Ο ένας δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω. Αρπάζεται απ’ ό,τι μπορεί να αρπαχτεί και «τα δίνει όλα». Τελευταίο κατόρθωμα η… κορυφαία δήλωση: «Υποστήκαμε μία δεινή διπλωματική ήττα. Αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός και είχαμε αυτά στη Μαδρίτη και παράλληλα το Turkaegean θα γύριζα με τα πόδια».
Ο άλλος βάζει τα παπαγαλάκια του να του θυμίσουν τις Πρέσπες. Τις οποίες -παρά ταύτα- η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπερασπίζεται με πάθος, συμμετέχοντας στο μπλοκ εκείνων που θέλουν να επιταχυνθεί η είσοδος της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ.
Ο ένας μετατρέπει τον καπιταλισμό σε υπόθεση «μερικών νταβατζήδων», κάνοντας δηλώσεις όπως: «Μετά τις εκλογές το πάρτι θα τελειώσει. Τους πόρους της χώρας δε θα νέμονται δέκα μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και αντίστοιχος αριθμός οικογενειών. Οι νταβατζήδες τέλος. Και σήμερα δεν είναι 2015 για να επιχειρήσουν ξανά να κρυφτούν πίσω από τη ζεστή αγκαλιά της τρόικας»
Ολοι θυμόμαστε ότι ήταν ο Τσίπρας και η κλίκα του που το 2015 κρύφτηκαν μέσα στη ζεστή αγκαλιά της τρόικας. Προσωπικά ο Τσίπρας, μέσα στη ζεστή αγκαλιά της Μέρκελ, του Ολάντ και του Ρέντσι. Ομως εδώ μας ενδιαφέρει η προσέγγιση. Ιδια επί της ουσίας με το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου πριν από τις εκλογές του 2009. Ιδια επί της ουσίας με τη θεωρία του «αντιμνημονιακού μετώπου» της περιόδου 2010-2015, όταν όποιος προλάβαινε κερδοσκοπούσε ασύστολα. Από τον Σαμαρά μέχρι τον Τσίπρα, από τον Κουβέλη μέχρι τον Καμμένο. Με ηχητική υπόκρουση τις κραυγές του Τράγκα, που σήκωνε από τα ερτζιανά τη σημαία του αντιγερμανισμού, επενδύοντας σε βίλες στην Κοτ ντ Αζούρ και στο Λας Βέγκας.
Ο καπιταλισμός δεν είναι «δέκα μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι και αντίστοιχος αριθμός οικογενειών», αλλά ένα ολόκληρο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου ντόπιοι και ξένοι καπιταλιστές εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη και τους φυσικούς πόρους της χώρας υπό την προστασία του αστικού κράτους. Εκαναν τίποτα γι’ αυτό ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ στα τεσσεράμισι χρόνια που διαχειρίστηκαν την κυβερνητική εξουσία στην καπιταλιστική Ελλάδα;
Το μόνο που έκαναν ήταν να υπηρετήσουν πιστά τη μνημονιακή πολιτική. Και να ολοκληρώσουν τη συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού. Που υπήρξε διακαής πόθος όλων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων (και των «δέκα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και αντίστοιχου αριθμού οικογενειών»).
Είναι εύκολα να αναθεματίζεις «δέκα μεγάλους ομίλους», χωρίς να τους ονοματίζεις μάλιστα, για να καλύψεις ότι θα υπερασπιστείς και πάλι τα συμφέροντα του κεφαλαίου (και των «δέκα μεγάλων ομίλων» φυσικά).
Ο άλλος κάνει λογαριασμούς: αν ο Ερντογάν ρίξει τους τόνους (και κυρίως αν δε στείλει κάνα βαπόρι να ποντίζει καλώδια ανοιχτά του Καστελλόριζου), αν βοηθήσει ο θεός και οι δασικές πυρκαγιές περιοριστούν σε «διαχειρίσιμα» πλαίσια, αν δεν έχουμε κάποιο νέο «μπαμ» στις τιμές των καυσίμων κι αν δεν ξαναφτάσουν τους 300 οι διασωληνωμένοι ασθενείς στις ΜΕΘ-covid, τότε οι πρόωρες εκλογές μπορεί να είναι το μικρότερο κακό. Αλλιώς, πάμε για το τέλος της τετραετίας κι ό,τι θέλει ας γίνει.
Ο ένας δεν έχει ισχυρό μιντιακό σύστημα που να τον στηρίζει. Νέος είναι ακόμα, αντοχές διαθέτει, άλλα θέματα δεν τον απασχολούν, έχει πλακωθεί στις περιοδείες, οργώνοντας την Ελλάδα οριζοντίως και καθέτως. Του στήνουν «αυθόρμητους» διαλόγους με αβανταδόρους, πετάει ατάκες, προετοιμασμένες ή της στιγμής, εστιάζει κυρίως σ’ αυτά που πονάνε τον κόσμο, αερολογεί όταν πρέπει να μιλήσει «επί του συγκεκριμένου» και γενικά «σπρώνει» για να χάσει ο άλλος, εφαρμόζοντας την τακτική του «ώριμου φρούτου».
Ο άλλος έχει ισχυρό μιντιακό σύστημα που τον στηρίζει, όμως δεν κερδίζεις εκλογές με τον Πρετεντέρη, τον Οικονόμου και τον Κανέλλη. Εδώ και χρόνια ο κόσμος πιστεύει τα αντίθετα απ’ αυτά που του λένε οι πριμαντόνες της «φιλελεύθερης» δημοσιογραφίας. Και τις κυβερνήσεις δεν τις κρίνει από τα λόγια (ιδιαίτερα από κάτι βερμπαλισμούς τύπου «επιτελικό κράτος», «αποτελεσματικότητα», «κυβέρνηση αρίστων» και τα παρόμοια, που τους κάνει σκόνη η ζωή), αλλά από τα έργα.
Μπορούν τα φιλανθρωπικά φιλοδωρήματα να εξασφαλίσουν δεύτερη θητεία σε μια κυβέρνηση; Η λογική λέει όχι. Υπάρχουν φορές που έχει διαψευστεί η λογική. Γιατί, όμως, ν’ ασχολούμαστε με τέτοιου είδους θέματα; Γιατί να προσπαθούμε να καταλάβουμε πόσο «τσιμπημένα» είναι κάποια γκάλοπ που εξακολουθούν να δίνουν δέκα μονάδες προβάδισμα στη ΝΔ, όταν ξέρουμε ότι τα γκάλοπ δεν αποτυπώνουν το κλίμα αλλά προσπαθούν να φτιάξουν κλίμα;
Εχει καμιά σημασία αν θα του βγει η «ζαριά» του Μητσοτάκη, αν τη ρίξει τον Σεπτέμβρη, ή αν θα πάει κι αυτός να κάνει παρέα στους άφθονους «επίτιμους» της ΝΔ; Γράφαμε την προηγούμενη εβδομάδα ότι όλες οι εκλογές, πρόωρες ή στον κανονικό τους χρόνο, δίνουν διέξοδο σε αδιέξοδα του συστήματος.
Και καταλήγαμε μ’ αυτά που πρέπει να διακατέχουν τη σκέψη μας τούτη την περίοδο της κοινωνικής άπνοιας:
Αλλες κυβερνητικές αλλαγές έγιναν με πρόωρες εκλογές και άλλες μετά την πάροδο τετραετίας. Αλλες έγιναν σε περιβάλλον πολιτικής υπνηλίας και άλλες σε περιβάλλον πολιτικής κρίσης. Αλλες με το λαό στους δρόμους, άλλες σε συνθήκες κοινωνικής άπνοιας. Ολες βοήθησαν το σύστημα να εξασφαλίσει τη συνέχειά του. Κι αυτό είναι το σημαντικό.
Είναι διασκεδαστικό να κουβεντιάζουμε στα καφενεία τι λέει ο Μητσοτάκης και τι ο Τσίπρας, να βάζουμε στοιχήματα (καφέδες ή ούζα) για τα ποσοστά που θα πάρουν τα κόμματα στις επόμενες εκλογές (είτε γίνουν το φθινόπωρο είτε την επόμενη άνοιξη, προοπτική που δεν πρέπει να αποκλειστεί καθόλου), όμως άλλο το καλαμπούρι και άλλο η πολιτική και δη η ταξική πολιτική.
Ταξική πολιτική σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι εκλογές θα δώσουν λύση για το σύστημα και όχι για την εργατική τάξη και το λαό. Οτι η ψήφος έχει μηδενική δύναμη. Οτι η προεκλογική δημαγωγία είναι το αντίθετο της πολιτικής που θα εφαρμοστεί, όποιο κυβερνητικό σχήμα κι αν προκύψει μετά τις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν.
Ταξική πολιτική, εντέλει, σημαίνει να πάρουμε την υπόθεση στα χέρια μας. Να διεκδικήσουμε στο δρόμο αυτά που μας στερούν, αντί να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας σε δημαγωγούς της αστικής πολιτικής, για να κάνουμε μετά άλλον έναν απολογισμό «προδοσίας».