Μέσα στο καλοκαίρι και στη διάρκεια της εξεταστικής στα Πανεπιστήμια, για ευνόητους λόγους, επέλεξε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο Πιερρακάκης να φέρουν στη Βουλή την Κύρωση της Σύμβασης της Λισαβόνας για την Ακαδημαϊκή Αναγνώριση (πλήρες όνομα: Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών σχετικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια), που καθιστά κουρελόχαρτα τα πτυχία των ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ και ανοίγει το δρόμο για την ακαδημαϊκή αναγνώριση των «πτυχίων» των κολλεγίων.
Η Σύμβαση, που αναπτύχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνεργασία με την UNESCO και υιοθετήθηκε από εθνικούς εκπροσώπους στη Λισαβόνα τον Απρίλιο του 1997, ενώ τέθηκε σε ισχύ το 1999, αποτελεί «το θεσμικό νομικό εργαλείο για την αναγνώριση ακαδημαϊκών προσόντων στην ευρωπαϊκή περιοχή της UNESCO». Ομως για 25 χρόνια καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν αποπειράθηκε να την κυρώσει επειδή στην Ελλάδα υπάρχει η συνταγματική απαγόρευση του άρθρου 16, αλλά και γιατί οποιαδήποτε παραβίασή του όχι μόνο θα ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, αλλά θα ξεσήκωνε θύελλα διαμαρτυριών και θα προκαλούσε κινητοποιήσεις από το φοιτητικό κίνημα.
Σήμερα όμως, αφού συντελέστηκε το έγκλημα κατά του άρθρου 16 με το νομικό τρικ της παράκαμψής του μέσω του άρθρου 28 του Συντάγματος, ώστε να επιτραπεί η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων -αρχικά ως παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, οι αδίστακτοι Μητσοτάκης, Πιερρακάκης και η κυβέρνηση της ΝΔ, ανέλαβαν το ρόλο του ολοκληρωτικού ξεπατώματος για λογαριασμό του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας.
Το άρθρο 1 της Σύμβασης, λοιπόν, τονίζει ότι αυτή έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 του Συντάγματος: «Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει η παρ. 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών σχετικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, που υπεγράφη στη Λισαβόνα, την 11η Απριλίου 1997,…».
Τούτο σημαίνει ότι από τη στιγμή της Κύρωσης και μετά η Σύμβαση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη διάταξη νόμου, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων ό,τι θεωρείται ως πανεπιστημιακή εκπαίδευση στη χώρα μας.
Αρθρο 28 του Συντάγματος
-
- Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. H εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
Την πρόγευση μας την δίνει ολοκάθαρα ο ορισμός της «τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» στη Σύμβαση της Λισαβόνας:
«Ολοι οι τύποι προγραμμάτων σπουδών ή κύκλοι μαθημάτων, κατάρτισης ή εκπαίδευσης για έρευνα στο μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο που αναγνωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές ενός Μέρους ως στοιχεία του συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Δηλαδή, όλα τα προγράμματα σπουδών, ακόμα και αυτά του μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, αναγνωρίζονται ως προγράμματα σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (στην Ελλάδα τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι τα πανεπιστήμια) από τις χώρες που έχουν κυρώσει τη Σύμβαση!
Ο ορισμός αυτός, σε συνδυασμό με τον ορισμό που δίνεται στο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ιδρυμα («Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Ενα ίδρυμα που παρέχει τριτοβάθμια εκπαίδευση και αναγνωρίζεται από την αρμόδια αρχή ενός Μέρους ως μέλος του συστήματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσής του»), εξισώνει τα διετή, τριετή, κ.λπ. «πτυχία» ακόμα και δομών που ανήκουν στο μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο (π.χ. μεταλυκειακές δομές στη χώρα μας, όπως π.χ. τα ΙΕΚ), με τα τετραετή, πενταετή και εξαετή πτυχία των ελληνικών δημόσιων ΑΕΙ! Δεν υπάρχει καμιά απαγόρευση ούτε χρονική, πόσω μάλλον ποιοτική στα προγράμματα σπουδών!
Υπογραμμίζουμε ότι μπορεί η κυβέρνηση να παρέκαμψε παράνομα το άρθρο 16 του Συντάγματος με το άρθρο 28 για να επιβάλει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όμως το άρθρο 16 είναι «ζωντανό», είναι σε ισχύ, καθώς δεν καταργήθηκε αφού δεν έγινε η συνταγματική αναθεώρησή του. Το άρθρο 16, παράγ. 7 κάνει διάκριση ανάμεσα στην ανώτατη εκπαίδευση και την ανώτερη, για την οποία (την ανώτερη) η διάρκεια φοίτησης δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τρία χρόνια: «Αρθρο 16, παρ. 7: H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές».
Οι ορισμοί αυτοί της Σύμβασης δίνουν επίσης το δικαίωμα στα κολλέγια, τα οποία έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού και τα «πτυχία» τους τα απονέμει το πανεπιστήμιο της αλλοδαπής, να θεωρούνται πλέον ντε φάκτο ότι δεν ανήκουν στο μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο αλλά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κοντολογίς, τα κολλέγια ανωτατοποιούνται!
Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι ορισμοί-σούπα καθιστούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση μια πολύχρωμη κουρελού και κουρελόχαρτα τα πτυχία που απονέμουν τα δημόσια ελληνικά ΑΕΙ από τη στιγμή που μπαίνουν στο ίδιο καλάθι με κάθε άλλου είδους δομή εκπαίδευσης ή και κατάρτισης μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Την κατεύθυνση αυτή έκανε στη συνέχεια πιο χειροπιαστή η κακόφημη Συμφωνία της Μπολόνια (1999), για τη διαμόρφωση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης. Ως επιχείρημα επιστρατεύθηκε η αναγκαιότητα «κινητικότητας» των φοιτητών και η διευκόλυνση της ευρωπαϊκής συνεργασίας στην αναγνώριση ισοτιμίας των σπουδών. Η Μπολόνια χάραξε τις κατευθύνσεις που υποδείκνυε για την Ανώτατη Εκπαίδευση το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας για τις επιχειρήσεις του και την αγορά εργασίας, με στόχο τη μέγιστη κερδοφορία, κατάλληλα εκπαιδευμένο επιστημονικό προσωπικό (σε μαζική κλίμακα κατώτατο με γνώσεις μιας χρήσης και σε περιορισμένη κλίμακα ανώτερο και ανώτατο) σε μια εποχή που όλες οι αξίες -συμπεριλαμβανομένων της γνώσης, της επιστήμης, της έρευνας- θεωρούνται εμπορεύματα.
Κατευθύνσεις της Μπολόνια είναι: Η διάσπαση των σπουδών σε κύκλους, εκ των οποίων ο πρώτος, που οδηγεί στο βασικό πτυχίο (bachelor) και αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία, είναι τριετής. Η αποτίμηση-αξιολόγηση των σπουδών σε πιστωτικές μονάδες, τις οποίες μπορεί να συλλέγει κανείς και από μη τυπικά συστήματα εκπαίδευσης, υπηρετώντας μια εμπορευματική και χυδαία αντίληψη για την Παιδεία και υποβαθμίζοντας έτσι τις πανεπιστημιακές σπουδές χάριν των επιχειρήσεων που στήνουν στο χώρο της εκπαίδευσης οι έμποροι της γνώσης (π.χ. κολλέγια, ΙΕΚ, Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών, Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών, κ.λπ.).
Κινητικότητα των φοιτητών ή αλλιώς μπάτε σκύλοι αλέστε
Μιλώντας στη Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, ο εισηγητής της ΝΔ Χρήστος Καπετάνος, παρέθεσε όλα τα «καλούδια» που πρόσφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην κατεύθυνση που απαιτούσαν η Σύμβαση της Λισαβόνας και η Συμφωνία της Μπολόνια.
Ανέφερε ότι η καθυστέρηση στην κύρωση της Σύμβασης ήρθη «με το νόμο 4957 του 2022 που ψήφισε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και επέφερε τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών του ΔΟΑΤΑΠ» και ότι «ξεπεράστηκαν πολλά από τα εμπόδια με κύρια αλλαγή την υιοθέτηση της έννοιας των ουσιωδών διαφορών, όπως ορίζεται στη σύμβαση της Λισσαβόνας, αλλά και επιμέρους λεπτομερειών όπως παραδείγματος χάρη, η απαίτηση που υπήρχε να έχει σπουδάσει κάποιος τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια στο Ίδρυμα Απονομής του Καταλυτικού Τίτλου. Η τελευταία εκκρεμότητα που υπήρχε η δυνατότητα αναγνώρισης περιόδων σπουδών ρυθμίστηκε με το νόμο για τα παραρτήματα αλλοδαπών ΑΕΙ».
Ο εισηγητής της ΝΔ κινήθηκε στο ίδιο πλαίσιο που αναφέρεται και στην ανακοίνωση του ΥΠΑΙΘΑ: «Με τον ιδρυτικό νόμο του ΔΟΑΤΑΠ – Ν. 3328/2005 και τον Ν. 4957/2022 (σ.σ. νόμος Κεραμέως για τον νόμο-πλαίσιο των ΑΕΙ), η Ελλάδα ενσωμάτωσε στην εσωτερική έννομη τάξη μεγάλος μέρος των προβλέψεων που αφορούν στη Σύμβαση της Λισαβόνας.
Ο τελευταίος νόμος 5094/2024 για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (σ.σ. πρόκειται για τον νόμο για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια) προσφέρει ένα πλήρες και συμπαγές πλαίσιο για την περαιτέρω διεθνοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας ρυθμίζοντας σειρά θεμάτων που την κρατούσαν στην απομόνωση…».
Ο σκοπός της Σύμβασης της Λισαβόνας, σύμφωνα με το υπουργείο Αμάθειας και Καταστολής «είναι να διασφαλίσει ότι οι κάτοχοι ακαδημαϊκών προσόντων από ένα κράτος μέλος έχουν το δικαίωμα της αναγνώρισης αυτών των προσόντων σε άλλο κράτος μέλος. Με άλλα λόγια, να διευκολύνει την κινητικότητα των νέων ανθρώπων μεταξύ κρατών για τις ακαδημαϊκές σπουδές τους, μεριμνώντας να καταστήσει τα πρότυπα των ακαδημαϊκών τίτλων και της διασφάλισης ποιότητας πιο συγκρίσιμα και πιο συμβατά σε όλον τον Ευρωπαϊκό χώρο (όπως ακριβώς κάνει και η διαδικασία της Μπολόνια)».
Αναφέρεται επίσης ότι «κάθε χώρα θα αναγνωρίζει προσόντα, είτε πρόκειται για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είτε για περιόδους σπουδών, είτε για συνέχιση σπουδών προς απόκτηση μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου, ως αντίστοιχα των προσόντων στο δικό της εκπαιδευτικό σύστημα, εκτός αν μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στα δικά της προσόντα και στα προσόντα όσων αιτούνται αναγνώρισης» (τμήματα 4, 5, 6 της Σύμβασης).
Οι παραπάνω προβλέψεις ανοίγουν διάπλατα επικίνδυνα «παράθυρα» είτε για την δυνατότητα εισαγωγής στα δημόσια ΑΕΙ στην Ελλάδα είτε για τη συνέχιση των σπουδών σε αυτά. Μαθητές προερχόμενοι από άλλη χώρα, η οποία έχει κυρώσει τη Σύμβαση της Λισαβόνας, όπου δεν υπάρχει η υποχρέωση συμμετοχής σε εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, μπορούν άνετα πλέον να εγγράφονται στα ελληνικά ΑΕΙ, σε αντίθεση με τον εγχώριο μαθητικό πληθυσμό που μπαίνει υποχρεωτικά στην καρμανιόλα των πανελλαδικών εξετάσεων, ξοδεύοντας προηγουμένως και αυτός και η οικογένειά του ποτάμια ιδρώτα και χρήματος για να ανταπεξέλθει στους ισχυρότατους ταξικούς φραγμούς (Τράπεζα θεμάτων, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, κλειστός αριθμός εισακτέων κ.λπ.).
Φοιτητές-σπουδαστές άλλων χωρών, προερχόμενοι από ιδρύματα αμφιβόλου ποιότητας σπουδών και χρονικής διάρκειας δύο, τριών ετών, μέσω της καθιέρωσης της έννοιας της «περιόδου σπουδών», μπορούν να συνεχίζουν τις σπουδές τους στα ελληνικά ΑΕΙ των τεσσάρων και πλέον ετών και να αποκτούν πτυχία σε προπτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο. Εδώ συμπεριλαμβάνεται και η κατηγορία των αποφοίτων των κολλεγίων, που παίρνουν «πτυχίο» από το ξένο πανεπιστήμιο με το οποίο οι έμποροι της γνώσης έχουν συμφωνίες franchise.
Η αναγνώριση της «περιόδου σπουδών» ενός ατόμου στην αλλοδαπή από τον ΔΟΑΤΑΠ έγινε καταρχάς στο άρθρο 126 του νόμου Πιερρακάκη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια: «ιδ) «Περίοδος σπουδών» είναι η οποιαδήποτε συνιστώσα ενός προγράμματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχει αξιολογηθεί και τεκμηριωθεί και, αν και δεν είναι ένα πλήρες πρόγραμμα σπουδών από μόνο του, εν τούτοις αντιπροσωπεύει μια σημαντική απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων». Τώρα έρχεται και η επιβεβαίωση και η πρακτική σημασία του ορισμού της με τη Σύμβαση της Λισαβόνας.
Ουσιαστικά πρόκειται συνολικά για μια αυτοματοποιημένη διαδικασία αναγνώρισης τίτλων σπουδών και πτυχίων. Η αναφορά ότι η χώρα υποδοχής μπορεί να διατυπώσει ενστάσεις μόνο «αν μπορεί να αποδείξει ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στα δικά της προσόντα και στα προσόντα όσων αιτούνται αναγνώρισης», είναι και υποκριτική και προκλητική.
Γιατί η πρόβλεψη των «ουσιωδών διαφορών» είναι αόριστη και στον αέρα και κυρίως γιατί ο νόμος Κεραμέως (Ν. 4957/2022) που «εκσυγχρόνισε» τον ΔΟΑΤΑΠ και εντάσσει τα ξένα «Αναγνωρισμένα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» (θεωρούνται «αναγνωρισμένα» γιατί αναγνωρίζονται από τα αρμόδια όργανα της χώρας τους) αυτόματα στο «Εθνικό Μητρώο Αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων της Αλλοδαπής», προβλέπει ότι ο λόγος των αρχών πιστοποίησης προγραμμάτων ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα απονομής του τίτλου σπουδών, είναι πάνω απ’ όλα, ακόμη και στην περίπτωση που οι τίτλοι σπουδών των ιδρυμάτων της αλλοδαπής δεν έχουν αντιστοιχηθεί και καταταχθεί στα επίπεδα 6, 7, και 8 του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Προσόντων.
Αναγνώριση των τίτλων σπουδών προσφύγων, εκτοπισμένων ατόμων και ατόμων σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των προσφύγων
Στο τμήμα 7 και στο άρθρο 7 της Σύμβασης αναφέρονται τα εξής:
«Κάθε Μέρος λαμβάνει όλα τα εφικτά και εύλογα μέτρα στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού του συστήματος και σύμφωνα με το σύνταγμα, τους τυπικούς νόμους και τις κανονιστικές του διατάξεις, για την ανάπτυξη διαδικασιών που αποσκοπούν στη δίκαιη και ταχεία εκτίμηση του κατά πόσον, οι πρόσφυγες, οι εκτοπισμένοι και τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των προσφύγων, πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σε περαιτέρω προγράμματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή σε δραστηριότητες απασχόλησης, ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τίτλοι σπουδών που αποκτήθηκαν σε ένα από τα Μέρη δεν μπορούν να αποδειχθούν με τεκμηριωμένα αποδεικτικά μέσα».
Πρόκειται για καθαρά υποκριτική πρόβλεψη, όταν οι πρόσφυγες, οι μετανάστες είναι άτομα υπό διωγμόν σε όλη την ιμπεριαλιστική ΕΕ. Τα push backs γίνονται με τις ευλογίες των κυβερνήσεων, τα προσφυγικά camps είναι στην ουσία στρατόπεδα φυλακισμένων, προγράμματα υποτίθεται με περισσότερο ανθρωπιστικό χαρακτήρα έχουν καταργηθεί και οι «φιλοξενούμενοι» βρίσκονται στον αέρα, ενώ στο Αιγαίο δίνουν και παίρνουν οι «επαναπροωθήσεις» και οι πνιγμοί προσφύγων και μεταναστών.
Οσοι ελάχιστοι μπορέσουν και ξεπεράσουν κάπως τις συμπληγάδες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εργασίες σε καθεστώς άγριας εκμετάλλευσης, σε συνθήκες γαλέρας. Οι τίτλοι σπουδών τους, τα πτυχία τους που απόκτησαν στη χώρα προέλευσης είναι απλώς «για τα σκουπίδια».
Μετρημένοι στα δάκτυλα είναι οι πρόσφυγες που μπορούν να προχωρήσουν σε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες υποδοχής και αυτοί είναι η επιβεβαίωση για το πογκρόμ που υφίσταται η συντριπτική πλειοψηφία.
ΥΓ. Παράσταση διαμαρτυρίας έξω από την Βουλή, την Πέμπτη 27/6, 10:00 πμ, την ημέρα δηλαδή που θα κυρωθεί η Σύμβαση στην ολομέλεια της Βουλής από τον κυβερνητικό λόχο καλεί το ΜΑΣ.
Γιούλα Γκεσούλη