Στην εντελώς κατεστραμμένη Μπέιτ Λάχια, στο βόρειο τμήμα της Λωρίδας της Γάζας, μια παλαιστινιακή οικογένεια ετοιμάζει το ιφτάρ του Ραμαζανιού μέσα στο μισοερειπωμένο σπίτι της και μετά κάθεται και τρώει. Φτώχεια, αξιοπρέπεια και αποφασιστικότητα.
Μια άλλη οικογένεια στεγάζεται σε σκηνή, αλλά ετοιμάζει και τρώει το ιφτάρ πάνω στα ερείπια του εντελώς κατεστραμμένου σπιτιού της. Μένουμε εδώ! είναι το μήνυμά της.
Ο Ανάς αλ-Σαρίφ του Αλ-Τζαζίρα κάνει ρεπορτάζ στην αγορά της Τζαμπάλια, της πόλης του. Οι τιμές έχουν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν. «Οταν κλείνουν τα περάσματα, οι τιμές αυξάνονται και κανείς δεν αγοράζει τίποτα από εμάς» λέει ένας λαϊκατζής. Κουβέντα ενάντια στην Αντίσταση δεν ακούγεται.
«Στέλνω εναλλάξ τα τέσσερα παιδιά μου στο σχολείο, με ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα μολύβι, λόγω των δύσκολων συνθηκών που αντιμετωπίζουμε», λέει μια μάνα. Και συνεχίζει: «Ηταν εξαιρετικοί μαθητές, έπαιρναν 99.99%…». Αγώνας για επιβίωση, αγώνας για τη μόρφωση, αλλά ούτε σκέψη για παράδοση στον εχθρό. Καταγγελία ναι, κλάψα και μοιρολατρία όχι.
Ο Αχμαντ Αμπού Μοχσέν από τη Ράφα έχασε τα πόδια του κατά τον γενοκτονικό πόλεμο των σιωναζιστών, αλλά παραμένει κοινωνικά ενεργός, διδάσκοντας τα παιδιά.
Ο δημοσιογράφος Γιασίν Καντίχ καταγράφει ένα περιστατικό με πυροβολισμούς σιωναζιστών στρατιωτών βόρεια της Μπέιτ Χανούμ (στα σύνορα δηλαδή). Μας περικύκλωσαν και δεν σταμάτησαν να πυροβολούν επί μισή ώρα στο σημείο, λέει. Οσοι/ες βρίσκονταν στο δρόμο, έτρεξαν να καλυφτούν. Οσοι είχαν έναν πρόχειρο τοίχο στην πλάτη τους, παρέμειναν ατάραχοι. Στο βίντεο του Καντίχ μπορείτε να δείτε έναν Παλαιστίνιο να κάθεται ατάραχος στην καρέκλα του. Επέστρεψαν στη γη τους για να μείνουν εκεί, όχι για να το βάλουν στα πόδια με τους πρώτους πυροβολισμούς. Αλλωστε, οι Παλαιστίνιοι στη Μπέιτ Χανούν και ιδιαίτερα στα βόρεια προάστιά της έχουν μάθει να ζουν στο στόμα του λύκου.
Συμπέρασμα: αυτούς δεν μπορεί να τους νικήσει ο σιωναζιστικός στρατός. Οπως το έχουν γράψει οι ποιητές τους, όπως το επαναλαμβάνουν οι ίδιοι: είναι σαν την ελιά. Και σύριζα να κόψεις τον κορμό της, από δίπλα θα ξεπεταχτούν νέα βλαστάρια.
Πεινάμε, γυμνωνόμαστε, προκαλούμε, τραγουδάμε.
Τους οργισμένους δρόμους τους γεμίζουμε με διαδηλώσεις.
Γεμίζουμε τις φυλακές με περηφάνεια.
Φτιάχνουμε τα παιδιά γενιές της επανάστασης, τη μια μετά την άλλη.
Φυλάμε της συκιάς και της ελιάς τον ίσκιο,
φυτεύουμε τις σκέψεις μας σαν τη μαγιά στη ζύμη.
Το ψύχος του πάγου στα νεύρα μας
και στις καρδιές μας μια κόκκινη κόλαση.
Στη δίψα στίβουμε τις πέτρες,
τρώμε το χώμα όταν πεινάσουμε,
όμως δε φεύγουμε
και τ’ ακριβό το αίμα δεν το λυπόμαστε – δεν το λυπόμαστε – δεν το λυπόμαστε.
Έχουμε δω το παρελθόν, ένα παρόν και μέλλον.
(Ταουφίκ Ζαγιάντ, Μένουμε εδώ)