύνη επιτυχίας-αποτυχίας αποκλειστικά στον υποψήφιο και τις επιλογές του και όχι στο ίδιο το εξεταστικό σύστημα, ενώ σηματοδοτούν σαφώς και λιγότερες επιλογές σε σχολές. Η εισαγωγή σε Σχολή και όχι σε Τμήμα, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση του ευρωπαϊκού συστήματος ECTS με βάση τις διδακτικές μονάδες, μετατρέπει τις πανεπιστημιακές σπουδές σε «σούπα», και οδηγεί σε διάφορα «πτυχία», που καθορίζονται από τις ατομικές διαδρομές των φοιτητών, με βάση τις επιλογές τους στη συλλογή διδακτικών μονάδων.
– «Υπάρχει ένας αριθμός ΤΕΙ – και εδώ θα πρέπει να γίνουν άμεσες παρεμβάσεις- που δεν είναι ελκυστικά, δεν είχαν προτιμήσεις . Διαμορφώνεται – όπως γίνεται σε άλλες χώρες – ένα καθεστώς ελεύθερης πρόσβασης, δηλαδή ο υποψήφιος να μπορεί με το απολυτήριο Λυκείου να πάει στις σχολές χωρίς να χρειάζεται να περάσει από τη διαδικασία αριστείας των εξετάσεων. Οι εξετάσεις είναι ένας διαγωνισμός.
Δεν υπάρχει στην κυβέρνηση καμία σκέψη επαναφοράς της βάσης του 10, καθώς το μέτρο είναι αποσπασματικό και δεν οδήγησε σε αναβάθμιση της Παιδείας. Χιλιάδες θέσεις έμεναν κενές, ενώ μέχρι πρόσφατα άνοιγαν νέα τμήματα σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ».
Η υπουργός Παιδείας ψεύδεται ασύστολα, όταν ταυτίζει την ελεύθερη πρόσβαση (που τάχαμου επικρατεί ως τάση στις ευρωπαϊκές χώρες) με την καρικατούρα που επιδιώκει να στήσει το υπουργείο Παιδείας με τις σχολές και τα τμήματα των ΤΕΙ που έμειναν στα αζήτητα. Η εξαγγελία της ταυτίζεται με παλαιότερη πρόταση του Πανάρετου, για την οποία, μάλιστα, σφάχτηκαν στο υπουργείο Παιδείας, χρεώνοντας τον υφυπουργό «με προσωπικές απόψεις». Το πουλέν, όμως, του Γ. Παπανδρέου, που τότε θύμιζε ότι η πρότασή του πρωτοδιατυπώθηκε από τον ίδιο τον ΓΑΠ το 1995, στο πλαίσιο των συζητήσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος, επέβαλε τις απόψεις του. Σύμφωνα με αυτές (στις οποίες καταστάλαξε μετά την επίσκεψή του στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ), τα «αζήτητα» ΤΕΙ μπορούν κάλλιστα να μετατραπούν σε «τοπικά κολέγια», κατά το αμερικανικό πρότυπο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι: η εισαγωγή στα τοπικά κολέγια γίνεται ε-λεύθερα, οι σπουδές σε αυτά είναι από ένα εξάμηνο μέχρι τρία χρόνια, παρέχουν τίτλο σπουδών, όσοι θέλουν να μεταπηδήσουν στα Πανεπιστήμια πρέπει να συμπληρώσουν διετή κύκλο σπουδών, οι σπουδαστές καταβάλλουν δίδακτρα, οι διδάσκοντες επιλέγονται τοπικά και πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον μάστερ, ενώ για τους διδάσκοντες τεχνικά θέματα δεν απαιτείται πτυχίο, η διαδρομή τοπικό κολέγιο-Πανεπιστήμιο είναι μια από τις χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις της κινητικότητας μεταξύ των βαθμίδων της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ, οι εκπαιδευτικές μονάδες που αποκτήθηκαν στο «τοπικό κολέγιο» μεταφέρονται στο Πανεπιστήμιο και μετρούν στις εκπαιδευτικές μονάδες που απαιτούνται για την απόκτηση του πτυχίου, τα «τοπικά κολέγια» είναι αποκλειστικά εκπαιδευτικές μονάδες και όχι ερευνητικές. Η ουσία αυτής της πρότασης βρίσκεται σε αυτό που ο ίδιος ο υφυπουργός Παιδείας Πανάρετος κρίνει σκόπιμο να υπογραμμίσει, ότι «ένας από τους λόγους που τα κολέγια είναι τόσο σημαντικά, είναι ότι στοιχίζει στην πολιτεία πολύ λιγότερο να πειραματιστεί με ένα νέο τοπικό κολέγιο παρά με ένα πανεπιστήμιο», αφού «η διαφορά μεγέθους στις απαιτούμενες επενδύσεις είναι τεράστια». Βρίσκεται στις εκτιμήσεις του ότι έτσι «θα αποκλιμακωθεί ο “πληθωρισμός” στη ζήτηση πανεπιστημιακών σπουδών» και ότι «καμιά σχέση δεν έχει η πρόταση αυτή με την ελεύθερη πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, γιατί εκεί θα έπρεπε να εισαχ- θούν σε πανεπιστημιακές σχολές που δεν έχουν υποδομές μαζικής ανώτατης εκπαίδευσης». Βρίσκεται στην ομολογία του ότι «η τοπική αυτοδιοίκηση και η κοινωνία θα μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη λειτουργία των τοπικών κολεγίων» και ότι αυτά «εξυπηρετούν» τους σκοπούς της διά βίου μάθησης.
Στο πλαίσιο αυτό, ο υφυπουργός Παιδείας προτείνει τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ να μπορούν να συνεργάζονται με τα κολέγια αυτά ή και να ιδρύουν τέτοια ως παραρτήματα, ενώ τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ που σήμερα έχουν κενές θέσεις θα μπορούσαν να μετατραπούν σε κολέγια, που θα λειτουργούσαν υπό την εποπτεία των αντίστοιχων ιδρυμάτων.
– «Προχωράμε σε θεμελιώδεις και διαρθρωτικές αλλαγές στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ο χωροταξικός σχεδιασμός και η θεματική αναδιάρθρωση είναι αντικείμενο ενός πολύπλοκου σχεδίου. Νέο μοντέλο διοί-κησης, νέα προγράμματα σπουδών, αυτοτέλεια των πανεπιστημίων, διεθνοποίηση των πανεπιστημίων, και την αξιολόγηση προϋπόθεση για την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων.
«Καλλικράτης» στην Παιδεία- με συγχωνεύσεις και αλλαγές αντικειμένου και όχι μόνο σε ΤΕΙ, αλλά και σε Πανεπιστημιακές Σχολές».
Η κυβέρνηση επιθυμεί την αμερικανοποίηση του ελληνικού Πανεπιστήμιου. Αυτή περιλαμβάνει: 1) Αμερικανικής έμπνευσης μοντέλο διοίκησης. Τις πρυτανικές αρχές αντικαθιστά το Συμβούλιο Διοίκησης που θα διαμορφώνει τις «στρατηγικές επιλογές και κατευθύνσεις των Πανεπιστημίων», ενώ οι τωρινές διοικήσεις θα ασχολούνται «αμιγώς με τα ακαδημαϊκά θέματα» τα οποία, βεβαίως δεν παραμένουν αλώβητα, αφού δεν μπορούν να ξεκοπούν από τις στρατηγικές επιλογές και τον προσανατολισμό του Πανεπιστήμιου. Στο Συμβούλιο αυτό θα υπάρχει «επιστημονική και κοινωνική συμμετοχή». Κοντολογίς, τα Πανεπιστήμια παραδίνονται στις επιχειρήσεις, εκπρόσωποι των οποίων θα συμμετέχουν και στις διοικήσεις τους, καθορίζοντας και τον προσανατολισμό τους (προφανώς οι δυνάμεις αυτές θα κατέχουν την πλειοψηφία). 2) Στα Πανεπιστήμια περιέρχεται η πλήρης διαχείριση των οικονομικών, περιλαμβανομένης και της μισθοδοσίας και η χρηματοδότηση από το κράτος γίνεται επί τη βάσει προγραμματικών συμφωνιών. Η ρύθμιση αυτή είναι σίγουρο ότι θα επιφέρει τον οικονομικό θάνατο των δημόσιων Πανεπιστημίων. Το κράτος εξοφλά την υποχρέωσή του με την εξευτελιστική υποχρηματοδότηση, που παραμένει ως έχει, όπως δήλωσε η Διαμαντοπούλου και προτρέπει τα Πανεπιστήμια να κόψουν από κει και πέρα το λαιμό τους και να τα βγάλουν πέρα μόνα τους με τις αυξημένες υποχρεώσεις τους. Η κατάσταση αυτή θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στη μαζική προσφυγή σε κάθε είδους «χορηγούς» και στο σφιχτό εναγκαλισμό με τις επιχειρήσεις. Η «αξιολόγηση», που είναι αναπόσπαστο μέρος των προγραμματικών συμφωνιών, η «κοινωνική λογοδοσία», η «αποτελεσματικότητα» αφορούν τη λογοδοσία προς το κεφάλαιο και τις επιχειρήσεις του, που θα βάζουν τα λεφτά τους στα Ιδρύματα, επιδιώκοντας να μεγιστοποιήσουν την κερδοφορία τους είτε με τα αποτελέσματα της κατευθυνόμενης έρευνας, είτε με την παραγωγή κατάλληλα εκπαιδευμένου και διαπαιδαγωγημένου στελεχικού δυναμικού. Η δε διαχείριση και της μισθοδοσίας του προσωπικού και των διδασκόντων αποκλειστικά από τα ίδια τα Πανεπιστήμια, στο πλαίσιο της οικονομικής ασφυξίας που περιγράψαμε, είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει μαζικά σε προσλήψεις συμβασιούχων, ενώ μπορεί να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου για να αποτελέσουν οι μισθοί αντικείμενο ξεχωριστής διαπραγμάτευσης με κάθε Ιδρυμα. 3) Την καθιέρωση κάρτας για τους φοιτητές, με βάση την οποία θα έχουν πρόσβαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες. Οι παροχές προς τους φοιτητές (σίτιση, στέγαση, κ.λπ.) θα γίνονται αποκλειστικά από τα ίδια τα Πανεπιστήμια. Ο οικονομικός θάνατος των Πανεπιστημίων, όπως ήταν αναμενόμενο, απλώνει τα φτερά του και πάνω από τους φοιτητές… 4) Την ενίσχυση των διεθνών προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, ώστε να προσελκύονται ξένοι φοιτητές. Τα Πανεπιστήμια δηλαδή πρέπει να σκαρώνουν προγράμματα για την προσέλκυση ξένων φοιτητών-πελατών (προφανώς με δίδακτρα για να ενισχύουν τα ισχνά οικονομικά τους), σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Μπολόνια. 5) Τη δημιουργία ακαδημαϊκών εδρών ΔΕΠ με χορηγίες. Ο Παπανδρέου ξεσάλωσε τελείως και επιχειρεί να επιβάλλει στα ελληνικά Πανεπιστήμια ό,τι ισχύει στη μητρόπολη του ιμπεριαλισμού.
Η δε χωροταξική και θεματική αναδιάρθρωση (λειτουργική ενοποίηση), ο εκπαιδευτικός «Καλλικράτης», προαναγγέλλει σαρωτικές αλλαγές με συγχωνεύσεις και καταργήσεις Τμημάτων, Σχολών και Ιδρυμάτων. Η τρόικα απαιτεί στραγγαλισμό των δημόσιων δαπανών, γι’ αυτό και στη γκιλοτίνα στήνεται ολόκληρος ο εκπαιδευτικός ιστός της χώρας.